Η νάκα και το μπεσίκι (σαρμανίτσα)

Του Βαγγέλη Μητράκου
Παρασκευή, 30 Μάιος 2014 03:00 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Η νάκα και το μπεσίκι (σαρμανίτσα)
Κάποτε τα μωρά παιδιά δεν είχαν παιδικό δωμάτιο ούτε καν κρεβατάκι.
Η μάνα είχε (γιαγιά προς γιαγιά κληρονομιά) μια νάκα από χοντρό πανί ή από δέρμα, έβαζε μέσα το μωρό, το τύλιγε με κανά υφαντό του αργαλειού, το κοβε στον ώμο κι αμολιότανε για το όργωμα, για τη σπορά, για τον θέρο, για το αλώνισμα, για τον μύλο, για τον τρύγο, για το πλύσιμο και το κοπάνισμα στη βρύση και στο ποτάμι, για τα πρόβατα...
Κρέμαγε τη νάκα με το παιδί (καλά βυζαγμένο για να μην κλαίει) από ένα γερό κλαρί κι άρχιζε τις δουλειές της. Και η νάκα με το μωρό κουνιόταν πέρα δώθε από το αεράκι και τα πουλιά από τα κλαδιά νανούριζαν το μωρό με τα γλυκοκελαηδήματά τους κι όταν το ξυπνούσε η μάνα του για να το ξαναβυζάξει είχε το μωρό τα μάγουλά του κατακόκκινα σαν γινωμένο ρόδι του καλοκαιριού και τα μάτια του είχαν μαζέψει μέσα τους όλο το χρυσάφι του ήλιου και το γαλάζιο τ ουρανού.
Αργά το βράδυ ξεκρέμαγε η μάνα τη νάκα απ το κλαρί, την πέρναγε ξανά στον ώμο κι έπαιρνε το μονοπάτι για το σπίτι. Άλλαζε το μωρό, το βύζαινε και το ʼβαζε μετά στο μπεσίκι (σαρμανίτσα), φτιαγμένο με το χέρι από ξύλο καλό, στολισμένο με ζωγραφιές από λουλούδια και πουλάκια και χρώματα, κάποιες φορές σκαλιστό, κι ύστερα με το πόδι (για να χει τα χέρια ελεύθερα για τη ρόκα, για το ξεσπύρισμα του καλαμποκιού και των ξερών φασολιών, για το ξάσιμο του μαλλιού, για το πλέξιμο και το κέντημα...) κούναγε το μπεσίκι πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε... Και το μωρό στη σαρμανίτσα, γεμάτο από τη ζωή που ρούφηξε όλη τη μέρα, νανουρισμένο από το ρυθμικό, μαλακό κούνημα, από τις σιγανοκουβέντες, τα παραμύθια και τα τραγούδια, πέταγε στους εφτά ουρανούς και κλείνανε τʼ αγγελικά του μάτια κι ακουγόταν η ανασούλα του καθώς, λένε, ακούγεται το αεράκι σαν περνά μέσα από τα δέντρα του Παραδείσου.
 Και μετά σβήνανε οι λάμπες και τα λυχνάρια, πλάγιαζαν κι οι μεγάλοι κι οι μικροί στρωματσάδα αποκαμωμένοι από τον κάματο της ημέρας κι άφηναν το νανούρισμα του χωριού να τους πάρει στην αγκαλιά του...τη φωνή του γκιόνη από την αντικρινή ράχη, το μονότονο τραγούδι των τριζονιών μέσα στις φυλλωσιές του κήπου, το αλύχτημα των σκύλων προς στο φεγγάρι, το γκάρισμα από ένα γαϊδούρι που είχε αϋπνίες, το χτύπημα από τις οπλές των αλόγων στο κατώι, την κραυγή ενός τσακαλιού που ετοιμαζόταν να βγει για κυνήγι στην πέρα ράχη, το τροκάνι μιας γίδας που ξυνότανε νυχτιάτικα.
Κι αύριο μέρα του Θεού θα ξημέρωνε! Κι αύριο το φως του ήλιου θα ξύπναγε γλυκά τα όνειρα  των ανθρώπων!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti