Καργκέζε - Το μανιάτικο ελληνικό χωρίο της σύγχρονης Κορσικής

Τρίτη, 11 Αύγουστος 2015 12:35 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Καργκέζε - Το μανιάτικο ελληνικό χωρίο της σύγχρονης Κορσικής

Στην ηπειρωτική Ευρώπη βρέχει και κάνει κρύο αλλά στην Κορσική ελάχιστα θυμίζουν χειμώνα: όπως θα έλεγε και ο αλησμόνητος Εμμανουήλ Ροΐδης, στη Μεσόγειο ο καιρός ξεχνιέται... Ο δρόμος προς το Καργκέζε περνάει από τοπία, που κανείς δύσκολα πια βρίσκει αλλού. Σε γενικές γραμμές η βλάστηση θυμίζει Αγιον Ορος. Γίνεται σαφές ότι η γαλλική διοίκηση, η παγίωση της οποίας δεν ήταν χωρίς εμπόδια, απέφερε καρπούς, ορισμένοι από τους οποίους είναι θεαματικοί. Οι Κορσικανοί μπορούν να θεωρηθούν εκγαλλισμένοι Ιταλοί. Η ενσωμάτωση του νησιού στη Γαλλία πραγματοποιήθηκε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα• η μοναρχία άφησε στους κατοίκους αυτονομία σημαντική. Μετά τα γεγονότα όμως του 1789, επιβλήθηκε στους Κορσικανούς έντονος ρυθμός αποβολής των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους. Αυτό πάντως ουδέποτε επιτεύχθηκε πλήρως: οι τελευταίοι αναζήτησαν στήριγμα στους Βρετανούς, εντάχθηκαν σε στρατιωτικές μονάδες από αυτούς οργανωμένες και πολέμησαν τόσο για τους Αγγλους όσο και για τη δική τους πατρίδα. Ως γνωστόν, ο ημέτερος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος σε επιχειρήσεις στις οποίες συμμετείχαν πολεμιστές από το μεγάλο μεσογειακό νησί και τους γνώρισε αρκετά καλά: φαίνεται πως εκτιμούσε τις στρατιωτικές τους αρετές, μα πήρε και προσωπική πείρα της σύγχυσης, στην οποία σε στιγμές κρίσιμες ήταν ευεπίφοροι.

Όπως και να είναι, το νησί συνδυάζει σήμερα ατμόσφαιρα της πριν από το Ριζορτζιμέντο Ιταλίας και καταστάσεις της τωρινής Γαλλίας. Το κράμα, όπως θα έλεγε άλλος ημέτερος, ο Παπαρρηγόπουλος, είναι γοητευτικό. Πράγματι, παρά τις ¬ όχι σπάνια βίαιες ¬ εκδηλώσεις διαμαρτυρίας ολιγάριθμων αλλά δυναμικών στοιχείων του πληθυσμού, τα ιδεολογικά ή άλλα κίνητρα των οποίων δεν είναι πάντοτε ξεκαθαρισμένα, σαφής είναι η εντύπωση που κανείς σχηματίζει ότι στο καθεστώς αυτονομίας, που βαθμιαία και εν πολλοίς σιωπηρά κατέληξε να παραχωρεί το Παρίσι, ανευρίσκεται η λύση αν όχι όλων, τουλάχιστον των περισσότερων και πιο σημαντικών τοπικών προβλημάτων.

Τούτο φαίνεται στο Καργκέζε. Το όνομα του χωριού προφέρεται με τρόπους διαφορετικούς: όσοι προτιμούν τα γαλλικά το λένε Καρζέζ, οι Ιταλοί που φθάνουν ως εκεί (πάντα απροσδόκητοι στις μετακινήσεις τους) το προφέρουν Καρτζέζε• οι νεότεροι, τέλος, του νησιού, οι οποίοι επιθυμούν να προβάλουν την κορσικανική ιδιαιτερότητά τους, επιμένουν σε ήχο σκληρό: Καργκέζε. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι αυτή η τελευταία μορφή έχει επικρατήσει και στα ελληνικά, αν και, ειδικά σε αυτά, το πιο σωστό θα ήταν ό,τι από καιρό έχει προτείνει ο Πάτρικ Λι Φέρμορ ¬ η Καργκέζη.

Όπως και να είναι, μέρος των κατοίκων τού ούτως ειπείν Καργκέζε είναι ελληνικής καταγωγής. Το σχετικό ζήτημα είναι πια τελείως ξεκαθαρισμένο. Σε αντίθεση, πράγματι, με τους ελληνόφωνους της Κάτω Ιταλίας, για τους οποίους κανένας δεν είναι βέβαιος κατά πόσον βρίσκονται εκεί από αρχαιοτάτων χρόνων ή από την εποχή της Εικονομαχίας (το δεύτερο φαίνεται πιο λογικό), οι οιονεί ομογενείς του κορσικανικού χωριού είναι από τη Μάνη. Εφυγαν ¬ καθώς εναργώς αφηγείται στο σχετικό με αυτήν την τελευταία βιβλίο του ο Πάτρικ Λι Φέρμορ πάλι ¬ το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, έφθασαν στην Κορσική και ύστερα από σκληρές συγκρούσεις με τους ντόπιους εγκαταστάθηκαν τελικώς και βρήκαν ηρεμία στο Καργκέζε. Μιλούσαν εκεί τα ελληνικά της πρώτης τους πατρίδας ως και τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Στη συνέχεια υιοθέτησαν τα κορσικανικά και φυσικά τα γαλλικά. Κατά τα τελευταία χρόνια, κύμα νοσταλγικό της Ελλάδας έχει κατακλύσει το χωριό: πολλοί, απόγονοι Πελοποννησίων και μη, μελετούν τη γλώσσα μας σε ρυθμούς εντατικούς, έρχονται εδώ, στέλνουν τα παιδιά τους για σπουδές στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν τους παλιούς δεσμούς.

Το Καργκέζε έχει δύο εκκλησίες• και οι δύο είναι ρωμαιοκαθολικές αλλά στη μια η λειτουργία γίνεται σύμφωνα με το τυπικό των Δυτικών, ενώ στην άλλη με το δικό μας. Τα αντίστοιχα καμπαναριά υψώνονται στη μια και στην άλλη όχθη μικρής χαράδρας ¬ σύμβολο του χάσματος που εδώ και αιώνες χωρίζει τους δύο κόσμους. Εξω από την «εκκλησία των Ελλήνων» σχηματίζεται μικρή αυλή• παλιά κανόνια μπηγμένα στο έδαφος προσδίδουν ατμόσφαιρα νησιού του Σαρωνικού. Ο παπάς, με μαύρο κοστούμι, κατάλευκα μαλλιά, κομψός και επιβλητικός, πηγαινοέρχεται αμίλητος... ώσπου παίρνει την απόφαση να μιλήσει.

Η ψυχή του δεν φαίνεται ήρεμη. Εδώ και χρόνια πολλά είναι όχι βέβαια σε ερημιά αλλά σε ερημία, η οποία, κατά την παράδοση, είναι τροφός πνευμάτων. Έχει πάρει στους ώμους του το μέγα θέμα της συντήρησης των δεσμών του χωριού με την Ελλάδα και σαν μικρός Μωυσής προσπαθεί να οδηγήσει τον λαό του σε νοητή Γη της Επαγγελίας. Οι πειρασμοί όμως του οιονεί παραδείσου, τον οποίο συνθέτουν η μοναδική φύση του νησιού και η αποτελεσματικότητα της γαλλικής διοίκησης, είναι πολλοί. Επιπλέον, οι άνθρωποι σπανίως είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν αυτό που βλέπουν: εδώ και χρόνια ο πατήρ Φλοριάν Μαρκιανός βρίσκεται σε διάλογο με τον εαυτό του.

Ο ιερέας έχει μέσα του σαφή και ολοκληρωμένη εικόνα της Ελλάδας, επειδή ο ίδιος δεν κατάγεται από Ελληνες. Πράγματι, είναι Αρμπερέσης, αλβανόφωνος της Κάτω Ιταλίας. Οι απώτεροι πρόγονοί του πολέμησαν με τον Γεώργιο Καστριώτη κατά των Οθωμανών και αποτελεσματικώς αναχαίτισαν ¬ κατά τη διάρκεια ορισμένης περιόδου βέβαια ¬ την επέκταση του Ισλάμ στις απέναντι από την Ιταλία βαλκανικές ακτές. Ο Καστριώτης ήταν ήρωας ¬ με την ηθική αλλά και πολιτική έννοια του όρου: κατά την παράδοση, ύψωσε την κόκκινη σημαία με τον δικέφαλο, πράξη που πήρε νόημα πλήρες μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου: «Μη φοβάστε Χριστιανοί• αν πέθανε ο βασιλιάς, άλλος είναι στο πόδι του». Ακόμη, σχημάτισε την πρώτη Λίγκα κατά των Τούρκων, πρότυπο πάνω στο οποίο, αιώνες αργότερα, επιχείρησε να βαδίσει η μαρτυρική μορφή του Σκυλοσόφου.

Οπωσδήποτε, μετά τον θάνατο του Καστριώτη οι οπαδοί του άρχισαν να σκορπίζουν• μέρος τους βρήκε καταφύγιο στην Ιταλία. Αποδέχθηκαν την πνευματική κυριαρχία του Πάπα αλλά υπό συνθήκες η συστηματική μελέτη των οποίων δεν έχει ακόμη αρχίσει, προσπάθησαν να διατηρήσουν την τελετουργία και εν γένει την όλη εκκλησιαστική ατμόσφαιρα της καθ' ημάς Ανατολής.

Τον πατέρα Φλοριάν Μαρκιανό απασχολεί κατ' αρχήν το θέμα του παλιού ρήγματος μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης: Schisma Theologicum ή Schisma Purum; Τα σχετικά ερωτήματα όμως δεν αποτελούν παρά επιφάνεια. Κάτω από αυτά άλλα, τα οποία απορρέουν από παρατηρήσεις οξύτατες, απασχολούν τον νου του και του δημιουργούν αγωνία αυτόχρημα υπαρξιακή: γιατί οι Έλληνες προσπαθούν πάντοτε να προσαρμόσουν τον εαυτό τους στον έξω κόσμο και όχι το αντίστροφο; Γιατί προτιμούν την κουβέντα και όχι τη δράση; Γιατί πιστεύουν τα αφτιά τους και όχι τα μάτια τους; Οι αιτίες που, πριν από δεκαετίες, έφεραν τον ιερέα στο Καργκέζε παραμένουν δυσδιάκριτες αλλά σαφέστατος είναι ο εσωτερικός αγώνας στον οποίο έχει αποδυθεί: ο πατήρ Φλοριάν Μαρκιανός αμυδρώς θυμίζει και τον Απόστολο Παύλο• προσπαθεί να καταλάβει κατά πόσον ο αγώνας του πήγε επί ματαίω ή αντίθετα θα καρποφορήσει. «Σκέφτομαι να φύγω από εδώ» σκύβει και μου λέει. «Αρκετά• γέρασα πια...». Δεν απαντάω λέξη. Γύρω από το τραπέζι όπου καθόμαστε, ο θόρυβος τον οποίο σηκώνει η ελληνοκορσικανική παρέα ήδη μεταβάλλεται σε ορυμαγδό. Κοιτάζω τον ευγενή, αριστοκρατικής εμφάνισης και διάθεσης ιερωμένο, που προσπαθεί ολομόναχος να εξιχνιάσει το μέγα μυστήριο της ζωής και του θανάτου και με κατακλύζει κύμα θαυμασμού, μελαγχολίας μα και χαράς. Η χαρμολύπη που λέει και η Εκκλησία..., εφόσον ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος αλλά του ελεούντος Θεού.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΕΙΣ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti