ΙΩΝΙΑ1: Κορωνίδα του Ελληνισμού, μήτρα της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού.

Πέμπτη, 23 Μάρτιος 2017 14:34 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Όλοι γνωρίζουν, πως χρόνια τώρα (ειδικότερα από το 1974 και μετά) οι Τούρκοι, ακολουθούντες την γνωστή σ’ αυτούς «κουτοπόνηρη» ανατολίτικη πολιτική, πέραν της βάρβαρης εισβολής και κατοχής της Κύπρου και των εγκλημάτων που έκαναν εκεί, προκαλούν συνεχώς τους Έλληνες στο Αιγαίο και στη Θράκη, είτε με τα χωρικά ύδατα, τις νησίδες και τον εναέριο χώρο από τη μία, είτε με τους μουσουλμάνους από την άλλη. Και είναι ευτύχημα μέχρι τώρα που οι προκλήσεις αυτές, δεν έχουν καταλήξει σε πολεμική εμπλοκή με την Ελλάδα, κάτι που κυρίως οφείλεται στη σοβαρότητα, υπευθυνότητα και ψυχραιμία της πατρίδας μας, εκδηλουμένη και δια των στρατευμένων παιδιών της αεροπόρων και ναυτών, δευτερευόντως δε και στην τύχη.
Εν πάση περιπτώσει, τελευταία οι Τούρκοι φαίνεται πως ξεπερνούν κάθε όριο και τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται πολύ επικίνδυνα. Ο πρόεδρος δε της Τουρκίας Ερντογάν, ίσως επειδή έχει ζηλέψει τη «δόξα» των Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάνει δηλώσεις που αντικειμενικά κρινόμενες, θεωρούνται στις ημέρες μας «απίστευτες» για το θράσος τους, δεδομένων και των μεγάλων προβλημάτων που έχει η γειτονική χώρα, τόσο στο Εσωτερικό της, εξαιτίας κυρίως του πολυθρύλητου Πραξικοπήματος και των διώξεων της Κουρδικής ηγεσίας, όσο και στο Εξωτερικό της με τον πόλεμο να μαίνεται στις γειτονικές χώρες Συρία και Ιράκ. Ειδικότερα ο Τούρκος πρόεδρος συχνά-πυκνά τελευταία με δηλώσεις του αμφισβητεί ακόμη και τη Συνθήκη της Λωζάνης, παίζοντας με τα νεύρα, όχι μόνον των Ελλήνων, αλλά και όλων των γειτόνων της. Και μπορεί η Ελληνική Κυβέρνηση να έδωσε την δέουσα διπλωματική απάντηση, αυτή που αρμόζει σε ανάλογες περιστάσεις (η απάντηση πάντως του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών, που μίλησε για «καρδιά των Ελλήνων που φθάνει μέχρι την Ινδία», άγγιξε περισσότερο τη ψυχή των Ελλήνων), ωστόσο οι Τούρκοι, όπως φαίνεται, μόνον από άλλη γλώσσα και συμπεριφορά καταλαβαίνουν. Και αυτονόητο βέβαια τυγχάνει πως πρωτίστως αυτή είναι η γλώσσα της Δύναμης σε όλους τους τομείς (στρατιωτικό, οικονομικό, συμμαχικό κ.τ.λ.), της αποφασιστικότητας, που συνοψίζεται στο «σήμα» του Ελληνισμού «μολών λαβέ», της σύμφυτης σοβαρότητας κ.τ.λ.. Επίσης, η Ελλάδα έχει και μία άλλη γλώσσα, ικανή να τσακίσει την αλαζονεία κι’ επιθετικότητα των Τούρκων, και αυτή είναι η γλώσσα της Αλήθειας και της Ιστορίας, που «στεντορεία2 τη φωνή» λέει «Τούρκοι σταματήστε να μιλάτε, γιατί, όντες επιδρομείς από τα βάθη της Ανατολής, εισβάλατε και βρίσκεσθε πάνω σ’ ελληνικά εδάφη, και ίσως το σπουδαιότερο, υποδουλώσατε και διαδεχθήκατε το μέχρι τότε πιο πολιτισμένο έθνος στον κόσμο, το Ελληνικό στο Βυζάντιο». Αυτή την αλήθεια, εν ολίγοις, από τις γραμμές αυτές εδώ θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με το δικό μας τρόπο3.
Ειδικότερα, παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή, αυτά έχουν ως εξής:
Η Τουρκία σήμερα κατέχει την λεγόμενη Μικρά Ασία, η οποία από χρόνια πολλά πριν τα Τρωϊκά συνδεόταν στενά με τον Ελληνισμό. Για την εγκατάσταση και παρουσία των Ελλήνων εκεί (κυρίως με τ’ όνομα Ίωνες) υπάρχουν πολλές παραδόσεις και γνώμες. Παρότι στα εδάφη της εγκαταστάθηκαν κι’ Αιολείς και Δωριείς4,  η Μικρά Ασία σχεδόν ταυτίστηκε προοδευτικά με τους Ίωνες και την Ιωνία, σε σημείο τέτοιο ώστε και οι ξένοι τους Έλληνες αυτής να ονομάζουν συλλήβδην Ίωνες (Γιουνάν, ονομασία που πρώτοι οι Πέρσες χρησιμοποίησαν). Μάλιστα ο ιστορικός Κούρτιος υποστήριξε την γνώμη ότι οι Ίωνες ήταν οι ανατολικοί Έλληνες και ότι από τα μικρασιατικά παράλια πέρασαν αυτοί μέσω του Αιγαίου στην ηπειρωτική Ελλάδα, για να παλινδρομήσουν αργότερα στη Μικρά Ασία. Επίσης, αυτός υποστήριξε ότι και οι Κάρες και οι Λέλεγες, καθώς και άλλοι ήρωες, όπως ο εκ Φρυγίας Πέλοψ (πελός + οψ = ο μελαψός), γιος του βασιλιά της Φρυγίας Ταντάλου (όνομα ελληνικότατο, προερχόμενο κατ’ ανομοίωση από τη λέξη τάλαντον, με απώτερη προέλευση από το ρ. τλάω = αντέχω, υπομένω κ.τ.λ., εξ ου και το τάλας, Άτλας κ.τ.λ), ο εκ Φοινίκης Κάδμος (όνομα ελληνικότατο, είτε από το καδεμών ή κηδεμών, είτε από το κύδιμος = ένδοξος, είτε το πιθανότερο από το κέκαδμαι = παρακ. του ρ. καίνυμαι = υπερέχω, υπερτερώ, εξ ου και οι μετοχές κεκαδμένος, κεκασμένος), γιος του βασιλιά Αγήνορος (άγαν + ανήρ) και της Τηλεφάσσης (τήλε + φάσα, μετοχή αορίστου β’- κι’ ενεστώτος- του ρ. φημί, και μάλλον όχι από την λ. φάσσα= αγριοπεριστέρα), ο εξ Αιγύπτου Δαναός (όνομα επίσης ελληνικότατο από το δανός = καμμένος, καψαλισμένος και το ρήμα δαίω= καίω), γιος του Βήλου (από τη λ. βηλός= βατός εκ του ρ. βαίνω) και της Αγχινόης (άγχι + νους), κ.τ.λ., ήταν Ίωνες (δηλαδή Ανατολικοί Έλληνες), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα (Θήβα, Πελοπόννησο και Άργος αντίστοιχα). Ανεξάρτητα από την ορθότητα της άποψης αυτής, το σίγουρο είναι ότι η εγκατάσταση και παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία ανατρέχει πολύ πίσω και πριν τα Τρωικά ακόμη. Εκτός από την εκστρατεία του Διονύσου5 (εγγονού του Κάδμου και της Αρμονίας από την κόρη τους Σεμέλη), ο οποίος, στην πορεία του ανατολικά και προς την Ινδία για τον εκπολιτισμό της Οικουμένης, διαπέρασε απ’ άκρη σ’ άκρη την Μικρά Ασία, και την άλωση της Τροίας από τον Ηρακλή6 περίπου 50 χρόνια πριν την άλωση αυτής από τους Αχαιούς, υπάρχουν πλείστες άλλες πηγές που μαρτυρούν για την παρουσία των Ελλήνων εκεί.

Ο αποικισμός των Πελασγών.
Έτσι ο Ξάνθος του Τρίοπος, που ήταν βασιλιάς του Άργους, επτά7 γενιές πριν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος πέρασε με στρατό στην Λυκία κι’ εγκαταστάθηκε αρχικά εκεί, ενώ αργότερα πέρασε στην Λέσβο, ονομάζοντας την χώρα Πελασγία, ενώ μέχρι τότε λεγόταν  Ίσσα (βλ. Διοδώρου 5.81). Τον αποικισμό αυτό θα μπορούσαμε κάλλιστα να τον ονομάσουμε Πελασγικό (δηλαδή των Ελλήνων Πελασγών8).
Αργότερα πέρασε στην Λυδία με πολύ στρατό και ο Σαρπηδών, αδελφός του Μίνωος και του Ραδαμάνθυος (στα Τρωικά ο εγγονός του Σαρπηδών Β’, γιος του Ευάνδρου και της Διηδάμειας, κόρης του Βελλερεφόντη, πολέμησε στο πλευρό των Τρώων- βλ. Διοδώρου 5.79), λίγο δε μετά μετέβη εκεί και ο Λύκος, ο γιος του Πανδίονος, βασιλιά της Αθήνας9, εκδιωχθείς από τον αδελφό του Αιγέα (πατέρα του Θησέως), από τ’ όνομα δε αυτού ονομάστηκε η περιοχή Λυκία (βλ. Ηροδότου Α’ 173). Ωστόσο, κατά τον Διόδωρο (βλ. 5. 56) η Λυκία πήρε τ’ όνομα από τον Λύκο τον Τελχίνα, ο οποίος στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος εγκατέλειψε την Ρόδο κι’ εγκαταστάθηκε εκεί.

Τελχίνες και Ηλειάδες: οι πρώτοι μεγάλοι «Πρωτομάστορες» του παγκόσμιου πολιτισμού;
Από την αρχαιότητα ήδη οι γνώμες για τους Τελχίνες διΐσταντο. Άλλοι τους ταύτιζαν με τους Κουρήτες, άλλοι με τους Κορύβαντες, άλλοι με τους Ιδαίους Δακτύλους κ.τ.λ., συνδέοντάς τους με την Ρέα, την ανατροφή του Δία στην Κρήτη (φέρονται και ως πρώτοι κάτοικοι της Κρήτης, η οποία από αυτούς είχε λάβει και τ’ όνομα Τελχινία), αλλά και την Κύπρο και την Ρόδο, την οποία φέρονται πως αποίκησαν, και  η οποία από αυτούς ονομάστηκε Τελχινίς, ενώ μέχρι τότε είχε λάβει τα ονόματα Οφιούσσα και Σταδία, ακολούθως δε ονομάστηκε Ρόδος από την Ρόδο των Τελχίνων. Το σίγουρο πάντως είναι ότι ήταν άριστοι τεχνίτες, ιδίως σιδηρουργοί, χαλκοπλάστες , αγαλματοποιοί κ.τ.λ., ίσως δε και οι πρώτοι εφευρέτες των τεχνών αυτών (βλ. Διοδώρου 5.55 και 56. 1-2, Στράβωνος C’ 466, 472, 653, 654), δεν αποκλείω δε η λέξη τέχνη να προήλθε από την λέξη Τελχίν (αυτή φαίνεται να προκύπτει από το ρ. θέλγω).                           
Από τον Διόδωρο όμως (βλ. 5. 56-57) παίρνουμε και μία άλλη πάρα πολύ σημαντική πληροφορία. Κατ’ αυτόν από την Ρόδο, κόρη του γένους των Τελχίνων, και τον Ήλιο10, γεννήθηκαν 7 γιοί, ήτοι οι Όχιμος, Κέρκαφος, Μάκαρ, Ακτίς, Τενάγης, Τριόπας και Κάνδαλος, οι οποίοι επονομάστηκαν Ηλιάδες, και ήταν σύγχρονοι περίπου με τον Κέκροπα της Αθήνας. Οι Ηλιάδες αναδείχθηκαν ανώτεροι απ’ όλους τους ανθρώπους και ξεχώρισαν στην μόρφωση και στην αστρονομία, αυτοί δε όρισαν τον χωρισμό της ημέρας σε ώρες. Ο πιο προικισμένος ήταν ο Τενάγης, αλλά οι άλλοι αδελφοί τον σκότωσαν από φθόνο. Όταν αποκαλύφθηκε ο φόνος, οι συμμετέχοντες αναγκάστηκαν να φύγουν. Έτσι ο Μάκαρ πήγε στην Λέσβο, ο Κάνδαλος στην Κω και ο Ακτίς στην Αίγυπτο, όπου έχτισε την Ηλιούπολη, δίνοντάς της τ’ όνομα του πατέρα του Ήλιου. Από τον Ακτίνο «οι Αιγύπτιοι έμαθον τα περί την αστρολογίαν θεωρήματα». Αργότερα όμως, λόγω του κατακλυσμού και των βροχοπτώσεων, χάθηκαν στην Ελλάδα οι περισσότεροι άνθρωποι και μαζί μ’ αυτούς και όλα τα γραπτά μνημεία με τα επιτεύγματα των Ελλήνων, με αποτέλεσμα οι Αιγύπτιοι να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και να ιδιοποιηθούν όλες τις εφευρέσεις των Ελλήνων στην αστρονομία και αλλού. Κατά τον ίδιο τρόπο, αφενός ξεχάστηκε το γεγονός ότι οι Αθηναίοι έχτισαν πόλη στην Αίγυπτο, την Σάϊν, αφετέρου δε θεωρήθηκε ότι πολλές γενιές αργότερα ο Κάδμος έφερε τα γράμματα στην Ελλάδα, ενώ τα γράμματα τα είχαν ήδη εφεύρει οι Έλληνες, αλλά με τον κατακλυσμό χάθηκαν τα πάντα.
Πάντα δε κατά τον Διόδωρο (ό. π.), ο άλλος γιος του Ήλιου και της Ρόδου, ο Τριόπας, πέρασε απέναντι στην Καρία, απ’ αυτόν δε το ακρωτήριο και η πόλη ονομάστηκαν Τριόπιο, με ορμητήριο δε το Τριόπιο κατέλαβε τόσο την Χερσόνησο (απέναντι από τη Ρόδο), όσο και μεγάλο μέρος της Καρίας (βλ. Και Διοδώρου 5. 61). Πάντως εδώ ο Διόδωρος αναφέρει και την διάσταση των απόψεων σχετικά με την καταγωγή του Τριόπα11.  Ο Όχιμος, που ήταν και ο μεγαλύτερος και δεν είχε συμμετάσχει στον φόνο του Τενάγη, έγινε βασιλιάς, μετ’ αυτόν δε και ο άλλος αδελφός ο Κέρκαφος, που και αυτός δεν είχε συμμετάσχει στην συνωμοσία. Τον Κέρκαφο διαδέχθηκαν οι τρεις γιοί του Λίνδος, Ιάλυσος και Κάμειρος, από τους οποίους έλαβαν τα ονόματά τους οι τρεις ομώνυμες πόλεις της Ρόδου, που αυτοί έχτισαν. Τέλος, την ίδια εποχή έφθασε στη Λίνδο από την Αίγυπτο και ο Δαναός12 με τις θυγατέρες του (βλ. Διοδώρου 5. 58.1). Περαιτέρω αναφέρεται ότι ο Τεύθρας από την Μαγνησία της ηπειρωτικής Ελλάδος, θετός πατέρας του Τήλεφου και παππούς του Ευρύπυλου από την κόρη του Αργιόπη, πρεσβύτερος του Πριάμου, είχε καταλάβει τον θρόνο της Μυσίας (βλ. Απολλοδώρου Β’ 7.4 και Γ’ 9.1, Διοδώρου Δ’ 33 7-12, Στράβωνος C’ 571-2, 586, 615, Παυσανία «Αρκαδικά» 4.9).

Τρωϊκός πόλεμος: ο πρώτος μεγάλος εμφύλιος των Ελλήνων. Το κανονικό όνομα του Πάρι ήταν Αλέξανδρος13.
Ο λεγόμενος Τρωικός πόλεμος, ο οποίος σημειωτέον από την «αρπαγή» της Ελένης μέχρι την άλωση της Τροίας κράτησε είκοσι χρόνια, αφενός, και οι Αχαιοί Έλληνες γι’ αυτόν εκστράτευσαν στην Τροία δύο φορές από την Αυλίδα, με διαφορά περίπου οκτώ ετών η δεύτερη εκστρατεία από την αποτυχημένη πρώτη14 τοιαύτη, αφετέρου, κάτι που ελάχιστα είναι γνωστό, δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ο πρώτος μεγάλος εμφύλιος πόλεμος των Ελλήνων, κι’ ας λένε ορισμένοι, είτε από άγνοια, είτε από σκοπιμότητα, ό,τι θέλουν. Οι Τρώες, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ήταν Έλληνες και μάλιστα Αιολείς και Πελασγοί, μιλούσαν την πελασγοαιολική διάλεκτο, που έμοιαζε πολύ μ’ εκείνη των Αχαιών, είχαν την ίδια θρησκεία με τους Έλληνες, καθώς και τα ίδια ήθη και έθιμα. Τα ονόματά τους, ανδρικά και γυναικεία, μηδενός εξαιρουμένου, ήταν πιο Ελληνικά κι από εκείνα της ηπειρωτικής Ελλάδος (Έκτορ, Έλενος, Δηΐφοβος, Πολύδωρος, Λαοκόων, Αινείας, κ.τ.λ., Εκάβη, Πολυξένη, Κασσάνδρα, Ανδρομάχη κ.τ.λ.). Το κανονικό όνομα του Πάρι ήταν Αλέξανδρος (βλ. Και ποίημα παρακάτω), με αυτό δε τ’ όνομα τον αναφέρουν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς και ποιητές, όπως ο Όμηρος (ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει 45 φορές τ’ όνομα Αλέξανδρος και μόνον 11 το Πάρις), ο Ηρόδοτος, ο Διόδωρος και ο Στράβων αγνοούν τ’ όνομα Πάρις, ο Απολλόδωρος (11 φορές αναφέρει το Αλέξανδρος και 1 το Πάρις), ο Παυσανίας (10 φορές το Αλέξανδρος και 3 το Πάρις) κ.τ.λ. Αμφότερα πάντως τα ονόματα Αλέξανδρος και Πάρις είναι ελληνικότατα, αφού το Αλέξανδρος παράγεται από το ρήμα αλέξω= απομακρύνω, αποκρούω, υπερασπίζομαι κ.τ.λ. + ανήρ, το δε Πάρις από το ρήμα παρίζω (παρά + ίζω)= παίρνω κάποιον μαζί μου, τον βάζω πλησίον (βλ. Απολλοδώρου Γ’ 12. 5).
Επίσης και το κανονικό όνομα του Πριάμου ήταν Ποδάρκης (ελληνικότατο από το πους + αρκέω= ο επαρκής στα πόδια, ο γρήγορος), πήρε δε τ’ όνομα Πρίαμος επειδή τον εξαγόρασε η αδελφή του Ησιόνη, όταν ο Ηρακλής κατέλαβε την Τροία, όπως είδαμε παραπάνω στην υποσημείωση 6.
Το βασιλικό γένος των Τρώων κρατούσε από την Ηλέκτρα του Άτλαντος (βλ. Απολλοδώρου Γ’ 10. 1 και 12. 1-3, ο δε Απολλόδωρος «ως γνωστόν», μόνον τα Ελληνικά βασιλικά γένη γενεαλόγησε). Τούτων δοθέντων, εν ολίγοις, κατά τον κανόνα «όμαιμον, ομόγλωσσον, ομόθρησκον και ομόηθες» (βλ. Και Ηροδότου Η’ 144), οι Τρώες, καθ’ ημάς, ήταν Έλληνες, και ίσως πιο Έλληνες από αυτούς της ηπειρωτικής Ελλάδος. Αν δε κρίνουμε και από τα ονόματα των αρχηγών των συμμάχων των Τρώων, ήτοι Αινείας (γιος του Αγχίση), Αρχέλοχος και Ακάμας (γιοι του Αντήνορος και της Θεανούς), Ακάμας (γιος του Ευσώρου), Εύφημος του Τροιζήνου, Πυραίχμης, Πυλαιμένης, Πάνδαρος (γιος του Λυκάονος), Άδραστος και Άμφιος (γιοι του Μέροπος), Άσιος, Ιππόθοος (γιος του Πελασγού Λήθου), Χρόμιος κι’ Έννομος (γιοι του Αρσινόη), Οδίος κι’ Επίστροφος (γιοι του Μηκιστέως), Φόρκυς και Ασκάνιος (γιοι του Αρετάονος), Μέσθλης και Άντιφος (γιοι του Ταλαιμένη), Νάστης και Αμφίμαχος (γιοι του Νομίονος), Σαρπηδών, Γλαύκος (γιος του Ιππολόχου), Ευρύπυλος (γιος του Τήλεφου), Μέμνων (γιος Τιθωνού), Πενθεσίλεια κ.τ.λ., όλα προδήλως ελληνικότατα, όχι μόνον ο ισχυρισμός μας αυτός ενισχύεται έτι περισσότερο, αλλά φαίνεται και ότι η Μικρά Ασία ελληνοκρατείτο.                                                                                         
Επίσης και το γεγονός ότι οι Έλληνες Αχαιοί, μετά την άλωση της Τροίας, ουδεμία πόλη έβλαψαν ειμή μόνον την Τροία, δεν στερείται σημασίας.  Εν πάση περιπτώσει, μετά την άλωση αυτή πολλοί από τους Αχαιούς φέρεται πως έμειναν στην Μικρά Ασία (π.χ. στις όχθες του Σαγγάριου ποταμού), όπως ο Αμφίλοχος του Αμφιαράου, ο Λεοντεύς, ο Ποδαλείριος, ο Πολυποίτης, ο Μόψος (μάντης γιος της Μαντούς, κόρης του μάντη Τειρεσία), αλλά και ο Κάλχας, που πέθανε εκεί εξαιτίας του ότι σε μαντικό αγώνα ηττήθηκε από τον Μόψο (βλ. Ενδεικτικά Απολλοδώρου «Επιτομή» 6 2,18-19, Στράβωνος 14. 5. 16).
Περαιτέρω από τον Θουκυδίδη (βλ. Α’ 12) μαθαίνουμε ότι «μετά τον Τρωικό πόλεμο η Ελλάς υπέστη βίαιες μετοικήσεις και χτίζονταν πόλεις, ώστε να μην μένει ήσυχη και ν’ αυξάνεται. Και αυτή ακόμη η επιστροφή των Ελλήνων από την Τροία, επειδή έγινε μετά πολλά έτη, επέφερε πολλούς νεωτερισμούς, και ως επί το πλείστον έγιναν στάσεις στις πόλεις, εξαιτίας των οποίων οι εκδιωκόμενοι έχτιζαν αλλού τις πόλεις15. Οι σημερινοί Βοιωτοί, εκδιωχθέντες από την Άρνη (της Θεσσαλίας) από τους Θεσσαλούς,60 έτη μετά την άλωση της Τροίας16, κατοίκησαν στην χώρα που τώρα λέγεται Βοιωτία, τότε δε λεγόταν Καδμηΐς..... Οι δε Δωριείς μαζί με τους απογόνους του Ηρακλή κατέλαβαν την Πελοπόννησο 80 έτη μετά την άλωση της Τροίας. Ώστε μόλις ύστερα από πολύ χρόνο η Ελλάς, αφού ησύχασε σταθερά και δεν είχε πλέον αναστατώσεις, έστειλε έξω αποικίες. Και οι μεν Αθηναίοι έστειλαν ως αποίκους τους Ίωνες και πολλούς από τους νησιώτες17, οι δε Πελοποννήσιοι έστειλαν αποίκους στο μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας18 και της Σικελίας, όπως και μερικές άλλες πόλεις της Ελλάδος19. Όλες αυτές οι αποικίες ιδρύθηκαν μετά τον Τρωικό πόλεμο».
Μετά λοιπόν την λεγόμενη Κάθοδο των Ηρακλειδών (ή Δωριέων) άρχισε ο μεγάλος αποικισμός των Ελλήνων, αρχικά προς Ανατολάς (δηλαδή προς την Μικρά Ασία κυρίως) και αργότερα προς Δυσμάς (δηλαδή νότια Ιταλία και Σικελία). Κύματα αποίκων τότε από την ηπειρωτική (και όχι μόνον) Ελλάδα κατέκλυσαν κυρίως τα Μικρασιατικά παράλια. Στον αποικιακό αυτό αγώνα προηγήθηκαν οι Αιολείς.

Ο αποικισμός των Αιολέων.
 Σχετικά ο Στράβων (βλ. C’ 582, πρβλ. C’ 402, 447) γράφει: «Η παραλία της Προποντίδος εκτείνεται από την περιοχή της Κυζίκου, .... έως την Άβυδο και την Σηστό, ενώ από την Άβυδο έως το Λεκτό βρίσκεται το Ίλιο, η Τένεδος και η Αλεξάνδρεια Τρωάδα..... Από το Λεκτό έως τον ποταμό Κάϊκο....... είναι οι περιοχές της Άσσου, του Αδραμυττίου, ο Αταρνεύς, η Πιτάνη και ο Ελαϊτικός κόλπος. Στις περιοχές αυτές αντίπερα βρίσκεται η νήσος Λέσβος. Ακολουθεί η περιοχή της Κύμης που καταλήγει στην Φώκαια και στον Έρμο (ποταμό). Εδώ είναι το τέλος της Αιολίδος και η αρχή της Ιωνίας............
Οι Αιολικές αποικίες διαμοιράστηκαν μεταξύ της Κυζίκου και του ποταμού Καΐκου, και μάλιστα προεκτάθηκαν μεταξύ Καΐκου κι’ Έρμου. Λέγεται ότι οι Αιολείς προηγήθηκαν κατά τέσσερις γενιές των Ιώνων στον αποικισμό, αλλά τους έτυχαν εμπόδια και καθυστέρησαν πολύ. Λένε ότι πρώτος αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο Ορέστης20. Αυτός πέθανε στην Αρκαδία και τον διαδέχθηκε21 ο γιος του Πενθίλος, που έφθασε στην Θράκη εξήντα χρόνια μετά τα Τρωικά, περίπου στα χρόνια της καθόδου των Ηρακλειδών. Μετά ο Αρχέλαος, γιος του Πενθίλου, πέρασε τους Αιολείς στην περιοχή της Κυζίκου, στο Δασκύλιο. Αυτού ο μικρότερος γιος, ο Γρας, έφθασε έως τον Γρανικό ποταμό, και, καλύτερα προετοιμασμένος, πέρασε το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του στην Λέσβο και την κατέκτησε22. Ο Κλεύης, γιος του Δώρου, και ο Μαλαός, απόγονοι του Αγαμέμνονος, συγκέντρωσαν στρατιάν23 περίπου τον ίδιο καιρό με τον Πενθίλο. Αλλά, όταν ο στόλος του Πενθίλου περνούσε από την Θράκη στην Ασία, αυτοί καθυστέρησαν πολύ στα μέρη της Λοκρίδος και στο Φρίκιο όρος, ύστερον δε διαβάντας κτίσαι την Κύμην, την Φρικωνίδα κληθείσαν από του Λοκρικού όρους.
Οι Αιολείς λοιπόν σκορπίστηκαν σε όλη τη χώρα, που ο ποιητής αποκαλεί Τρωική και οι μετέπειτα ονομάζουν Αιολίδα,ενώ άλλοι μόνον ένα μέρος της Τρωάδος....... Ο Όμηρος, αρχίζοντας από την Προποντίδα (δηλαδή από την πόλη Κύζικο- βλέπε και C’ 586), θεωρεί Τρωάδα την περιοχή από τον Αίσηπο24........... Ο Έφορος25 λέει ότι η Αιολίς αρχίζει από την Άβυδο και φθάνει έως την Κύμη».                                                      Περαιτέρω ο Ηρόδοτος, εξειδικεύοντας τις αποικίες των Αιολέων στην Μικρά Ασία, παραλείποντας εκείνες που βρίσκονταν στο όρος Ίδη και στα νησιά (Λέσβος, Τένεδος κι’ Εκατό νήσοι), αναφέρει ότι αρχικά ήταν δώδεκα, ήτοι Κύμη (Φρικωνίς), Λήρισαι, Νέον τείχος, Τήμνος, Κίλλα, Νότιον, Αιγιρόεσσα, Πιτάνη, Αιγαίαι, Μύρινα, Γρύνεια και Σμύρνη, η οποία όμως αργότερα, εξαιτίας διένεξης με την Κολοφώνα, προσεχώρησε στην Ιωνική δωδεκάπολη (βλ. Α’ 149-151). Αναμφισβήτητα πάντως, έστω κι’ αν δεν περιλαμβανόταν στην Αιολική δωδεκάπολη, πρωτεύουσα θέση μεταξύ των Αιολέων, ιδίως στα θέματα πολιτισμού, όπως θα ειδούμε παρακάτω, κατείχε η Λέσβος.

Ο αποικισμός των Ιώνων.
Όσον αφορά τώρα τον Ιωνικό εποικισμό, ενδεικτικά ο Στράβων (βλ. ΙΔ’ 1-3, ή C’ 632) αναφέρει τα εξής: «1....... 2...... Η Ιωνική παραλία αρχίζει από το Ποσείδιον των Μιλησίων......., έως την Φώκαια και τον ποταμό Έρμο....... 3........ Λέγεται ότι αρχηγός της των Ιώνων αποικίας, η οποία άρχισε μετά την Αιολική, υπήρξε ο Άνδροκλος, υιός γνήσιος Κόδρου του Αθηνών βασιλέως. Αυτός ίδρυσε την Έφεσο, γι’ αυτό, λέγεται, ότι το βασίλειο των Ιώνων συστήθηκε εκεί....... Και Μίλητον26 δ’ έκτισεν Νηλεύς εκ Πύλου το γένος ων27........ Οι νεώτεροι ποιητές λένε ότι μαζί με τον Μέλανθο, τον πατέρα του Κόδρου, από την Πύλο εκστράτευσαν πολλοί Μεσσήνιοι στην Αθήνα. Αυτός λοιπόν ο κόσμος, μαζί με τους Ίωνες28, έστησαν την αποικία. Υπάρχει ακόμη στο Ποσείδιο29 βωμός που έχτισε ο Νηλεύς.
Τον Μυούντα έχτισε ο νόθος γιος του Κόδρου, ο Κυδρήλος. Ο Ανδρόπομπος ίδρυσε την Λέβεδο, πάνω στο μέρος που λεγόταν Άρτις. Ο Μίμνερμος30 στη Ναννώ λέει ότι την Κολοφώνα έχτισε ο Ανδραίμων από την Πύλο. Ο Αίπυτος, γιος του Νηλέως, έχτισε την Πριήνη, αλλ’ αργότερα ο Φιλωτάς συνέβαλε και αυτός με κόσμο από την Θήβα. Την Τέω αρχικά ίδρυσε ο Αθάμας (γι’ αυτό και ο Ανακρέων την αποκαλεί Αθαμαντίδα), αλλά στα χρόνια του Ιωνικού αποικισμού ο Ναύκλος, νόθος γιος του Κόδρου, κι’ έπειτα από αυτόν ο Άποικος, ο Δάμασος (Αθηναίοι και οι δύο) και ο Γέρης από την Βοιωτία. Τις Ερυθρές ίδρυσε ο Κνώπος, άλλος νόθος γιος του Κόδρου. Την Φώκαια ίδρυσαν οι Αθηναίοι που ήρθαν με τον Φιλογένη, τις Κλαζομενές ο Πάραλος και την Χίο ο Εγέρτιος με πλήθος από διάφορα μέρη. Την Σάμο τέλος ίδρυσε ο Τεμβρίων, κι’ αργότερα ο Προκλής.
Αυτές είναι οι δώδεκα Ιωνικές πόλεις, αργότερα δε προστέθηκε και η Σμύρνη, την οποία έβαλαν οι Εφέσιοι στην Ιωνική ομάδα. Παλαιά ήταν γείτονες, αφού και η ίδια η Έφεσος λεγόταν Σμύρνη. Κάπως έτσι και ο Καλλίνος31 την ονομάζει, λέγοντας τους Εφεσίους Σμυρναίους…………… Σμύρνη λεγόταν η Αμαζόνα που κατέκτησε την Έφεσο………».
Στον Ιωνικό αποικισμό και στην Ιωνική δωδεκάπολη αναφέρεται «αρκούντως» και ο Ηρόδοτος (βλ. Α’ 142-150), ο οποίος, επιπλέον, προσθέτει ότι «οι Ίωνες αυτοί, στους οποίους ανήκει και το Πανιώνιον, έχτισαν τις πόλεις τους υπό τον ωραιότερο ουρανό και το καλύτερο κλίμα του τότε γνωστού κόσμου» και ότι «οι Αθηναίοι και οι άλλοι Ίωνες δεν ήθελαν να φέρουν το όνομα αυτό, ενώ αντίθετα οι δώδεκα αυτές πόλεις «ηγάλλοντο» γι’ αυτό και μάλιστα ίδρυσαν ιερό ιδιαίτερο, το οποίο αποκάλεσαν Πανιώνιον και βρισκόταν στην Μυκάλη, στραμμένο προς βορρά και αφιερωμένο στον Ελικώνιον Ποσειδώνα, αποφάσισαν δε να μην δέχονται σε αυτό κανέναν άλλο εκτός από τους Ίωνες. Εκεί συναθροίζονταν οι Ίωνες για να πανηγυρίσουν την εορτή τους, την οποία ονόμασαν Πανιώνια» (για την εορτή αυτή βλ. και Στράβωνος C’ 384). Επίσης ο Ηρόδοτος λέει ότι οι Ίωνες συγκρότησαν δωδεκάπολη στην Μικρά Ασία, επειδή και πριν στην Πελοπόννησο ήσαν συγκροτημένοι σε δώδεκα πόλεις, την δωδεκαπολική δε αυτή διαίρεση διατήρησαν και οι Αχαιοί, οι οποίοι τους έδιωξαν από την Πελοπόννησο (πρβλ. και Στράβωνος C’ 383).
 Όπως προαναφέρθηκε (και όπως θ’ αναφερθεί και παρακάτω), η Ιωνία, λόγω της μεγάλης της ανάπτυξης στην οικονομία, στο εμπόριο, στην θάλασσα, στις τέχνες και στα γράμματα (ιδίως), κ.τ.λ., απέκτησε γεωφυσικά τρισδιάστατη έννοια, ήτοι, πέραν της περιοχής που κάλυπταν οι 12 αυτές πόλεις, ταυτίστηκε περαιτέρω, όχι μόνον με την περιοχή που κάλυπταν όλα τα Μικρασιατικά παράλια, αλλά και με αυτή-ταύτη την Μικρά Ασία ολόκληρη. Άλλωστε οι 12 αυτές πόλεις των Ιώνων δεν αρκέστηκαν στους εαυτούς τους, αλλ’ έχτιζαν συνεχώς και νέες πόλεις-αποικίες. Ειδικά για την Μίλητο, το «κόσμημα» αυτό του Ελληνισμού, ο Στράβων (βλ. C’ 635) αναφέρει τα εξής: «Η σημερινή πόλη (ο Στράβων, που σπούδασε στις «γειτονικές» Τράλλεις και Νύσσα περί το 50 π. Χ., γνωρίζει πολύ καλά την περιοχή) έχει 4 λιμάνια, το ένα δε μπορεί να φιλοξενήσει ολόκληρο στόλο. Πολλά δε της πόλεως ταύτης τα έργα, μέγιστον δε το πλήθος των αποικιών της. Όλος ο Εύξεινος Πόντος κατοικήθηκε από τους Μιλησίους, και η Προποντίδα και πολλοί άλλοι τόποι. Ο Αναξιμένης ο Λαμψακηνός λέει ότι και τα νησιά Ικαρία και Λέρο κατοίκησαν οι Μιλήσιοι, όπως και στον Ελλήσποντο την περιοχή της Χερσονήσου Λίμνες, την Άβυδο, την Άρισβα, την Παισό της Ασίας, την Αρτάκη (νήσο των Κυζικηνών), την Κύζικο, στα ενδότερα δε της Τρωάδος την Σκήψη». Ο ίδιος δε ο Στράβων, αναφερόμενος εδώ για την Μίλητο, λέει ότι, σύμφωνα με τον Έφορο, την Μίλητο πρώτοι ίδρυσαν Κρήτες υπό τον Σαρπηδόνα, που ήρθαν από την Μίλητο της Κρήτης και την ονόμασαν όπως την παλιά τους πατρίδα.

Ο αποικισμός των Δωριέων.
Αλλά και οι Δωριείς32 δεν υστέρησαν πολύ των άλλων στον αποικισμό τους προς Ανατολάς. Ο Ηρόδοτος (βλ. Α’ 144) γράφει σχετικά: «Κατά τον ίδιο τρόπο και οι Δωριείς της σήμερον καλουμένης «Πενταπόλεως», αυτής της ιδίας, η οποία πρότερον «Εξάπολις» εκαλείτο, προσέχουν πολύ να μην δέχονται στο Τριοπικόν ιερόν33 κανέναν άλλο από τους πλησίον κατοικούντας Δωριείς34». Αποτελούσαν δε την «Εξάπολιν», πάντα κατά τον Ηρόδοτο (ό. π.), η Λίνδος, η Ιαλυσσός, η Κάμειρος (πόλεις της Ρόδου), η Κως, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός, η οποία όμως κάποια στιγμή (όταν ο αθλητής της Αγασικλής, που νίκησε στους τοπικούς αγώνες - «Τριόπια» - πήρε τον χάλκινο τρίποδα, που του δόθηκε ως βραβείο, σπίτι του, ενώ έπρεπε να τον αφήσει στο ιερό), αποβλήθηκε από το κοινόν (ομοσπονδία τρόπον τινά).
Ο Στράβων (βλ. C’ 652-5) επαινεί ιδιαίτερα την πόλη της Ρόδου, για την οποία σχετικά λέει: «Η πόλη των Ροδίων, που βρίσκεται στο ανατολικό ακρωτήριο του νησιού, ξεχωρίζει τόσο πολύ με τα λιμάνια, τους δρόμους, τα τείχη και τις άλλες κατασκευές από τις άλλες πόλεις, ώστε δεν μπορώ να βρω άλλη όμοιά της, και ασφαλώς καλύτερή της. Είναι θαυμαστή η ευνομία της και η πολύ καλή διακυβέρνησή της, καθώς και η απασχόληση με τα ναυτικά. Έτσι κυριάρχησε στις θάλασσες επί μεγάλο διάστημα, διέλυσε την πειρατεία…. Κοσμείται με πολλά αναθήματα, από τα οποία τα περισσότερα βρίσκονται στο Διονύσιο, στο Γυμναστήριο και αλλού. Το κάλλιστο έργο της είναι «ο του Ηλίου κολοσσός35»… Οι Ρόδιοι δ’ εισίν δημοκηδείς (=φίλοι του λαού) καίπερ ου δημοκρατούμενοι. Φροντίζουν το πλήθος των πενήτων. Σιταρχείται (=τροφοδοτείται με σιτηρά) ο δήμος και οι εύποροι τους ενδεείς υποστηρίζουν, σύμφωνα με κάποιο πατρογονικό έθιμο… Ο φτωχός έχει εξασφαλισμένη την διατροφή του....... Η δε νυν πόλις εκτίσθη κατά τον Πελοποννησιακόν πόλεμον, υπό του αυτού αρχιτέκτονος, ως φασίν, υφ’ ου και ο Πειραιεύς36….
Εδώ γεννήθηκαν άξιοι άνδρες πολλοί, στρατηλάται και αθληταί… Από πολιτικούς, ρήτορες και φιλόσοφους ο Παναίτιος, ο Στρατοκλής, ο περιπατητικός Ανδρόνικος, ο στωϊκός Λεωνίδης, οι παλαιότεροι Πραξιφάνης, Ιερώνυμος κι’ Εύδημος, Ποσειδώνιος (σπουδαίος στωϊκός φιλόσοφος, μαθητής και διάδοχος του Παναίτιου από της Απάμεια της Συρίας, που έδρασε όμως και ως πολιτικός στην Ρόδο, απεκλήθη δε και Αθλητής), ο Απολώνιος ο Μαλακός, κι’ ο Μόλων (ρήτορες από την Αλάβανδα που έδρασαν όμως στην Ρόδο), ο ποιητής Πείσανδρος, ο Σιμμίας ο Γραμματικός, ο Αριστοκλής, ο Διονύσιος ο Θράξ (γραμματικός από την Αλεξάνδρεια που δίδαξε στη Ρόδο) και ο Απολλώνιος που έγραψε τους Αργοναύτες».
 Στις λίγες αυτές γραμμές που έχουμε στη διάθεσή μας, τι να πρωτογράψει κανείς για τον Ελληνισμό της Ιωνίας κι’ ευρύτερα της Μ. Ασίας. Εν πάση περιτπώσει, μετά τις απανωτές μεγάλες νίκες των Ελλήνων επί των Περσών, το 490 στον Μαραθώνα, το 480 στις Θερμοπύλες (η θυσία, μετά από προδοσία, των Ελλήνων υπό τον Λεωνίδα εκεί, ίσως ήταν, η μεγαλύτερη νίκη), στο Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα, και το 479 στις Πλαταιές (ιδίως, γιατί η μάχη των Πλαταιών ήταν η πιο κρίσιμη και αποφασιστική) και στην Μυκάλη, ο Ελληνισμός εκεί γνώρισε ακόμη μεγαλύτερες στιγμές, ενώ δεν πρέπει να παραλείψουμε και τις μεγάλες νίκες που πέτυχε η Δηλιακή Συμμαχία την δεκαετία 479-469, αλλά και αργότερα, κυρίως με ηγέτη τον Κίμωνα, και ιδίως η συντριπτική νίκη των Ελλήνων στον Ευρυμέδοντα ποταμό το 469, καθώς κι’ εκείνη στην Κύπρο το 450, οι οποίες και οδήγησαν στη λεγόμενη Ειρήνη του Καλλία37- γνωστή και ως Κιμώνια Ειρήνη- του 450/449 π. Χ., η οποία, μεταξύ των άλλων, όριζε βασικά και τα εξής: «αυτονόμους είναι τας κατά την Ασίαν Ελληνίδας πόλεις απάσας, τους δε σατράπας των Περσών μη καταβαίνειν επί θάλατταν κατωτέρω των τριών ημερών38, μηδέ ναύν μακράν πλειν εντός Φασήλιδος39 και Κυανέων40……» (βλ. Διοδώρου 12.4.5).
Και βέβαια η ανάπτυξη του Ελληνισμού στην Μικρά Ασία «γιγαντώθηκε» επί Μεγάλου Αλεξάνδρου, κι’ Ελληνιστικών χρόνων, επί Βυζαντινής δε Αυτοκρατορίας, παρότι υπέστη συντριπτικό χτύπημα μετά τον 4ο αιώνα μ. Χ., με την επικράτηση, όχι του πραγματικού Χριστιανισμού, αλλά του Εβραιοχριστιανισμού,41 και τον απηνή διωγμό οποιουδήποτε στοιχείου είχε σχέση με τον Ελληνικό Πολιτισμό42 (κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, πυρπόληση των Βιβλιοθηκών- ειδικώς της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου43- κατάργηση των Ολυμπιακών και των άλλων αγώνων, γκρέμισμα σταδίων, Γυμναστηρίων, Μουσείων, Ναών, αγαλμάτων, κ.τ.λ.), ο Ελληνικός πληθυσμός άντεξε, παρά τους διωγμούς, και με στήριγμα την γλώσσα του, την παιδεία του, και την πλούσια παράδοσή του (ιστορική, πολιτιστική κ.τ.λ.) υπερτέρησε σχεδόν ολοκληρωτικά και κυριάρχησε οικονομικά και πολιτιστικά στο νέο κράτος, σε σημείο τέτοιο ώστε το Βυζάντιο να μετατραπεί σε μία νέα άλλη Ελλάδα. Ακόμη δε κι’ επί Οθωμανών ο εκεί Ελληνισμός ήταν ακμαίος, μιας και είχε στα χέρια του σχεδόν ολόκληρη την οικονομική και πολιτιστική ζωή της τότε Τουρκίας, μέχρι που φθάσαμε στην «αποφράδα» ημερομηνία, το «καταραμένο» έτος 1922, οπότε, ως γνωστόν, και ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές εστίες του (γι’ αυτό ας όψεται η τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος, που ήθελε να πάρουμε και την «Κόκκινη Μηλιά», μηδέ παραλειπομένου και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος νωρίτερα προκήρυξε εκλογές, με περίεργο εκλογικό νόμο, ενώ η χώρα βρισκόταν σε πόλεμο-κάτι αδιανόητο ακόμη και για μέτριο πολιτικό).

Ο Ελληνικός Πολιτισμός στην Ιωνία.

Α. Η Αρχιτεκτονική
Και αν για τον αποικισμό και την εγκατάσταση των Ελλήνων στην Ιωνία και στην ευρύτερη Μικρά Ασία χρειάζονται βιβλία για να περιγραφούν, η πολιτιστική εν γένει δράση αυτών εκεί, χρειάζεται τόμους επί τόμων για να περιγραφεί αρκούντως. Ειλικρινά στον τομέα αυτό δεν ξέρει κάποιος από πού ν’ αρχίσει και πού να τελειώσει. Εμείς πάντως θ’ αρχίσουμε από τ’ αρχιτεκτονικά αριστουργήματα των Ελλήνων εκεί. Κι’ επειδή αυτά είναι χιλιάδες (αρχαίοι και νέοι ναοί, Γυμναστήρια, θέατρα, αγάλματα, ζωγραφιές κ.τ.λ.), που, βέβαια, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο ιδιαίτερης αναφοράς εδώ, θα περιοριστούμε σε τέσσερα τέτοια έργα. Από αυτά τα τρία περιλαμβάνονται στα επτά «θαύματα» («θεάματα») του αρχαίου κόσμου, είναι δε αυτά τα εξής: ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και ο Κολοσσός της Ρόδου. Το τέταρτο, αρκετά μεταγενέστερο, είναι ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Ειδικότερα: Α) ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο άρχισε να κατασκευάζεται στα μέσα του 6ου αιώνα π. Χ. από τους αρχιτέκτονες Χερσίφρωνα τον Κνώσσιο, γιο του Μεταγένη, και τον Θεόδωρο τον Σάμιο, ο οποίος είχε σχεδιάσει και το περίφημο «Ηραίον» της Σάμου. Ο ναός ήταν ιωνικού ρυθμού, τεράστιος, με 106 κίονες σε διπλές σειρές και διαστάσεις 110 x 55 μ. Η κατασκευή του κράτησε 120 χρόνια. Στο εσωτερικό του ναού υπήρχε μεγάλο άγαλμα της Αρτέμιδος, που είχε φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Ένδιος. Πυρπολήθηκε και καταστράφηκε το 356 από τον Ηρόστρατο, κατά την παράδοση τη νύχτα που γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος.
Ο δεύτερος ναός άρχισε να κατασκευάζεται λίγο μετά την πυρπόληση αυτού, από τους αρχιτέκτονες Παιώνιο, Χειροκράτη και Δημήτριο από την Έφεσο, ενώ από κάποιο χρονικό σημείο εργάστηκε και ο Δεινοκράτης44 ο Ρόδιος (κατά τον Στράβωνα- βλ. C’ 641- «λένε ότι ο ναός ήταν έργο του Δεινοκράτους»). Ο Ναός ήταν υπερμεγέθης, οκτάστυλος, δίπτερος, Ιωνικού ρυθμού, κατασκευασμένος από πολύτιμα οικοδομικά υλικά και με περίτεχνα ανάγλυφα στο κάτω μέρος του κορμού των κιόνων του. Είχε κάτοψη 55,10 x 115,4 μ. και είχε κίονες: 21 στις επιμήκεις πλευρές, 3 x 8 στην πρόσοψη και 3 x 9 στην πίσω όψη, ύψος δε κιόνων 17, 65 μ. Τα ανάγλυφα ήταν έγχρωμα και επίχρυσα. Το 334 ο Μέγας Αλέξανδρος προσφέρθηκε ν’ αναλάβει τα έξοδα για την αποπεράτωση του ναού, αλλά οι Εφέσιοι αρνήθηκαν (Στράβωνος ό.π.). Ο ναός κοσμήθηκε με πλήθος από έργα του Πραξιτέλη, του Θράσωνος και άλλων (Στράβωνος ό.π.). Το 263 μ. Χ. τον κατέστρεψαν οι Γότθοι (βλ. και Κων. Γεωργακόπουλου «ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΘΕΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ» εκδόσεις Γεωργιάδη, έτος 1995, σελίδες 134, 225, 302, 330, 439).
Β) το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Εκπληκτικό οικοδόμημα (τάφος) προς τιμή του σατράπη (ή βασιλιά) της Καρίας Μαυσώλου (377-355 π. Χ.), γιου του Εκατόμνου, που έχτισε η Αρτεμισία, σύζυγος κι’ αδελφή του Μαυσώλου. Αρχιτέκτονες του έργου ήταν ο Πυθέος45 από την Αλικαρνασσό και ο Σάτυρος46 από την Πάρο. Αυτοί σχεδίασαν ένα βάθρο με τρεις τεράστιες διακοσμημένες κλίμακες. Επάνω στο βάθρο χτίστηκε ο τάφος (κρύπτη), που τον περιέβαλλε ένα τεράστιο κρηπίδωμα διαστάσεων 66 x 77 x 16 μ. Επάνω στο κρηπίδωμα κατασκευάστηκε «κάλλιστος» ναός, που είχε περιμετρικά 36 κίονες Ιωνικού ρυθμού. Στη στέγη κατασκευάστηκε μία βαθμιδωτή πυραμίδα με 24 σκαλοπάτια, που κατέληγε σ’ ένα πλάτωμα, επάνω στο οποίο ο Πυθέος φιλοτέχνησε ένα «τέθριππον» (δηλαδή άρμα με 4 άλογα), στο οποίο επέβαιναν τ’ αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας. Το ύψος του όλου οικοδομήματος έφθανε συνολικά στα 55 μ. Στις τρεις τεράστιες κλίμακες του βάθρου είχαν φιλοτεχνηθεί παραστάσεις από την Τιτανομαχία, την Κενταυρομαχία και την Αμαζονομαχία. Το μνημείο διακοσμήθηκε από έργα διάσημων γλυπτών, όπως του Βρύαξι, Λεωχάρη, Πραξιτέλη, Σκόπα και Τιμόθεου. Το 1200 μ. Χ. γκρεμίστηκε από σεισμό και περί το 1400 οι ιππότες της Ρόδου χρησιμοποιήσαν τις πέτρες του για να κατασκευάσουν το φρούριο του Αγίου Πέτρου στην Αλικαρνασσό (βλ. και Κων. Γεωργακόπουλου ό. π. σελ. 377).
Γ) Ο «Κολοσσός της Ρόδου» («ο του Ηλίου κολοσσός» κατά τον Στράβωνα, όπως προαναφέρθηκε). Τον κατασκεύασε ο αρχιτέκτων και γλύπτης Χάρης ο Λίνδιος, μετά την αποτυχημένη επίθεση του Δημητρίου του Πολιορκητή κατά της Ρόδου και η κατασκευή του κράτησε 12 χρόνια, ήτοι από το 292 έως το 280 π. Χ. Επρόκειτο για ένα ορειχάλκινο άγαλμα, σύνθετο έργο μηχανικής, αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, το οποίο κατά τον Στράβωνα (βλ. C’ 652) ήταν «των αναθημάτων (=καλλιτεχνημάτων) κράτιστον (των γουν επτά θεαμάτων ομολογείται (=θεωρείται)». Είχε ύψος 70 πήχεων (περίπου 33 μέτρα). Το άγαλμα στηριζόταν με τα δύο του πόδια πάνω σε τεράστιες βάσεις και στο δεξί του χέρι, υψωμένο πάνω από το κεφάλι (σε αυτό υπήρχε ακτινωτό το στέμμα του Ήλιου), κρατούσε έναν τεράστιο λύχνο-κρατήρα αναμμένο. Το άγαλμα έσπασε στα γόνατα και γκρεμίστηκε από σεισμό το 220 π. Χ. Το 654 μ. Χ., όπως αναφέρει ο Βυζαντινός χρονογράφος Κεδρηνός στην «Σύνοψιν ιστοριών», πουλήθηκε σ’ έναν Εβραίο έμπορο, ο οποίος χρησιμοποίησε 700 καμήλες για την μεταφορά του (βλ. και Κων. Γεωργακόπουλου ό.π. σελ. 436).
Δ) Ο ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο παλαιός (πρώτος) ναός κατασκευάστηκε επί Κωνσταντίνου (του λεγομένου «Μεγάλου») το 326 μ. Χ., αλλά κάηκε κατά τη στάση του Νίκα το 532. Ο Ιουστινιανός τότε κάλεσε από τις Τράλλεις τον φημισμένο μηχανικό, αρχιτέκτονα και μαθηματικό Ανθέμιο και του ανέθεσε την εκ νέου κατασκευή του ναού. Ο Ανθέμιος, αφού προσέλαβε ως συνεργάτη τον επίσης μηχανικό, αρχιτέκτονα και μαθηματικό Ισίδωρο από την Μίλητο, εκπόνησε την μακέτα και ήταν υπεύθυνος για το γενικό σχεδιασμό και την θεμελίωση του κτιρίου. Οι διαστάσεις του ναού εσωτερικά είναι: 80,90 μ. μήκος, 69,90 μ. πλάτος, ύψος (ως την κορυφή του τρούλλου) 55, 60 μ, ύψος τρούλλου 23, 80 μ. και διάμετρος τρούλλου 33 μ. Ο ναός άρχισε να κατασκευάζεται το 532 και τελείωσε το 537, μετά δε το θάνατο του Αρτέμιου, το 534, το έργο συνέχισε και τελείωσε ο Ισίδωρος. Εσωτερικά χρησιμοποιήθηκαν διάφορα είδη μαρμάρων. Ο ναός αποτελεί συνδυασμό βασιλικής με τρούλο. Το 557 μ. Χ. ο τρούλος καταστράφηκε από σεισμό και ανοικοδομήθηκε από τον αρχιτέκτονα Ισίδωρο το νεότερο, ανεψιό του προηγούμενου Ισίδωρου του πρεσβύτερου (βλ. και Κ. Γεωργακόπουλου ό. π. 56).
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι και τον περίφημο Φάρο της Αλεξάνδρειας, επίσης ένα από τα επτά θαύματα (ή «θεάματα» κατά τον Στράβωνα), τον έχτισε αρχιτέκτων-μηχανικός από τη Μ. Ασία, ο Σώστρατος από την Κνίδο το 280 π. Χ., που συνεργάστηκε με τον Δεξιφάνη, επίσης από την Κνίδο. Ωσαύτως και δεκάδες άλλα σπουδαία οικοδομήματα, είτε στην Μ. Ασία, όπως ενδεικτικά οι περίφημοι ναοί του Απόλλωνος στα Δίδυμα (κοντά στην Μίλητο) και της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής στην Μαγνησία του Μαιάνδρου, έργα του μεν πρώτου του Παιωνίου που συνεργάστηκε με τον Μιλήσιο αρχιτέκτονα Δάφνι, του δε άλλου έργο του Ερμογένη, αρχιτέκτονα από την Πριήνη (ο Ερμογένης σχεδίασε και κατασκεύασε πολλούς ναούς, όπως του Διός Σωσιπόλεως στην Μαγνησία του Μαιάνδρου, του Σετανείου Διονύσου στην Τέω, της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη-μαζί με τον Πυθέο -και του Απόλλωνος Σμινθέως στην Χρύση της Τρωάδος), είτε εκτός Μ. Ασίας, όπως ενδεικτικά, ο περίφημος «Θρόνος Απόλλωνος Καρνείου» στις Αμύκλες Λακωνίας, έργο του Βαθυκλή, αρχιτέκτονα από την Μαγνησία του Μαιάνδρου, το περίφημο «Πάνθεον» της Ρώμης, έργο του Απολλοδώρου, μεγάλου αρχιτέκτονα από την Δαμασκό (ο Απολλόδωρος σχεδίασε κι’ εκτέλεσε και άλλα πολλά έργα στη Ρώμη), κ.τ.λ. Σήμερα γίνεται απ’ όλους δεκτό ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικοί κυριαρχούσαν κατά την αρχαιότητα, ακόμη και επί της εποχής των Ρωμαίων, όλα δε τα μεγάλα έργα αυτών σχεδιάστηκαν κι’ εκτελέστηκαν από Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς. Επ’ αυτού σχετικά ο Βιτρούβιος (Ρωμαίος ιστορικός) στο βιβλίο του «Περί αρχιτεκτονικής», ενώ αναφέρει εκατοντάδες Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς, Ρωμαίο ούτε ένα, από αυτούς δε που αναφέρει, φαίνεται ότι κυρίαρχη θέση κατέχουν οι Ίωνες και γενικότερα οι Έλληνες της Μ. Ασίας. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι το «κάλλος» της αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής είναι μέχρι σήμερα αξεπέραστο, κι’ όπως φαίνεται έτσι θα παραμείνει στους αιώνες. Γι’ αυτό και η αρχαία Ελληνική Αρχιτεκτονική κυριαρχεί και στα σημερινά σπουδαιότερα οικοδομήματα, από τον Λευκό Οίκο της Αμερικής μέχρι τα Μουσεία των διάφορων χωρών (Ερμιτάζ της Ρωσίας κ.τ.λ.) και, όπως φαίνεται, η μόνη «παραφωνία» είναι το «σύγχρονο» Μουσείο της Ακρόπολης, όπου, με πρόφαση τον «Ήλιο και το φως» κυριαρχεί το «γυάλινο» στοιχείο47.
Εν πάση περιπτώσει, θα λέγαμε, εν κατακλείδι, ότι οι Ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας (όπως γενικότερα και όλες οι πόλεις του Ελληνισμού) είχαν αποδυθεί μεταξύ τους σ’ έναν άτυπο αγώνα «καλλιστείων πόλεων», τόσο σε πολεοδομικά σχέδια, όσο και σ’ έργα διακόσμησης, κάτι βέβαια που χαρακτήριζε γενικότερα τον Ελληνισμό σε όλους τους τομείς Δημιουργίας (γράμματα, τέχνες, αθλητισμός κ.τ.λ.). Έτσι η μια πόλη ήταν ομορφότερη από την άλλη, και σε αυτό πολύ μεγάλη συμβολή είχε ο «μέγιστος» Ιππόδαμος, αρχιτέκτων - πολεοδόμος από την Μίλητο (498-408 περίπου), ο οποίος επέφερε επανάσταση στον χώρο της Πολεοδομίας. Περαιτέρω στους τομείς αυτούς η Ιωνία και γενικότερα η Μ. Ασία, μέχρι και την εποχή του Περικλή, είχε τα πρωτεία στον Ελληνικό κόσμο, και βέβαια και σε όλο τον αρχαίο κόσμο.

Β. Η ποίηση στην Ιωνία
Ειδικότερα στον χώρο της ποίησης οι Αιολείς, αναμφισβήτητα, έχουν τα πρωτεία. Στην κορυφή, βέβαια, είναι ο Όμηρος48 από την Σμύρνη (πιθανότερη πατρίδα του, γιατί πολλές πόλεις «μάρναντο» = διεκδικούσαν την πατρίδα του, μεταξύ των οποίων η Χίος, η Κολοφών, η Κύμη49 κ.τ.λ.), πολλά δε λέγονταν για τους γονείς του και τους χρόνους που έζησε, η μητέρα του πάντως λεγόταν Κρηθηΐς και ήταν από τη νήσο Ίο, όπου και ο Όμηρος πέθανε, ενώ ως πιθανότερη χρονολογία γέννησής του φέρεται το δεύτερο μισό του 9ου αιώνα (κατά την Σούδα γεννήθηκε το 833 π. Χ., η ίδια δε-Σούδα- αναφέρει ότι κατά τον Πορφύριο γεννήθηκε το 908).  Μετά έρχεται ο Ησίοδος50, γιος του Δίου και της Πυκιμήδης κατά την Σούδα, που φαίνεται πως γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας, αλλά ο πατέρας του καταγόταν από την Κύμη της Αιολίδος (Κυμαίο τον φέρει η Σούδα). Και γι’ αυτόν πολλά λέγονταν για την ηλικία του (άλλοι έλεγαν ότι ήταν μεγαλύτερος του Ομήρου, κάτι που δεν προκύπτει, και άλλοι ότι ήταν σύγχρονοι-βλ. και Ηροδότου Β’ 53-μάλιστα δε πολλοί τους έφεραν και συγγενείς, ενώ κατά τον Πορφύριο ήταν 100 χρόνια μικρότερος του Ομήρου, ως γεννηθείς το 808 π. Χ.).
Πάντως ο περιηγητής Παυσανίας δεν μπόρεσε να καταλήξει πότε ακριβώς έζησαν Όμηρος και Ησίοδος (βλ. «Βοιωτικά» 30.2), ενώ κατά τον ίδιο ο Όμηρος είναι καλύτερος του Ησιόδου (ό.π.) και αμφότεροι δεν διαγωνίστηκαν στα Πύθεια (βλ. «Φωκικά» 7.2). Ίσως όμως μετά τον Όμηρο (χρονολογικά) να έρχεται ο Κρεώφυλος από την Σάμο (ή από την Χίο κατά την Σούδα), επικός ποιητής και φίλος του Ομήρου (ή και γαμβρός αυτού επί θυγατρί κατά την Σούδα), ο οποίος κατά την παράδοση, επειδή τον φιλοξένησε ο Κρεώφυλος στην Ίο, του χάρισε το επικό ποίημα «Οιχαλίας Άλωσις». Χρονικά μετά έρχεται ο Όλυμπος από την Φρυγία (δεύτερο μισό του 8ου π. Χ. αιώνα), μουσικός-αυλητής κι’ ελεγειακός ποιητής. Τον ίδιο χρόνο (ίσως και αρχαιότερος) φέρεται και ο Αρκτίνος από την Μίλητο, στον οποίο από μερικούς αποδίδεται το επικό ποίημα «Τιτανομαχία» (πολλοί αυτό το απέδιδαν στον Όμηρο μιας και ανήκει στα έργα του «Επικού Κύκλου» και άλλοι στον Εύμηλο τον Κορίνθιο). Μετά έρχονται ο Τέρπανδρος (αρχές του 7ου αιώνα), από την Λέσβο, λυρικός ποιητής, ο Αλκμάν (λίγο νεότερος του Τέρπανδρου) από την Λυδία (στην ιστορία πάντως έχει μείνει γνωστός ως Λακεδαιμόνιος), ο Αρίων (λίγο νεότερος του Αλκμάνος -και οι τρεις λυρικοί- πάντως αυτοί φέρονται ότι έδρασαν τον 7ο αιώνα). Περίπου την ίδια εποχή (δεύτερο μισό του 7ου π. Χ. αιώνα) φέρεται πως ήκμασε και ο Μίμνερμος, ελεγειακός ποιητής από την Κολοφώνα. Μετά έρχεται ο Αλκαίος, λυρικός ποιητής από την Μυτιλήνη (το πιθανότερο είναι ότι άρχισε ν’ ακμάζει περί το τελευταίο τέταρτο του 7ου αιώνα), η Σαπφώ, επίσης από την Μυτιλήνη και λυρική ποιήτρια (κατά την Σούδα γεννήθηκε το 612-609). Λυρικοί ποιητές, επίσης, υπήρξαν και τέσσερις από τους επτά Σοφούς της αρχαιότητος, ήτοι ο Πιττακός ο Μυτιληναίος (σύγχρονος περίπου με τον Αλκαίο και την Σαπφώ), ο Βίας από την Πριήνη (λίγο νεότερος), ο Κλεόβουλος από την Ρόδο (φέρεται ως τύραννος της Λίνδου γύρω στο 600) και ο «μέγιστος» Θαλής από την Μίλητο (περίπου σύγχρονος με τους προηγούμενους). Δεν πρέπει όμως να παραλείψουμε και τον Ξάνθο, τον λυρικό ποιητή από την Λυδία (ένα από τα ποιήματά του ονομαζόταν «Ορέστεια»), που, όπως φαίνεται, ήταν πολύ παλαιός (πιθανόν να ήκμασε περί τα μέσα του 7ου αιώνα), καθώς και τους επικούς ποιητές, Λέσχη από την Μυτιλήνη (φέρεται ως ο ποιητής της «Μικράς Ιλιάδος», ενώ τ’ όνομά του εμπλέκεται και στα «Κύπρια» και στην «Ιλίου πέρσιδα»), Καλλίνο από την Έφεσο, και Πολύμνηστο από την Κολοφώνα, επικό κι ελεγειακό ποιητή, που φέρεται πως έδρασαν τον 7ο αιώνα, αλλά και τον ελεγειακό Σημωνίδη από την Σάμο (άλλος ο Σιμωνίδης, ο λυρικός από την Κέα), που φαίνεται πως ήταν πρεσβύτερος από αυτούς, καθώς και τον Πύθερμο, τον επίσης ελεγειακό του 7ου αιώνα από την Τέω. Μετά έρχεται ο Ανακρέων, επίσης λυρικός ποιητής από την Τέω της Ιωνίας (φέρεται ότι γεννήθηκε περί το 572 π. Χ., ενώ το 540, λόγω της επιδρομής των Περσών υπό τον Άρπαγο, αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στα Άβδηρα της Θράκης, όπως και οι υπόλοιποι συμπολίτες του).
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι στον «Κανόνα» με τους εννέα κορυφαίους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητος, που συνέταξαν οι Αλεξανδρινοί γραμματικοί, περιλαμβάνονταν και οι Αλκμάν, Αλκαίος, Σαπφώ και Ανακρέων από την Μ. Ασία, με τους δύο πρώτους να βρίσκονται στην πρώτη και δεύτερη θέση αντίστοιχα (οι άλλοι 5 ήταν οι Πίνδαρος, Ίβυκος, Σιμωνίδης, Στησίχορος, Βακχυλίδης).
Αλλά ο κατάλογος με τους ποιητές από την Μ. Ασία δεν έχει τέλος. Γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι, εκ των πραγμάτων, να σταματήσουμε εδώ, μιας και οι επόμενοι ποιητές (Άσιος από την Σάμο, Ιππώναξ και Ανάνιος από την Έφεσο, Κλεοβουλίνη από Ρόδο-κόρη του Κλεόβουλου, Φωκυλίδης από την Μίλητο, Πίγρης51 από την Αλικαρνασσό κ.τ.λ.) ανέρχονται σε δεκάδες.
Σε ακόμη μεγαλύτερο βέβαια αριθμό (εκατοντάδες) ανέρχονται οι «επιστήμονες» Μικρασιάτες των διαφόρων ειδικοτήτων, ήτοι αστρονόμοι (με κορυφαίο-ίσως μέχρι και σήμερα- τον Αρίσταρχο από την Σάμο), φυσικοί, μαθηματικοί (οι περισσότεροι από αυτούς κατείχαν και τις τρεις-ή τις δύο- ειδικότητες, ή ήταν και φιλόσοφοι, όπως η «Αγία Τετράς» της Μιλήτου- δηλαδή Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης και Αναξαγόρας, ο Πυθαγόρας από την Σάμο, ο Λεύκιππος, κατά πάσα πιθανότητα Μιλήσιος και αυτός, ο Εύδοξος ο Κνίδιος, ο Ιπποκράτης και ο Οινοπίδης από την Χίο, ο Άρατος ο Σολεύς, ο Αέτιος από την Αντιόχεια κ.τ.λ.), γεωγράφοι (οι «γνωστοί» Παυσανίας και Στράβων από την Μαγνησία την Σιπύλου και την Αμάσεια αντίστοιχα, ο «γνωστότατος» επίσης Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό, ο Πολέμων από την Τρωάδα, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο Εκαταίος ο Μιλήσιος κ.τ.λ.- πολλοί δε από αυτούς ήταν και ιστοριογράφοι, όπως ο μεγάλος Ηρόδοτος, ο Εκαταίος κ.τ.λ. ή και περιηγητές χαρτογράφοι κ.τ.λ.), ιατροί και φαρμακοποιοί (στον τομέα αυτό η υπεροχή των Ιώνων και γενικά των Μικρασιατών είναι συντριπτική, αφού υπάρχουν ο «μέγιστος» Ιπποκράτης από την Κω, και οι μεγάλοι Γαληνός από την Πέργαμο- γιος του γεωμέτρη, αστρονόμου κ.τ.λ. Νίκωνος- Ασκληπιάδης ο «Φαρμακίων» από την Βιθυνία, ο Διοσκορίδης από την Ανάβαρζα της Κιλικίας κ.τ.λ.), καθώς και πολλοί άλλοι λόγιοι και διαφόρων ειδικοτήτων52.

Γ. Η Φιλοσοφία στην Ιωνία
Εμείς πάντως εδώ, είμαστε, εκ των πραγμάτων, αναγκασμένοι να περιοριστούμε και να «σκιαγραφήσουμε53», μόνον την «Αγία Τετράδα» της Μιλήτου, προς την οποία «σύμπασα» η ανθρωπότητα χρεωστεί μεγάλη «ευγνωμοσύνη», καθόσον μαζί με την υπόλοιπη «Αγία Τριάδα» των Ελλήνων (δηλαδή Σωκράτη, Πλάτωνα και Αριστοτέλη) έθεσαν τα «ΠΑΝΤΑ» θεμέλια του Παγκόσμιου πολιτισμού.
Η Μίλητος, η μητρόπολη του Ελληνισμού της Ιωνίας, από τα μέσα του 7ου π. Χ. αιώνος υπήρξε ένα αρκετά εύρωστο οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο. Όπως είδαμε, οι περισσότερες νέες αποικίες προς τον Εύξεινο Πόντο (και όχι μόνο) ήταν της Μιλήτου. Έτσι δεν ξενίζει το γεγονός ότι το εμπόριό της κυριαρχούσε (ιδίως στο Αιγαίο , στην Ανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο), και συναγωνιζόταν εκείνο της Κορίνθου στην ηπειρωτική Ελλάδα (η Κόρινθος στη θάλασσα δραστηριοποιούνταν κυρίως προς την Δυτική Μεσόγειο). Η εύρωστη οικονομία της βοήθησε, ώστε ν’ ανθίσει στις τάξεις της η αγάπη για την γνώση και την έρευνα, κι’ εκεί πρωτοεμφανίστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας η Επιστήμη και η Φιλοσοφία.
Ιδρυτές και πρώτοι εκπρόσωποι της Φιλοσοφίας υπήρξαν οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι, Θαλής, Αναξίμανδρος και Αναξιμένης54. Η «Τριάδα» αυτή (με πρώτο βέβαια τον Θαλή) έκανε την «Επανάσταση των Αιώνων» μέχρι σήμερα, που έμελλε ν’ αλλάξει την μοίρα των ανθρώπων «μια για πάντα». Συγκεκριμένα τα «φωτισμένα και ανυπότακτα» αυτά μυαλά, κόντρα στο «κατεστημένο και στο Ιερατείο», και με κίνδυνο φυσικά της ζωής τους, έκοψαν τον «ομφάλιο» λώρο που συνέδεε55 την θρησκεία και τους «θεούς» με την ζωή και την Φύση, και για πρώτη φορά προσπάθησαν να εξηγήσουν την προέλευση του Κόσμου και της Ζωής, καθώς και τα διάφορα Φυσικά Φαινόμενα, βάσει των Νόμων της Φύσεως, της Γνώσεως και του Νου των ανθρώπων, ο οποίος κι’ έκτοτε διαχρονικά έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο πραγματικός «θεός» του Σύμπαντος, κάτι βέβαια που δεν πρέπει να μας ξενίζει, αν ληφθεί υπόψη το τι πέτυχε η Ανθρωπότητα μέσα στα 2.600 αυτά χρόνια, που χωρίζουν το σήμερα από την εποχή που έζησαν οι Επαναστάτες αυτοί Έλληνες.
Οι πρωτοπόροι αυτοί Ίωνες ονομάστηκαν αργότερα φυσικοί, γιατί ασχολήθηκαν με την ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και τις φυσικές διαδικασίες των πραγμάτων, και γενικά με την Κοσμογονία (=την γένεση του Κόσμου) και τα διάφορα επιστημονικά προβλήματα που συνδέονται με αυτή, ήτοι αστρονομίας, μετεωρολογίας, βιολογίας, φυσιολογίας και ανθρωπολογίας.

Ας τους γνωρίσουμε όμως κάπως καλύτερα:
1. Θαλής. Καταγόταν από την Μίλητο και ήταν γιος του Εξαμύα και της Κλεοβουλίνης. Φέρεται ότι γεννήθηκε κατά το πρώτο έτος της 35ης Ολυμπιάδος, δηλαδή το 640 π. Χ. και ότι πέθανε κατά την 58η Ολυμπιάδα (548-5), σε ηλικία 78 ετών, ενώ κατά τον Σωσικράτη πέθανε σε ηλικία 90 ετών (βλ. ενδεικτικά Διογένη Λαέρτιου Α’ 22 και 37-38, Σούδα κ.τ.λ.). Επίσης, φέρεται ότι πέθανε, ενώ παρακολουθούσε αθλητικούς αγώνες (κατά μία παράδοση στην Τένεδο), από την ζέστη, τη δίψα και την αδυναμία (Διογ. Λαέρτιου Α’ 39, Σούδα). Θεωρείται ο θεμελιωτής και ιδρυτής της φυσικής φιλοσοφίας και γενικά της φιλοσοφίας (βλ. Αριστοτέλη «Μετά τα φυσικά» Α.3. 983b.6). Κατά τον Πλούταρχο (βλ. «Ηθικά – Περί των αρεσκόντων φιλοσόφοις» 875Ε) «Δοκεί δε (=θεωρείται πως) ο ανήρ ούτος (Θαλής) άρξαι της φιλοσοφίας και απ’ αυτού η Ιωνική αίρεσις (=σχολή) προσηγορεύθη (=πήρε τ’ όνομά της). Εγένοντο γαρ πλείσται διαδοχαί (=διαδοχικά είδη) φιλοσοφίας». Κατά τον Διογένη Λαέρτιο όμως (βλ. «προοίμιον» 13) «δύο είναι οι αφετηρίες της φιλοσοφίας, μία από τον Αναξίμανδρο και η άλλη από τον Πυθαγόρα. Ο Αναξίμανδρος υπήρξε μαθητής του Θαλή και ο Πυθαγόρας του Φερεκύδη από την Σύρο. Η φιλοσοφία που ξεκίνησε από τον Αναξίμανδρο ονομάστηκε Ιωνική, επειδή ο Θαλής, ο δάσκαλος του Αναξίμανδρου, ήταν Ίωνας, εφόσον καταγόταν από την Μίλητο. Η φιλοσοφία που ξεκίνησε από τον Πυθαγόρα ονομάστηκε Ιταλική, επειδή ο Πυθαγόρας στην Ιταλία56 κυρίως άσκησε τη φιλοσοφία».                                                                                             Ήταν ένας από τους Επτά Σοφούς, όπως λέει και ο Πλάτων (βλ. «Πρωταγόρας» 343 α) και ονομάστηκε αυτός «πρώτος σοφός», όταν ήταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ο Δαμάσιος (δηλαδή το 582/1), που στην εποχή του πήραν τ’ όνομά τους και οι Επτά Σοφοί, όπως αναφέρει ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στο έργο του «Αρχόντων αναγραφή» (βλ. Διογ. Λαέρτιου Α’. 22).
Φαίνεται πως ήταν ευκατάστατος οικονομικά, και άλλωστε κατά την παράδοση από την εκμίσθωση κάποιων ελαιοτριβείων στην Μίλητο και στη Χίο αποκόμισε πολλά χρήματα. Σχετικά με την ιδιωτική του ζωή, άλλοι αρχαίοι συγγραφείς υποστηρίζουν πως έμεινε άγαμος, και άλλοι πως παντρεύτηκε κι΄ απέκτησε έναν γιο, τον Κύβισθο, κι’ άλλοι πως ο Κύβισθος ήταν υιοθετημένος γιος της αδελφής του.
Κατά ορισμένους δεν έγραψε τίποτα, γιατί το έργο «Ναυτική αστρολογία», που αποδίδεται σε αυτόν, το έγραψε ο Φώκος από την Σάμο. Κατά την Σούδα πάντως έγραψε «Περί μετεώρων», «Περί ισημερίας» και «άλλα πολλά». Θεωρείται πως «πρώτος» αυτός μελέτησε «επιστημονικά» τ’ άστρα και πρόβλεψε τις εκλείψεις του ήλιου και τα ηλιοστάσια. Μάλιστα πρόβλεψε με ακρίβεια την έκλειψη ηλίου που έγινε στις 28 Μαΐου του 585 π. Χ57. Επίσης πρώτος αυτός, όπως λένε μερικοί, ασχολήθηκε «περί φύσεως» και πρώτος όρισε τους μήνες (σεληνιακούς) σε τριάντα ημέρες. Ωσαύτως κάποιοι λένε πως πρώτος αυτός είπε ότι οι ψυχές58 είναι αθάνατες, κατά δε τον Αριστοτέλη και τον Ιππία59 ο Θαλής πρώτος υποστήριξε ότι και τ’ άψυχα έχουν ψυχή, συμπεραίνοντας αυτό από τους φυσικούς μαγνήτες και το ήλεκτρο (βλ. Διογένη Λαέρτιου Α. 24). Ο Θαλής «αρχήν60 των πάντων» θεώρησε «το ύδωρ61». Επίσης ο Θαλής, που πρώτος ερεύνησε αυτά τα πράγματα, είπε πως η αρχή των πραγμάτων είναι το νερό, πως ο νους του κόσμου είναι ο θεός, πως το σύμπαν είναι έμψυχον και πλήρες δαιμόνων62, και πως το πρώτο στοιχείο, το υγρόν, το διαπερνάει και το κινεί κάποια θεία δύναμις» (βλ. Αέτιου Ι7.11, Κικέρονος ‘’d. deot. h” I 10, 25).
Λέγεται ότι ο Θαλής εφεύρε τις εποχές του χρόνου και πως τον διαίρεσε σε 365 ημέρες (βλ. Διογένη Λαερτίου Α’ 27). Επίσης λέγεται ότι πρώτος αυτός μέτρησε το ύψος των πυραμίδων στην Αίγυπτο από την σκιά τους, παρατηρώντας πότε η δική μας σκιά είναι ίση με το ύψος μας63 (Διογένη Λαέρτιου ό. π.). Ο Διογένης Λαέρτιος αφιερώνει μεγάλο μέρος του κειμένου του για τον Θαλή στον πολυθρύλητο «τρίποδα» από την Μίλητο, λέγοντας μάλιστα πως σε αυτόν έδωσαν τον τρίποδα, ως «σοφώτατον» πάντων (βλ. Α’. 32). Λέγεται πως ο Θαλής ευγνωμονούσε την Τύχην για τρία πράγματα, ήτοι: «πρώτον μεν ότι άνθρωπος εγενόμην και ου θηρίον, είτα ότι ανήρ και ου γυνή και τρίτον ότι Έλλην και ου βάρβαρος» (Διογένη Λαέρτιου Α’ 33)64.
Πολλά είναι τα «αποφθέγματα» που του αποδίδονται. Όπως φαίνεται, δικό του πρέπει να είναι το γνωμικό «Γνώθι σ’ αυτόν» και όχι του Χίλωνος (βλ. Διογένη Λαέρτιου Α’ 40, Σούδα), ίσως δε και το «εγγύα, πάρα δ’ άτα (=εγγυήσου και θα πληρώσεις) και το «μηδέν άγαν65» (=μην κάνεις τίποτα το υπερβολικό), για τα οποία λένε πως τα ιδιοποιήθηκε ο Χίλων από τον Θαλή (Σούδα ό. π.). Στο μνήμα του υπήρχε το εξής επίγραμμα: «Αυτό το μνήμα του «πολυφρόντιστου» Θαλή είναι «ολίγον», αλλά το «κλέος ουρανόμα(η)κες».
2. Αναξίμανδρος. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (βλ. Β’ 1-2) «ο Αναξίμανδρος ήταν γιος του Πραξιάδη, Μιλήσιος. Ούτος έφασκεν αρχήν και στοιχείον το άπειρον, ου διορίζων (=χωρίς να προσδιορίζει) αέρα ή ύδωρ ή άλλο τι. Έλεγε ότι τα μέρη μεταβάλλονται, το δε παν (=το σύμπαν) αμετάβλητον είναι. Και ότι η γη βρίσκεται στο μέσον, κατέχοντας την θέση του κέντρου, καθώς είναι σφαιροειδής (η σελήνη είναι ετερόφωτη και φωτίζεται από τον ήλιο………). Εύρεν δε και γνώμονα66 πρώτος και έστησεν επί των σκιοθήρων67 εν Λακεδαίμονι, καθά φησί Φαβωρίνος68 εν «Παντοδαπή ιστορία», τροπάς τε και ισημερίας σημαίνοντα και ωροσκοπεία69 κατεσκεύασε. Και γης και θαλάσσης περίμετρον πρώτος έγραψεν, αλλά και σφαίραν κατεσκεύασε.
Είχε συγκεντρώσει τις απόψεις του σ’ ένα περιληπτικό έργο που τυχαία έπεσε στα χέρια του Απολλοδώρου70 του Αθηναίου. Αυτός λέει στα «Χρονικά» του ότι κατά το δεύτερο έτος της 58ης Ολυμπιάδος (=547/6 π. Χ.) ο Αναξίμανδρος ήταν 64 ετών και ότι μετά από λίγο πέθανε (έχοντας φθάσει στην ακμή του την εποχή που ήταν τύραννος στην Σάμο ο Πολυκράτης)71………..»72. Επίσης κατά την Σούδα: «Αναξίμανδρος Πραξιάδου Μιλήσιος φιλόσοφος συγγενής και μαθητής και διάδοχος Θάλητος. Πρώτος δε ισημερίαν εύρε και τροπάς και ωρολογεία, και την γην εν μεσαιτάτω κείσθαι. Γνώμονά τε εισήγαγε και όλως γεωμετρίας υποτύπωσιν έδειξεν (=και γενικά έκανε γνωστές τις βασικές αρχές της γεωμετρίας). Έγραψε «Περί φύσεως», «Γης περίοδον» και «Περί των απλανών» και «Σφαίραν» και άλλα τινά».
Στον τομέα της Γεωγραφίας ο Αναξίμανδρος θεωρείται ο πρώτος που τόλμησε να συντάξει και να δημοσιεύσει τον πρώτο οικουμενικό χάρτη, τον οποίο αργότερα βελτίωσε ο Εκαταίος ο Μιλήσιος73 (περίπου 560-480), μαθητής του Αναξίμανδρου, που θεωρείται ο πατέρας της Γεωγραφίας. Ο Αναξίμανδρος μίλησε για πολλά. Για ένα από αυτά είπε ότι «τα ζώα δημιουργήθηκαν από το υγρό στοιχείο, που εξατμίστηκε από τον ήλιο. Όσο για τον άνθρωπο, αρχικά έμοιαζε μ’ έναν άλλο οργανισμό, τουτέστιν με ιχθύν» (βλ. Ιππόλυτου «Αιρ. Έλεγχοι» Ι. 6.6). Το «άπειρον» του Αναξίμανδρου, που γεννά και «άπειρους κόσμους», οφείλεται στην «αιώνια κίνηση» (Ιππόλυτου ό. π. Ι. 6.2.). Κατά τον Θεόφραστο ο Αναξίμανδρος υποστήριζε πως οι αρχές του κόσμου είναι δύο, το «άπειρον» και ο «Νους74» (βλ. Σιμπλίκιου «Φυσικά» 154.14). Τέλος, ο Αναξίμανδρος φέρεται πως ήταν επικεφαλής των Μιλησίων κατά την ίδρυση της αποικίας τους Απολλωνία στον Εύξεινο Πόντο (βλ. «Ποικίλη Ιστορία» 3.17).
3. Αναξιμένης. Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (βλ. Β’ 3) «Αναξιμένης Ευρυστράτου, Μιλήσιος, ήκουσεν Αναξιμάνδρου, ένιοι δε φασίν και Παρμενίδου ακούσαι αυτόν. Ούτος αρχήν αέρα είπεν και το άπειρον. Κινείσθαι δε τα άστρα ουχ υπό γην, αλλά περί γην. Κέχρηται τε λέξει ιάδι απλήι και απερίττωι (=χρησιμοποίησε Ιωνική διάλεκτο, απλή και απέριττη). Γεγένηται (=υπήρχε) μεν, καθά φησίν Απολλόδωρος, περί την Σάρδεων άλωσιν75. Ετελεύτησε δε τη εξηκοστή Τρίτη Ολυμπιάδι76».
Κατά την Σούδα: «Αναξιμένης Ευρυστράτου Μιλήσιος φιλόσοφος, μαθητής και διάδοχος Αναξιμάνδρου του Μιλησίου, οι δε και Παρμενίδου έφασαν. Γέγονεν (εν τη νε Ολυμπιάδι) εν τη Σάρδεων αλώσει (=έδρασε μεταξύ της 55ης Ολυμπιάδος και της εποχής που αλώθηκαν οι Σάρδεις), ότε Κύρος ο Πέρσης Κροίσον καθείλεν (=νίκησε)».
Πολλοί μίλησαν για τον Αναξιμένη, όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος (ο μεγάλος Βοιωτός λόγιος ενδεικτικά στο έργο του «Ηθικά-Περί των αρεσκόντων φιλοσόφοις……….» αναφέρει 9 φορές τον Αναξιμένη, 13 τον Αναξίμανδρο και 16 τον Θαλή και τον Αναξαγόρα), ο Σιμπλίκιος, ο Αέτιος, ο Ευσέβιος, ο Σέξτος Εμπειρικός, ο Ολυμπιόδωρος κ.τ.λ.
Ο Κικέρων (βλ. «Acad.» ΙΙ 37.118) αναφέρει: Μετά από τον Αναξίμανδρο ο μαθητής του Αναξιμένης είπε ότι ο αέρας είναι άπειρος, αλλά τα δημιουργήματά του πεπερασμένα: από αυτόν γεννιούνται η γη, το νερό, η φωτιά και μετά, από αυτά, όλα».
Επίσης και ο Αυγουστίνος («C. D» VIII.2) «Ο Αναξίμανδρος άφησε στη θέση του, μαθητή και διάδοχό του, τον Αναξιμένη, που απέδιδε τις αιτίες όλων των πραγμάτων στον άπειρο αέρα, χωρίς ν’ αρνείται τους θεούς ή να αποσιωπά την ύπαρξή τους. όμως δεν πίστευε ότι ο αέρας έγινε από αυτούς, αλλά ότι αυτοί οι ίδιοι έγιναν από τον αέρα».

Στη μεγάλη αυτή «Τριάδα» των φιλοσόφων θα προσθέταμε και τον Αναξαγόρα, για τον οποίο εμείς, προσωπικά, πιστεύουμε πως έπαιξε σημαντικό και πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξη της Φιλοσοφίας και του Πολιτισμού γενικότερα, καθόσον σε αυτόν οφείλεται κυρίως η μεταφορά της φιλοσοφίας από την Ιωνία στην Αθήνα, και από εκεί στον Κόσμο όλο. Ας ειδούμε, λοιπόν, εν περιλήψει το βιογραφικό του.  
Αναξαγόρας: Κατά τον Διογένη Λαέρτιο (βλ. Β’ 6-15) «Ο Αναξαγόρας ήταν γιος του Ηγισίβουλου ή του Εύβουλου και καταγόταν από τις Κλαζομενές. Υπήρξε μαθητής του Αναξιμένη77 και ήταν ο πρώτος που τοποθέτησε το Νου υπεράνω της ύλης. Το σύγγραμμά του, που διακρινόταν για την χάρη και το μεγαλείο του, άρχιζε έτσι: «πάντα χρήματα ήν ομού, είτα Νους ελθών αυτά διεκόσμησεν». Γι’ αυτό πήρε την προσωνυμία «Νους»…..…….
Λένε πως την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη ήταν 20 ετών και πως έζησε 72 έτη. Ο Απολλόδωρος στα «Χρονικά» του αναφέρει ότι ο Αναξαγόρας γεννήθηκε κατά την 70η Ολυμπιάδα (500-497 π. Χ.) και πέθανε τον πρώτο χρόνο της 88ης  (428). Άρχισε ν’ ασχολείται με την φιλοσοφία στην Αθήνα επί άρχοντος Καλλιάδου78, όταν ήταν 20 ετών, όπως λέει ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στην «Αναγραφή των αρχόντων». Ο Αναξαγόρας υποστήριζε πως ο ήλιος «είναι διάπυρος μύδρος», ……….., ως αρχές δε θεωρούσε «τας ομοιομερείας»…………. Αρχή της κίνησης θεωρούσε το Νου………. Λένε πως ο Αναξαγόρας πρόβλεψε την πτώση μετεωρόλιθου, που έγινε κοντά στους Αιγός Ποταμούς79, για τον οποίο είπε ότι θα πέσει από τον Ήλιο. Πρώτος ο Αναξαγόρας εξέδωσε βιβλίο με διαγράμματα…………….. Σχετικά με την δίκη του λέγονται διάφορα80……».
Όπως φαίνεται, οι αντίπαλοι του Περικλή, μη μπορώντας να κατηγορήσουν τον ίδιο τον Περικλή, κατηγορούσαν τους φίλους και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του μεγάλου Έλληνα πολιτικού. Στα πλαίσια αυτά κατηγορήθηκε και ο Αναξαγόρας, ο οποίος συνδεόταν με τον Περικλή με μεγάλη φιλία81. Όπως επίσης φαίνεται, πρέπει να κατηγορήθηκε γι’ ασέβεια, επειδή είπε πως «ο ήλιος είναι διάπυρος μύδρος (λίθος)», αλλά και για «μηδισμό82». Προς τούτο συνελήφθηκε για να εισαχθεί σε δίκη. Ο Περικλής όμως, ο οποίος «συγχρόνως» υπερασπιζόταν και την Ασπασία, την οποία και μόλις κατόρθωσε ν’ αθωώσει83, φοβήθηκε για τον Αναξαγόρα και τον «εξέπεμψε» (δηλαδή τον φυγάδευσε) από την πόλη, προπέμποντάς τον μάλιστα ο ίδιος (βλ. Πλουτάρχου «Περικλής» 32). Φεύγοντας ο Αναξαγόρας πήγε στην Λάμψακο, όπου και πέθανε (κατά την πιθανότερη εκδοχή αυτοκτόνησε, είτε γιατί έχασε το δύο του παιδιά, είτε και γιατί έμαθε στο μεταξύ και την καταδίκη του σε θάνατο, ερήμην, στην Αθήνα).
Για μένα ο Αναξαγόρας πρόσφερε τεράστιες υπηρεσίες στα γράμματα και στην ανθρωπότητα εν γένει, όχι τόσο με τις φιλοσοφικές του απόψεις, όσο γιατί ήταν ο πρώτος που εισήγαγε πραγματικά την φιλοσοφία στην Αθήνα (μάλλον δε και την Δημοκρατία, όπως θα λεχθεί παρακάτω στο οικείο Κεφάλαιο), και με την φιλία του με τον Περικλή βοήθησε ώστε αυτή να στερεωθεί και να «μεγαλουργήσει». Στην προσπάθειά του αυτή βοηθήθηκε πολύ από τον Αρχέλαο και την Ασπασία.
Ο Αρχέλαος (περίπου 480-410 π.Χ.), λοιπόν, ήταν γιος του Απολλοδώρου (ή του Μίδωνος κατ’ ορισμένους) από την Μίλητο. Υπήρξε μαθητής του Αναξαγόρα, στενός φίλος και δάσκαλος του Σωκράτη84, καθώς και δάσκαλος, μάλλον, του Ευριπίδη. Ως φιλόσοφος υποστήριζε τις απόψεις του δασκάλου του, αλλά και των προκατόχων Αναξίμανδρου και Αναξιμένη (δηλαδή για άπειρον, Νουν, αέναη κίνηση κ.τ.λ.), αλλά σε αυτά πρόσθεσε και πολλά δικά του (βλ. Ιππόλυτου «Αιρέσεων έλεγχος» Ι. 9). Μεταξύ αυτών που πρόσθεσε ήταν και ότι «εκ γης τα πάντα γεγενήσθαι, αύτη γαρ αρχή των όλων εστίν» (βλ. Επιφάνειου «Κατά αιρέσεων» 3.2,9). Ο Αρχέλαος δεν ήταν μόνο φυσικός φιλόσοφος, αλλά είχε ασχοληθεί και με την ηθική φιλοσοφία, την οποία βέβαια ο μαθητής του Σωκράτης ανέπτυξε και καθιέρωσε. Ο «αφανής» Αρχέλαος υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα και βοήθησε σημαντικά στην εισαγωγή της φιλοσοφίας στην Αθήνα, σε σημείο τέτοιο μάλιστα, ώστε ο Διογένης Λαέρτιος (βλ. Β’ 16) ν’ αναφέρει ότι «ούτος πρώτος εκ της Ιωνίας την φυσικήν φιλοσοφίαν μετήγαγεν Αθήναζε», κάτι λανθασμένο βέβαια, αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό το «προνόμιον» ανήκει στον Αναξαγόρα. Ως προς την ηθική όμως φιλοσοφία, η αλήθεια είναι ότι αυτός πρέπει να την εισήγαγε στην Αθήνα, και όχι μόνον αυτό, αλλά στην πραγματικότητα αυτός πρέπει να θεωρείται πατέρας της και όχι ο Σωκράτης, όπως έχει επικρατήσει. Ως ηθικός φιλόσοφος ο Αρχέλαος υποστήριζε ότι «το δίκαιον και αισχρόν ου φύσει είναι, αλλά νόμω» (βλ. Σούδα), αρκεί η άποψη αυτή να μην διαστραφεί και θεωρηθεί πως «γέρνει» προς το φυσικό δίκαιο του ισχυρού, όπως έγινε και με τους σοφιστές.
Επίσης η Ασπασία δεν ήταν «όποια κι’ όποια», και αδικείται κατάφωρα από την γενική εντύπωση που έχει «επικρατήσει» για το πρόσωπό της. Ήταν κόρη του Αξιόχου και καταγόταν από την Μίλητο. Ήταν πολυμαθής και προσωπικά πιστεύουμε, πως υπήρξε, όχι μόνο σπουδαία ρήτωρ, αλλά και φιλόσοφος. Μάλιστα υπάρχει μαρτυρία από τον Πλάτωνα (βλ. «Μενέξενος» 233 ε και 236 α-β), όπου ο Πλάτων, δια στόματος Σωκράτη, αναφέρει, αφενός ότι η Ασπασία υπήρξε δασκάλα του Περικλή και του Σωκράτη στη ρητορική, κι’ αφετέρου ότι οι λόγοι του Περικλή προς τους Αθηναίους (και ιδίως ο «Επιτάφιος») ήταν έργο κυρίως της Ασπασίας. Ο Περικλής (αλλά και η Ελλάδα και η ανθρωπότητα όλη) είχε την τύχη να έχει δύο πολύ μεγάλους δασκάλους, τον Αναξαγόρα και την Ασπασία, από την Μίλητο και οι δύο, δεν αποκλείω δε καθόλου να είχε παρακολουθήσει μαθήματα και του Αρχελάου, ο οποίος ίσως είχε ακολουθήσει μαζί με τον φίλο του Σωκράτη τον Περικλή στην μεγάλη εκστρατεία αυτού εναντίον της Σάμου το 441 (πρβλ. Διογ. Λαέρτιου Β’ 23). Η Ασπασία, ως «γνωστόν», συνδέθηκε στενά κι’ ερωτικά με τον Περικλή, τον οποίο και κάποια στιγμή «παντρεύτηκε», και από τον οποίο απέκτησε τον Περικλή το νεότερο, που έλαβε μέρος ως στρατηγός των Αθηναίων στην περιφανή νίκη αυτών προς τους Λακεδαιμονίους στη ναυμαχία των Αργινουσών του 406, αλλά οι Αθηναίοι, κατόπιν, με μία πρωτοφανή μέχρι σήμερα απόφαση, καταδίκασαν αυτόν και τους συστρατήγους του σε θάνατο, με το σκεπτικό πως δεν περισυνέλεξαν τους νεκρούς τους από την θάλασσα. Αυτή λοιπόν η άλλη «Αγία Τριάδα» της Ιωνίας (δηλαδή Αναξαγόρας, Αρχέλαος και Ασπασία, με «Πατριάρχη» βέβαια τον πρώτο) έφερε την φιλοσοφία από την Ιωνία στην Αθήνα, και συνέβαλε αποφασιστικά, μαζί με την προσωπικότητα βέβαια του Περικλή, στο να δημιουργηθεί ο «χρυσούς αιών», όχι του Περικλή, όπως κοινώς λέγεται, αλλά της Αθήνας, της Ελλάδος και της Ανθρωπότητος όλης.
Προσωπικά πιστεύουμε, ότι, αν τα τέσσερα αυτά σπουδαία πρόσωπα του Ελληνισμού, δηλαδή Αναξαγόρας, Αρχέλαος, Ασπασία και Περικλής, δεν συνέπιπταν στην Αθήνα τότε (δηλαδή στα μέσα του 5ου αιώνα), δεν θα υπήρχε «χρυσούς αιών», επέκεινα δε ούτε Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης κ.τ.λ., είναι δε και άγνωστο ποιο δρόμο θ’ ακολουθούσε έκτοτε η φιλοσοφία και γενικά ο τομέας των γραμμάτων και της γνώσης, επέκεινα δε επίσης άγνωστη και η πορεία του Ελληνισμού και της Ανθρωπότητος εν γένει.

Η Δημοκρατία στην Ιωνία.
Αλλά, όπως φαίνεται, η «Αγία Τριάδα» αυτή85 δεν έφερε στην Αθήνα μόνον την Φιλοσοφία, αλλά και την Δημοκρατία86, μάλλον το μεγαλύτερο «αγαθόν» για την Ανθρωπότητα. Ειδικότερα, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει σήμερα το σύνολο του Κόσμου, το πολίτευμα της Δημοκρατίας εφαρμόστηκε το «πρώτον» και πραγματικά στις πόλεις της Ιωνίας,87 και αυτό από ένα «παράδοξο» της ζωής. Οι Πέρσες, μετά την καταστολή (με προδοσία) της Ιωνικής Επανάστασης και την καταστροφή της Μιλήτου το 494, απογοητευθέντες από τους τυράννους (ιδία δε τον Αρισταγόρα και τον Ιστιαίο), που είχαν επιβάλει μέχρι τότε στους Ίωνες, εγκατέστησαν το 492 με τον Μαρδόνιο «δημοκρατία» στις πόλεις της Ιωνίας (βλ. Ηροδότου ΣΤ’ 43). Σχετικά με το θέμα αυτό ο Διόδωρος (βλ. 10.25) αναφέρει ότι η εγκατάσταση δημοκρατικών πολιτευμάτων στους Ίωνες έγινε από τον Αρταφέρνη (και όχι τον Μαρδόνιο), και μάλιστα μετά από συμβουλή του Εκαταίου του Μιλησίου, ο οποίος είχε σταλεί από τους Ίωνες ως πρεσβευτής, κατά τις σχετικές διαβουλεύσεις που έγιναν με τους Πέρσες μετά την ήττα των Ιώνων και την καταστροφή της Μιλήτου. Μάλιστα εδώ ο Διόδωρος αναφέρει και κάτι που πρέπει να είναι πολύ σημαντικό. Ειδικότερα λέει ότι «αποδεξάμενος το ρηθέν (δηλαδή την συμβουλή του Εκαταίου) ο Αρταφέρνης απέδωκε τους νόμους ταις πόλεσι και τακτούς φόρους κατά δύναμιν επέταξεν», αφήνοντας σε κάποιον να υπονοήσει με την φράση «απέδωκε τους νόμους», ακόμη και ότι πριν την επιβολή των τυραννιών στις Ιωνικές πόλεις (οι τυραννίες επιβλήθηκαν από τους Πέρσες περί το 540 π.Χ.), οι πόλεις της Ιωνίας δημοκρατούντο. Εν πάση περιπτώσει αυτό το «αγαθόν» μετέφερε στην Αθήνα η παραπάνω «Ομάδα» της Ιωνίας, και μέσω του Εφιάλτη και του Περικλή βοήθησε να εγκατασταθεί και «ν’ ανθίσει» στην πόλη αυτή. Δυστυχώς, όμως, ήρθε αργότερα ο Πελοποννησιακός πόλεμος88 και τα «γκρέμισε» όλα.
Αθάνατη Ιωνία θα ζεις «εις τον αιώνα τον άπαντα», κι’ ας είσαι «σκλαβωμένη». Οι πάντες σ’ ευγνωμονούν, είτε φανερά είτε όχι. Εμείς οι Νεοέλληνες, «μηδαμινοί» μπροστά στο μεγαλείο σου, εκτός από την ευγνωμοσύνη και τον θαυμασμό μας, δεν κρύβουμε και την μεγάλη υπερηφάνεια που μας διακατέχει, αλλά και το «δέος» και το βάρος του χρέους να είμαστε απόγονοί σου. Η παρακαταθήκη που άφησες σε μας και στην Ανθρωπότητα όλη, φυσικά και δεν μπορεί να περιγραφεί. Είναι καιρός νομίζω η Ελληνική Πολιτεία να εκπληρώσει το μεγάλο χρέος της και να φτιάξει, τιμής ένεκεν, έναν «ιερό» χώρο, στον οποίο θα τοποθετήσει τ’ αγάλματα όλων των μεγάλων ανδρών (και γυναικών) που έβγαλες, αλλά και όλων γενικά των μεγάλων προσωπικοτήτων του αρχαίου Ελληνισμού, οι οποίοι, δεν ωφέλησαν μόνον την Ελλάδα, αλλά και την Οικουμένη.
Προς τιμήν σου Ιωνία έγραψα αυτό το «ταπεινό» ποίημα, για να εκφράσω «έμμετρα» από την πλευρά μου αυτό το προσωπικό χρέος απέναντί σου.


Έχει ως εξής:
Ιωνία, πατρίδα μου.

Ιώνια Διογέννητη
Στέγη όλου του κόσμου
Χρυσίδα ηλιοκέντυτη
Άστρο του ίσιου δρόμου.
---
Μήτρα του Φιλοσοφισμού
Μούσα της Οικουμένης
Κολόνα του Ελληνισμού
ξενήτρα της Ελένης.
---
Ες τα νησιά ‘χες γέφυρες
με ποίματα σιαγμένες,
και σκάλες πάνυ στέερες
απ’ Όμηρο ριγμένες.
---
Πρώτη η Ίμβρος αντικρύ
εσχάτη η Μεγίστη89
όλες μαζί ένα σμαρί
με Λέσβο την «αρίστη».
---
Ο Γρανικός είν’ Αξιός
ο Κάϊκος Αλιάκμων
ο Κάϋστρος κι’ ο Πακτωλός
φλέβες των δύο άκρων.
---
Έστηκ’ η Μίλητος χορό
σοφιστικό μ’ Αθήνα
και απ’ αυτό το Χορικό
γενήκαν τούτ’ εκείνα.
---
Εφύσηκε κ’ Αιγαιακός
και πήρε την πνοή90 σου
την πήγε και την έφερε
στη μάννα κι’ αδερφή σου91.
---

Εγέννησες τα δυό Καλά
το’ να Δημοκρατία
το άλλο που ‘ρχεται μετά
το λέν’ Φιλοσοφία.
---
Εγέννησες και Όμηρο
Θαλή κι’ Αναξαγόρα
Σαπφώ κι’ Αναξίμανδρο
Αλκαίο, Πυθαγόρα
---
Πιττακό, Ηράκλειτο
Κλεόβουλο και Βία
Αναξιμέν’ Ηρόδοτο,
Λεύκιππο, Ασπασία.
---
Της Ασπασίας της χρωστά
πολλά η Ιστορία
μα η Αθήνα ειδικά
και η φιλοσοφία.
---
Θεόφραστο, Θεόπομπο,
Έφορο, Ξενοφάνη
Επίκουρο κι’ Εύδοξο
Δημήτριο τον Μάγνη.
---
Αρίσταρχ’, Αρκεσίλαο
Μητρόδωρ’, Οινοπίδη
Ιππόδαμο, Αρχέλαο
Ίωνα, Φωκυλίδη.
---
Τέρπανδρο και Αρίωνα
Έρμιππο, Πραξιφάνη
Ηρίννα, Ανακρέοντα
Κλεάνθη, Θεοφάνη.
---
Τον ιατρό των Ιατρών
τον θείο Ιπποκράτη
και ο κατάλογος αυτών
δεν έχ’ αρχή και άκρη.
---
Σκάφτουν οι Τούρκοι απ’ τη μια
και βρίσκουνε την Κύμη
οι ίδιοι ψάχνουν πιο χαμά
και πέφτουνε στη Σμύρνη.
---
Πιο πάνω είν’ η Πέργαμος
πιο κάτω η Πριήνη
κι’ ανάμεσα η Έφεσος
της Άρτεμις η κρήνη.
---
Σιμά και οι Κλαζομενές
η γη τ’ Αναξαγόρα
που άφησε περγαμηνές
για τότε και για τώρα.
---
Σκάφτουν που λες και πιο ψηλά
και βρίσκουνε την Τροία
που μίλαγε Ελληνικά
μ’ Ολύμπια θρησκεία.
---
Η συσφαγή η Τρωική
έμφυλη εμών ήταν
κι’ ο Πολύγνωτος Ελληνική
ζωγράφισε την ήτταν.
---
Τον «άρπαγα» της Καλλιονής92
Αλέξανδρο τον λέγαν
και τον Ποδάρκη λόγ’ ωνής
Πρίαμο τον μετέπαν.
---
Το Πάρις είν’ «ποιμενικό»
του τόδωσ’ ο Αγέλας
το άλλο είν’ κανονικό
το πήρε διόπερ σέλας.
---
Μα και τα δυό Ελληνικά
χωρίς αμφιβολία
κι’ ας μην το λένε καθαρά
τα σύγχρονα βιβλία.
---
Πιο κάτ’ η Αλικαρνασσός
τα Βάργασα κι’ η Μύνδος
τα Μύλασα, η Τελμησσός
η Καύνος και η Κνίδος.
---
Κοντά είναι τα Πίναρα
η Ξάνθος, η Σαγαλασσός
η Φέλλος και τα Πάταρα
Ροδιάπολη και Τερμησσός.
---
Φάσηλις και Αττάλεια
Ανάξαρβα και Σίδη
Σπάρτη και Αντιόχεια
Άσπενδος, Πέργη, Σίλγη.
---
Όλβη, Διοκαισάρεια
Μάλλος κι’ Ιεράπολη
Άδανα και Σελεύκεια
Τύανα και Νεάπολη.

---
Στη Μικρασία κείτονται
πάν’ από χίλιες Πέτρες93
Ελληνικά διαλέγονται
μ’ Οιδίποδες και Φαίδρες.
---
Όπου να πάει η Τουρκιά
τον Όμηρ’ απαντάει
όπου να σκάψει η τσαπιά
τον Δία ακουμπάει.
---
Και όσο για Ελλήσποντο
Βόσπορο, Προποντίδα
πρώτοι του Βύζ’ αφίκοντο
είναι κι’ εκεί πατρίδα.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Αυτή, εν ολίγοις, είναι η Ιωνία (άλλως Μ. Ασία), πάνω στην οποία, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκεται σήμερα η Τουρκία. Οι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί εκεί τουλάχιστον από το 1600 π. Χ., ενώ οι Τούρκοι εμφανίστηκαν ως νομάδες κι’ επιδρομείς από τα βάθη της Μογγολίας χιλιετίες αργότερα, μετά το 1.000 μ. Χ. Μέχρι την εμφάνισή τους η Μ. Ασία κατοικείτο σχεδόν εξολοκλήρου από Έλληνες. Εκμεταλλευόμενοι (οι Τούρκοι) διαχρονικά διάφορα δυσάρεστα γεγονότα και καταστάσεις στο Βυζάντιο, κυρίως δε την «φαγωμάρα» και τα εγκληματικά λάθη των Βυζαντινών (ένα από αυτά ήταν και το ότι, ενώ ο στρατός όσο πήγαινε και συρρικνωνόταν, στα Μοναστήρια υπήρχαν χιλιάδες νέοι μοναχοί), κατάφεραν, ως γνωστόν, και κατέλαβαν λίγο-λίγο την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ολοκλήρωσαν δε την κατάληψη στις 29 Μαΐου 1453. Έκτοτε το Ελληνικό Έθνος, υπό καθεστώς δουλείας, έζησε όλα τα δεινά που συνεπάγεται η δουλεία, εν τέλει δε η σημερινή Ελλάδα, με μεγάλους αγώνες και ποταμούς αίματος, κατάφερε να ελευθερωθεί με την επανάσταση του 1821 και τους πολέμους του 1912-13. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος των Ελληνικών εδαφών (δηλαδή η Μ. Ασία και η Κωνσταντινούπολη) παρέμειναν στην Τουρκία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 ήρθε, καλώς-κακώς, η συνθήκη της Λωζάνης και καθόρισε τα σύνορα της Ελλάδος με την γείτονα αυτή χώρα. Κι’ ενώ η Ελλάδα έκτοτε, χώρα ανέκαθεν πολιτισμένη και ειρηνική, σέβεται και τηρεί την συνθήκη αυτή (όπως και τους άλλους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου), χωρίς να ζητεί και να διεκδικεί πλέον τίποτα από την Τουρκία, καίτοι θα μπορούσε, η τελευταία σχεδόν συνεχώς από τότε, άλλοτε στην Κύπρο (η βάρβαρη εισβολή και κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου το 1974 συνεχίζεται), άλλοτε με τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, άλλοτε στο Αιγαίο πέλαγος, άλλοτε με τους μουσουλμάνους της Θράκης κ.τ.λ. προκαλεί και απειλεί συνεχώς την Ελλάδα.
Είναι πλέον γνωστό ότι όλη η Ανθρωπότητα βοηθήθηκε από την Ελληνική διανόηση, τα επιτεύγματα των Ελλήνων κι’ εν γένει τον Ελληνικό πολιτισμό. Περισσότερο απ’ όλους όμως βοηθήθηκαν κι’ ευεργετήθηκαν οι Ρωμαίοι και οι Τούρκοι. Κι’ ενώ οι πρώτοι, όπως προαναφέρθηκε, αναγνώρισαν, με τον τρόπο τους, την βοήθεια αυτή, οι Τούρκοι, οι οποίοι βοηθήθηκαν τα Μέγιστα και περισσότερο απ’ όλους, όχι μόνον φάνηκαν πλήρως ΑΧΑΡΙΣΤΟΙ, αλλά συνεχώς εχθρεύονται τους Έλληνες και μηχανορραφούν σε βάρος τους κάθε τόσο με διάφορες «ανατολίτικες ψευδοπροφάσεις». Φυσιολογικά, έχω την γνώμη, ότι οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης, αν βρισκόταν στη θέση της Τουρκίας, θα ΕΥΓΝΩΜΟΝΟΥΣΕ στο μέγιστο βαθμό την Ελλάδα και το Ελληνικό Έθνος, γιατί εγκαταστάθηκε βίαια πάνω στο Ελληνικό Βυζάντιο και στην Ελληνική Μ. Ασία, που σημαίνει ότι χωρίς κόπο και χωρίς να βάλει ένα «λιθαράκι», βρέθηκε στην κατοχή της ολόκληρη κι’ έτοιμη η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ήταν τότε το πιο πολιτισμένο και δημιουργικό «Κράτος» στον κόσμο, πλήρως οργανωμένο με πολύ κόπο και χιλιάδες χρόνια πριν σε όλους τους τομείς από τους «πρωτομάστορες» του παγκόσμιου Πολιτισμού Έλληνες. Η Τουρκία, λοιπόν, εφάνη (και φαίνεται) ΑΧΑΡΙΣΤΗ, και όχι μόνον αυτό, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, συνεχώς είναι εχθρική και απειλητική έναντι της Ελλάδος, δείχνοντας έτσι πως είναι πολύ «κακός γείτονας».
Βέβαια, η Ελλάδα έχει αποδείξει διαχρονικά πως δεν φοβάται από απειλές. Ευελπιστώ όμως πως κάποτε θα επικρατήσουν στην γείτονα χώρα νηφάλιες και πολιτισμένες λογικές και φωνές, οι οποίες, μπορεί μεν να μην οδηγήσουν την χώρα αυτή στο να εκφράσει ρητά την ευγνωμοσύνη που οφείλει προς την Ελλάδα, τουλάχιστον όμως θα βάλλουν τις βάσεις της καλής γειτονίας με την πατρίδα μας, επ’ αγαθώ βέβαια των δύο λαών, οι οποίοι στην πραγματικότητα είναι οι μόνοι που ζημιώνονται από την έχθρα και την ένταση, ενώ αντίθετα οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι διάφορες ολιγαρχίες και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα.
Τέλος, κρίνουμε σκόπιμο να εξάρουμε την εν γένει πατριωτική στάση και συμπεριφορά εν προκειμένω, αφενός του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, ιδίως, και αφετέρου των Υπουργών Εξωτερικών και Εθνικής Αμύνης, οι οποίοι κρατούν ψηλά το κύρος και την αξιοπρέπεια της Ελλάδος, και μάλιστα σε πολύ χαλεπούς καιρούς γι’ αυτήν.
ΤΕΛΟΣ

Περικλής Χρ. Βέργαδος

1 Όπως θα λεχθεί και στο κείμενο, ο όρος Ιωνία απέκτησε διαχρονικά τρισδιάστατη έννοια. Αρχικά ταυτίστηκε με την Ιωνική Δωδεκάπολη, στην οποία περιλαμβανόταν η Χίος και η Σάμος, αργότερα ο όρος κάλυπτε την περιοχή κατά μήκος των Μικρασιατικών ακτών του Αιγαίου από τον Ελλήσποντο μέχρι την Φάσηλι, περιλαμβανομένων βέβαια και όλων των παρακειμένων νησιών, και τέλος περίπου ταυτίστηκε με όλη την Μικρά Ασία. Για εμάς οι όροι Ιωνία και Μικρά Ασία είναι ταυτόσημοι κι’ ένα πράγμα, η δε περιοχή που κάλυπταν μάλλον θα θεωρήθηκε προέκταση και συνέχεια της Ελλάδος (ηπειρωτικής), και γι’ αυτό δεν ονομάστηκε Μεγάλη Ελλάδα, ονομασία που τελικά δόθηκε στη νότια Ιταλία και την Σικελία (βλ. Στράβωνος C’ 253).

2 Η λέξη προέκυψε από τον κήρυκα Στέντορα, ο οποίος καταγόταν από την Αρκαδία, μετέβη στην Τροία και ήταν περιβόητος για την πολύ ισχυρή φωνή του.  

3 Ωστόσο η γλώσσα αυτή της Αλήθειας και της Ιστορίας, για εμάς, είναι πρωτίστως υποχρέωση κι’ έργο, αφενός της Πνευματικής ηγεσίας της Χώρας και αφετέρου της Πολιτικής ηγεσίας, εκείνης όμως που δεν έχει την άμεση ευθύνη των λεπτών πολιτικών και διπλωματικών χειρισμών του θέματος με την αντίπερα όχθη, και αυτή είναι η Ελληνική Αντιπολίτευση.

4 Άπαντες σχεδόν σήμερα συμφωνούν ότι 4 ήταν τα Ελληνικά φύλα κατά την αρχαιότητα, ήτοι Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς, σε αυτούς δε εμείς θα προσθέταμε και τους Πελασγούς, οι οποίοι διέφεραν από τ’ άλλα φύλα μόνον κατά το γένος και τ’ όνομα, το οποίο έλαβαν πολύ πριν από τ’ όνομα των άλλων φύλων, μιας και ο γεννάρχης τους Πελασγός-πέλας (= εγγύς, πλησίον, αλλά «οι πέλας» = οι γείτονες, οι άνθρωποι) + το ρήμα άγω- είτε αυτός ταυτισθεί με τον Αργείο Πελασγό, είτε με τον Αρκάδα, είτε με τον Θεσσαλό τοιούτο, προϋπήρχε του Δευκαλίωνος, πατέρα του Έλληνος, πατρός του Δώρου, του Αιόλου και του Ξούθου, πατρός επίσης του Ίωνος και του Αχαιού, από τους οποίους έλαβαν αντίστοιχα τα ονόματά τους τα 4 αυτά φύλα (βλ. ενδεικτικά Απολλοδώρου Α’ 7.2, Γ. 8.2 και 14.5, Στράβωνος C’ 221, 333, 383, Παυσανία «Αρκαδικά» 1.4, 3.1.).

5 Θα μπορούσαμε βέβαια να πάμε και ακόμη πιο πίσω, στην εποχή του Δία, του Απόλλωνος, του Ήφαιστου κ.τ.λ., και τις στενά συνδεδεμένες με αυτούς Τιτανομαχία και Γιγαντομαχία, που δυστυχώς, άλλοι από σκοπιμότητα και άλλοι από λανθασμένη εκτίμηση, θεωρούν ως μυθολογία, ενώ έχει αποδειχθεί πλέον πως πρόκειται για ιστορικά γεγονότα, τα οποία όμως οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές, για να εντυπωσιάσουν το κοινό, τα παρουσίασαν ανακατεμένα και με μύθο, κάτι που έκανε και ο Όμηρος με τον πόλεμο της Τροίας.


6 Μετά την άλωση ο Ηρακλής, αφού σκότωσε τον Λαομέδοντα και τους γιους του (εκτός από τον Ποδάρκη-μετέπειτα Πρίαμο- και τον Τιθωνό), εγκατέστησε στον θρόνο τον Ποδάρκη, ο οποίος στο μεταξύ, επειδή τον εξαγόρασε η αδελφή του Ησιόνη (μετέπειτα σύζυγος του Τελαμώνος και μητέρα του Τεύκτρου, αδελφού-ετεροθαλούς- του Αίαντος και ήρωος της Τροίας) από την κατάσταση της δουλείας, επονομάστηκε Πρίαμος (από το ρ. πρίαμαι= αγοράζω)- βλ. Απολλοδώρου Β’ 6.4 και Γ’ 12.3, Διοδώρου Δ’ 32.4, 49.3.

7 Δηλαδή με δεδομένο ότι από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος μέχρι τον Τρωϊκό πόλεμο μεσολάβησαν περίπου επτά γενιές, δεκατέσσερις περίπου γενιές πριν τον πόλεμο αυτό, ήτοι περίπου το 1600 π. Χ.

8 Το πιθανότερο πάντως είναι ο αποικισμός αυτός να συνδέεται στενά με τους αποικισμούς του Λύκου και του Τριόπα, του γένους των Τελχίνων και Ηλιάδων (βλ. παρακάτω), οι οποίοι, όπως φαίνεται, αποτελούσαν μέρος και συνέχεια του αποικισμού των Πελασγών.

9 Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι οι Αθηναίοι ήταν υπερήφανοι, γιατί θεωρούσαν πως ήταν γηγενείς και αυτόχθονες, ως καταγόμενοι από τους Πελασγούς (βλ. Ηροδότου Α’ 56), ενώ και όλη η Ελλάδα παλιά ονομαζόταν Πελασγία (βλ. Ηροδότου Β’ 56, Η’ 44).

10 Η αναφορά βέβαια στον Ήλιο είναι ποιητική, χωρίς ωστόσο ν’ αποκλείεται εντελώς αυτό να ήταν το πραγματικό όνομα του «συζύγου» της Ρόδου (Ρόδη την αναφέρει ο Απολλόδωρος, κόρη της Αμφιτρίτης και αδελφή του Τρίτωνος – βλ. «Βιβλιοθήκη» Α’ IV.6), και μάλιστα να έχει σχέση με τον Ήλιο της Κορίνθου (βλ. Παυσανία «Κορινθιακά» 1.6).

11 Για τον Τριόπα υπάρχουν πολλές παραδόσεις. Όπως προαναφέρθηκε για τον Ξάνθο, ο Τριόπας φέρεται ως Αργείος, ενώ από άλλες πηγές φέρεται ως Θεσσαλός, αλλά και ως γιος του Αιόλου και της Ορσινόμης, καθώς και ως γιος του Φόρβαντος και της Εύβοιας, από το γένος της Νιόβης και του Άργου.

12 Ο Δαναός, όπως φαίνεται, δεν πήγε τυχαία στη Ρόδο, όπως λίγο αργότερα και ο εξάδελφός του Κάδμος, γιος του Αγήνορος (βλ. Διοδώρου 5.58.2). Αμφότεροι είχαν καταγωγή Πελασγική από το Άργος (βλ. ενδεικτικά Απολλοδώρου Β’ 1-4), ενώ και αυτή των Ηλιάδων τέτοια πρέπει να ήταν (ισχυρή ένδειξη γι’ αυτό αποτελεί το όνομα Τριόπας (ή Τρίοψ) – η λέξη σχηματίζεται από το τρί + οψ = ο τριόφθαλμος).

13 Την αλήθεια αυτή, ως είναι αυτονόητο, πρέπει να την μάθει και ο τελευταίος Έλληνας, contra στην θέληση Ελλήνων και ξένων, ειδικών και μη, οι οποίοι Πάρι τον ανεβάζουν, Πάρι τον κατεβάζουν.

14 Βλ. Ομήρου «Ιλιάς» Ω’ 765, Απολλοδώρου «Επιτομή» 5. 17-19, Παυσανία «Βοιωτικά» 5. 14-15.

15 Τέτοιες πόλεις, εκδιωχθέντες από τις πατρίδες τους, έχτισαν οι ήρωες της Τροίας Διομήδης, Φιλοκτήτης, Μενεσθεύς, Τεύκτρος, Γουνεύς, Φείδιππος, Άντιφος, Δημοφών, οι άνδρες των φονευθέντων Ελεφήνορος, Τληπολέμου και Πρωτεσιλάου κ.τ.λ. (βλ. Ενδεικτικά Απολλοδώρου 6. 15 επόμ.).

16 Σήμερα όλοι σχεδόν συμφωνούν με την άποψη του Ερατοσθένη, ότι η άλωση της Τροίας έγινε το 1183 π. Χ., ήτοι 407 έτη πριν την τέλεση της πρώτης Ολυμπιάδος, η οποία τελέστηκε το 776 π. Χ. (βλ. Ενδεικτικά Σούδα λ. «Όμηρος»), μία γενιά μετά τους Αργοναύτες (βλ. Ηροδότου Α’ 3) και 3 γενιές μετά τον θάνατο του Μίνωος (βλ. Ηροδότου Ζ’ 171).

17 Δηλαδή τους κατοίκους της Εύβοιας και των Κυκλάδων.

18 Δηλαδή στη λεγόμενη Μεγάλη Ελλάδα.  

19 Ο Θουκυδίδης εδώ εννοεί κυρίως τους Μεγαρείς, τους Χαλκιδείς και τους Λοκρούς.

20 Ο Ορέστης, «ως γνωστόν», ήταν γιος του Αγαμέμνονος και της Κλυταιμνήστρας, ο οποίος με την βοήθεια της αδελφής του Ηλέκτρας και του εξάδελφου του Πυλάδη, εκδικήθηκε την δολοφονία του πατέρα του από την μητέρα του και τον μνηστήρα της Αίγισθο, και τους σκότωσε.

21 Τον διαδέχθηκε στην εκστρατεία για την αποικία, γιατί στην βασιλεία τον Ορέστη διαδέχθηκε ο γνήσιος γιος του από την Ερμιόνη Τισσαμενός, ενώ ο Πενθίλος ήταν νόθος γιος του Ορέστη και πιθανόν της Ηριγόνης, κόρης του Αιγίσθου (βλ. Παυσανία «Κορινθιακά» 18 6-7). Ο Πενθίλος συγκέντρωσε τον «αποικιακό» στρατό του (ορθότερα τον στόλο του) στην Αυλίδα, επειδή δε την κύρια δύναμη του στρατού αποτελούσαν οι Βοιωτοί, η αποικία χαρακτηρίστηκε Βοιωτική (βλ. Στράβωνος C’ 401-2).

22 Πρβλ. και Παυσανία «Λακωνικά» 2.1, ο οποίος όμως, αντί για Αρχέλαος αναφέρει Εχέλας.

23 Ο Κλεύης και ο Μαλαός θεωρώ σχεδόν απίθανο να μετέβησαν στην Ασία δια ξηράς.

24 Ο Αίσηπος ήταν ποταμός της Μυσίας, στην περιοχή της Τρωάδος ή Αιολίδος (βλ. και Ομήρου «Ιλιάς» Β’ 824-5).

25 Ο Έφορος (405-330 π. Χ.) ήταν μεγάλος ιστοριογράφος από την Κύμη της Αιολίδος, μαθητής του Ισοκράτη. Υπήρξε ο πρώτος που έγραψε καθολική Ελληνική Ιστορία με τον τίτλο Ιστορίαι, που περιλάμβανε τα γεγονότα από την κάθοδο των Ηρακλειδών μέχρι την πολιορκία της Περίνθου (340 π. Χ.)

26 Για την Μίλητο βλέπε ειδικότερα παρακάτω.

27 Προφανώς ο Στράβων εδώ εννοεί τον Νηλέα, τον γνήσιο γιο του Κόδρου (οι άλλοι γνήσιοι γιοι του Κόδρου ήταν ο Μέδων, που έμεινε στην Αθήνα και ο Άνδροκλος).

28 Όπως φαίνεται, αρχικά Ίωνες λέγονταν οι κάτοικοι της Αττικής (στη γλώσσα του Ομήρου, αλλά και όλων σχεδόν των αρχαίων συγγραφέων αυτοί λέγονταν Αθηναίοι), η οποία παλιά λεγόταν Ιωνία και Ιάς, από τον Ίωνα, τον γιο του Ξούθου (αυτός μετά την τοποθέτηση του αδελφού του Δώρου ως βασιλιά της Φθίας, έλαβε ως σύζυγο την κόρη του Ερεχθέως, βασιλιά της Αθήνας, κι’ εγκαταστάθηκε εκεί), γιου του Έλληνος, γιου του Δευκαλίωνος, γιου του Προμηθέως. Ο Ίων, επικεφαλής του στρατού των Αθηναίων πέτυχε λαμπρή νίκη εναντίον των Ελευσινίων υπό τον Εύμολπο, που αποστάτησαν από τους Αθηναίους, καθώς κι’ εναντίον των Θρακών που ήρθαν σε βοήθεια των Ελευσινίων, οι δε Αθηναίοι σε ανταπόδοση του ανέθεσαν την βασιλεία. Ως βασιλιάς ο Ίων έκανε μεταρρυθμίσεις (χώρισε τον λαό σε «φυλές και 4 τάξεις, ήτοι γεωργούς, τεχνίτες, ιερείς και φύλακες) και υπήρξε σπουδαίος, με αποτέλεσμα ν’ αυξηθεί ο πληθυσμός της Αττικής και να στείλουν αποικία οι Αθηναίοι στην Πελοπόννησο, διαιρεμένη σε 12 πόλεις, η δε χώρα, όπου εγκαταστάθηκαν, καθώς και οι κάτοικοί της ονομάσθηκαν αντίστοιχα Ιωνία και Ίωνες, ενώ πριν λέγονταν Αιγίαλος κι’ Αιγιαλείς. Μετά όμως την κάθοδο των Ηρακλειδών στην Πελοπόννησο, οι Αχαιοί υπό τον Τισσαμενό, τον γιο του Ορέστη, εκδιωχθέντες από το Άργος και την Λακωνία, μετέβησαν στην τότε Ιωνία της Πελοποννήσου, και αφού έδιωξαν τους Ίωνες εγκαταστάθηκαν εκεί, έκτοτε δε η περιοχή ονομάσθηκε Αχαΐα, όνομα που φέρει μέχρι σήμερα. Οι Ίωνες, τώρα, επανήλθαν στην Αθήνα, και λίγο μετά, υπό την αρχηγία των γιων του Κόδρου, ίδρυσαν την Ιωνική αποικία στην Ασία, περί της οποίας και ο λόγος (βλ. ενδεικτικά Στράβωνος C’ 383).  

29 Ακρωτήριο και πόλη της Ιωνίας νότια της Μιλήτου. Φυσικά δεν πρέπει να συγχέεται με το Πανιώνιο, για το οποίο βλ. παρακάτω.

30 Ο Μίμνερμος ήταν αυλητής και ποιητής (ελεγειοποιός) από την Κολοφώνα (ή Σμύρνη ή Αστυπάλαια κατά μερικούς), που έδρασε κατά την 37η Ολυμπιάδα, ήτοι το 632 π. Χ.

31 Ο Καλλίνος καταγόταν από την Έφεσο και, όπως φαίνεται, υπήρξε ο πρωιμότερος ελεγειακός ποιητής, διαμορφωτής της πολιτικής-συμβουλευτικής ελεγείας. Πρέπει να έδρασε μεταξύ 675-650 π.Χ., που σημαίνει ότι ήταν αρχαιότερος του Μίμνερμου και του Αρχίλοχου.

32 Ως «γνωστόν» οι Δωριείς έλαβαν τ’ όνομά τους από τον Δώρο, τον πρεσβύτερο γιο του Έλληνος, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, διαδέχθηκε τον πατέρα του στην βασιλεία της Φθίας. Από τον αδελφό του Αίολο έλαβαν τ’ όνομά τους οι Αιολείς, ενώ από τους γιους του Ξούθου (του άλλου γιου του Έλληνος) Αχαιό και Ίωνα έλαβαν αντίστοιχα τα ονόματά τους οι Αχαιοί και οι Ίωνες (βλ. ενδεικτικά Στράβωνος C’ 383). Ήταν λοιπόν συνήθεια (σχεδόν κανόνας), οι κατά διάφορες περιοχές κάτοικοι της αρχαίας Ελλάδος να λαμβάνουν τις ονομασίες τους από τους εκάστοτε «διακεκριμένους» αρχηγούς τους, τους οποίους θεωρούσαν και ως γενάρχες. Ο ίδιος λοιπόν λαός, ο Ελληνικός, επιμέρους κατά τόπους λάμβανε διάφορες ονομασίες, κυρίως, όπως προαναφέρθηκε, από τους αρχηγούς-γενάρχες (έτσι και οι Πελασγοί, Λέλεγες, Μολοσσοί, Δρύοπες, Άβαντες κ.τ.λ.- κι ας λένε μερικοί ότι αυτοί ήταν βάρβαροι- Βοιωτοί, Φωκείς, Λοκροί, Αιτωλοί, Ακαρνάνες, Αρκάδες κ.τ.λ.), ενώ υπήρχαν κι’ ορισμένοι που λάμβαναν τα ονόματά τους από τις ονομασίες των πόλεων ή των περιοχών τους, όπως οι Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι, Αργείοι, Θηβαίοι, Τρώες, Χαλκιδείς, Λέσβιοι, Χίοι κ.τ.λ., οι οποίες όμως πόλεις και περιοχές έλαβαν κι’ αυτές την ονομασία τους από κάποιο «διακεκριμένο» πρόσωπο. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι, όταν κάποιος «επιμέρους» αυτός λαός, για διάφορους λόγους εγκαθίστατο σε κάποια περιοχή άλλου «επιμέρους» τέτοιου λαού, ο οποίος αναγκαζόταν να φύγει από την περιοχή του γι’ αλλού, όπως μεταξύ τους οι Δωριείς, Αχαιοί, Ίωνες κι’ Αιολείς, δεν έφευγε συλλήβδην όλος ο «λαός» αυτός, αλλά οι προύχοντες, το «κατεστημένο» και ο στρατός τους, όχι όμως και ο απλός λαός (η φτωχολογιά που λέμε), γιατί αυτοί, πέραν του ότι ήταν ακίνδυνοι για τους «κατακτητές», αλλά και χρήσιμοι σε αυτούς ως «εργατικά χέρια», γι’ αυτούς που έφευγαν ήταν πρόβλημα, αφού ήταν αναγκασμένοι να τους θρέψουν και γενικά να τους φροντίσουν.

33 Ιερό προς τιμή του Απόλλωνος στο Τριόπιο ακρωτήριο, πλησίον της Κνίδου, που βρισκόταν στην Χερσόνησο απέναντι της Ρόδου.

34 Αυτό δείχνει ότι στην περιοχή κατοικούσαν και άλλοι Δωριείς εκτός από αυτούς που αποτελούσαν την «Δωρικήν Εξάπολιν» (ίσως εννοεί, μεταξύ των άλλων, και τις πόλεις Μύνδο, Καρύανδα, Βαργύλια, Βάργασα, Κέραμο, Λώρυμα, κ.τ.λ., που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι στη Μ. Ασία, μεταξύ Ρόδου και Κω).

35 Πρόκειται βέβαια για τον λεγόμενο Κολοσσό της Ρόδου, που ανήκε στα λεγόμενα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου. Γι’ αυτόν όμως βλέπε παρακάτω.

36 Δηλαδή την έκτισε ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος (πρβλ. και C’ 395).

37 Από τ’ όνομα του Καλλία, γιου του Ιππονίκου, που ήταν επικεφαλής της πρεσβείας των Αθηναίων.

38 Δηλαδή σε απόσταση μικρότερη τριών ημερών πορείας.

39 Η Φάσηλις ήταν Ελληνική πόλη της Λυκίας, στον Παμφυλιακό κόλπο.

40 Οι Κυανές (Πέτρες), δεν είναι άλλες από τις λεγόμενες Συμπληγάδες Πέτρες στην είσοδο του Ευξείνου Πόντου (Μαύρης Θάλασσας), γνωστές και από την Αργοναυτική εκστρατεία (βλ. Απολλοδώρου Α. 9.22).

41 Άλλο βέβαια Χριστιανισμός (πραγματικός) και άλλο Εβραιοχριστιανισμός. Είναι απορίας άξιο και πέρα από κάθε λογική, αναρωτιόμουνα δε από μικρό παιδί (μαθητής Γυμνασίου)- αναρωτιέμαι δε ακόμη και σήμερα- πώς τα δύο τότε άκρα αντίθετα, όπως ήταν, από τη μια ο πραγματικός Χριστιανισμός (ο Ελληνοχριστιανισμός, θα έλεγα), δηλαδή αυτός της αγάπης, του «αν τις σε ραπίσει στην δεξιά, στρέψον αυτώ και την αριστεράν», της συγγνώμης και συγχώρησης κ.τ.λ., καθώς και της Ηθικής διδασκαλίας του Σωκράτη και του Πλάτωνος, και ο Ιουδαϊσμός του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού κ.τ.λ.» από την άλλη, «παντρεύτηκαν» και «γεννήθηκε» ο Εβραιοχριστιανισμός (contra φυσικά στην θέληση του Χριστού, ο οποίος, εκτός των άλλων, μετά και την σταύρωσή του από τους Εβραίους, ως είναι ευνόητο, πολύ περισσότερο δεν θα ήθελε με τίποτα το νέο αυτό σχήμα, δηλαδή τον Εβραιοχριστιανισμό), με τον οποίο βέβαια και άρχισε ο Σκοταδισμός και ο Μεσαίων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, και στον οποίο το αποτέλεσμα ήταν, πολύ γρήγορα στα βιβλία και στο λειτουργικό της Εκκλησίας να κυριαρχήσουν τα Εβραϊκά (μυθολογικά ή μη) στοιχεία (Αδάμ, Εύα, Νώε, Αβραάμ, Ισαάκ, Μωυσής, Ισραήλ κ.τ.λ., ψαλμοί, προφητείες, Αμήν, Αλληλούια κ.τ.λ.), που φυσικά δεν είχαν καμία σχέση με τον Ελληνισμό, ο οποίος υπήρξε το θεμέλιο και η «ραχοκοκαλιά» του πραγματικού Χριστιανισμού, ενώ η διδασκαλία του Χριστού να περάσει σχεδόν σε δεύτερη μοίρα (βλ. κι’ επόμενη υποσημείωση).  

42 Ως γνωστόν οι Ρωμαίοι, όχι μόνον σεβάστηκαν τον πολιτισμό της Ελλάδος, αλλά, και με τον τρόπο τους βέβαια, βοήθησαν αυτόν ν’ αναπτυχθεί, οι ίδιοι δε έστελναν τα παιδιά τους στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Ιωνίας κ.τ.λ. για να σπουδάσουν, ενώ για εκπαιδευτικούς λόγους κάλεσαν στην Ρώμη σχεδόν όλους τους σπουδαίους Έλληνες του πνεύματος, και μάλιστα πλειστάκις. Ήταν δε τέτοια η αγάπη τους για τον Ελληνικό Πολιτισμό, που θεωρούσαν υποτιμητικό να μην έχουν σπουδάσει στις Ελληνικές σχολές ή ακόμη και να μην γνωρίζουν Eλληνικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο Κικέρων συχνά αποκαλούσε τους Ρωμαίους βαρβάρους, για τους οποίους έλεγε, πως αν έκαναν κάποια βήματα προόδου, αυτό οφειλόταν στους Έλληνες. Η ηθική (και όχι μόνον) αυτή στήριξη των Ρωμαίων στα Ελληνικά γράμματα και τον εν γένει Ελληνικό Πολιτισμό, είχε ως αποτέλεσμα αυτά να γνωρίσουν κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (ιδίως δε κατά τον 3ο και 4ο αιώνα) πολύ μεγάλη άνθηση, έναν δεύτερο, μάλλον ορθότερα έναν τρίτο «χρυσούν αιώνα», θα λέγαμε, με κύριους εκφραστές τους φιλοσόφους (ιδίως τους Νεοπλατωνικούς), αλλά και τους νεότερους σοφιστές. Κύριοι εκπρόσωποι των πρώτων ήταν οι Μηνόδοτος από την Νικομήδεια, Ηρόδοτος από την Ταρσό (όχι φυσικά ο γνωστός ιστορικός), Πλούταρχος, ο μεγάλος λόγιος και φιλόσοφος από την Χαιρώνεια, ο Σέξτος Εμπειρικός, ανεψιός του Πλουτάρχου, ο Αττικός, ο Σαλούστιος, ο Σατορνίνος ο Κυθηνάς κ.τ.λ., οι Νεοπλατωνικοί Αμμώνιος, Πλωτίνος, Πορφύριος, Λογγίνος, Ιάμβλιχος, Αιδέσιος, Χρυσάνθιος, Ιουλιανός (που χρημάτισε και Αυτοκράτωρ και «υβριστικώς» αποκλήθηκε «Παραβάτης»), Σώπατρος, Ευστάθιος, Σωσιπάτρα και Μάξιμος από την Έφεσο, Πρίσκος από την Θεσπρωτία, Νυμφιδιανός από την Σμύρνη, Ευνάπιος από τις Σάρδεις κ.τ.λ., καθώς και οι σοφιστές, Φιλόστρατος, Αιλιανός,  Ιουλιανός (από την Καππαδοκία), Προαιρέσιος, Επιφάνιος, Ανατόλιος, Διόφαντος, Σώπολις, Ιμέριος, Λιβάνιος, Ακάκιος κ.τ.λ., οι Ιατροσοφιστές Ζήνων (από την Κύπρο), Μάγνος, Ορειβάσιος, Ιωνικός κ.τ.λ., σχεδόν άπαντες από την Μ. Ασία και την Ανατολική Μεσόγειο. Με άλλα λόγια δηλαδή, μέχρι και τον 4ο μ. Χ. αιώνα, ο Χριστιανισμός (πραγματικός) και ο Ελληνισμός συμβάδιζαν ομαλά, ειρηνικά και σχεδόν χωρίς προβλήματα μεταξύ τους (άλλο βέβαια η πολιτική των ηγεμόνων Ρωμαίων απέναντι στη νέα θρησκεία), κάτι βέβαια φυσιολογικό, αφού είχαν πολλά κοινά σημεία, και το σπουδαιότερο τους «ένωνε» η ηθική «φιλοσοφία» και παιδεία αμφοτέρων. Η τακτική αυτή όμως των Ρωμαίων άλλαξε επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου, οι οποίοι απεκλήθησαν από την εκκλησία «άγιοι» και «Μεγάλοι». Ειδικά ο δεύτερος υπήρξε ο μεγάλος διώκτης του Ελληνισμού και αυτός θεωρείται ο θεμελιωτής του Μεσαίωνος και του Σκοταδισμού που επικράτησαν στην Ευρώπη μετά τον 4ο αιώνα μ. Χ. Χαρακτηριστικά θ’ αναφέρουμε ότι επί Θεοδοσίου και μετά στο Βυζάντιο, οι λέξεις «Ελλάς» κι’  «Έλληνας» ήταν απαγορευμένες, όποιος δε έλεγε πως ήταν Έλληνας χαρακτηριζόταν ως «εθνικός» (δηλαδή ειδωλολάτρης) και καταδικαζόταν σε θάνατο. Υπό τοιούτο καθεστώς εκατομμύρια Έλληνες οδηγήθηκαν στον θάνατο, μόνο και μόνο επειδή επέμεναν στην Ελληνική καταγωγή τους και δεν ήθελαν ν’ ασπαστούν τη νέα θρησκεία που επέβαλε ο Θεοδόσιος, ήτοι τον Εβραιοχριστιανισμό (θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μέχρι τον Θεοδόσιο ο Χριστιανισμός-δηλαδή ο πραγματικός και σωστός Χριστιανισμός-αυτόν δηλαδή που ήθελε και οραματίστηκε ο ίδιος ο Χριστός– η «λαϊκή ανθρώπινη έκφραση και συνέχεια του Σωκράτη και του Πλάτωνος»-  ήταν καθαρά Ελληνικός, στηριζόμενος στην αγάπη και στην ηθική διδασκαλία των φιλοσόφων αυτών, στις Ελληνικές Σίβυλλες, στον Ερμή τον Τρισμέγιστο

43 Ειδικά ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας κι’ εν γένει της Ανατολικής Μεσογείου, που υπήρξε και το κύριο στήριγμα της νέας θρησκείας, του Χριστιανισμού, υπέστη τις χειρότερες διώξεις και καταστροφές, τέτοιες που ίσως δεν έχουν προηγούμενο στην Παγκόσμια Ιστορία. Εκατοντάδες Ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας και χιλιάδες αριστουργήματα τέχνης (και πολιτισμού γενικότερα) Ελλήνων εκεί υπέστησαν τους βανδαλισμούς των ορδών του Εβραιοχριστιανισμού. Γενικά δε από το Ιόνιο και την Αδριατική, έως τον Εύξεινο Πόντο, την Ερυθρά θάλασσα, την Περσία, κι’ εν πάση περιπτώσει κυρίως στην επικράτεια της τότε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (άλλως πως του «Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους»), δεν έμεινε όρθιο σχεδόν τίποτα το Ελληνικό, όσα δε μνημεία τυχόν γλύτωσαν από την βαρβαρότητα (όπως π. χ. ο Παρθενών στην Ακρόπολη), το οφείλουν στην άγνοια και αδυναμία των βαρβάρων να τα γκρεμίσουν, και όχι φυσικά στην τυχόν ευαισθησία και γενναιοψυχία τους.

44 Ο Δεινοκράτης, με ανάθεση του ίδιου του Αλεξάνδρου, είχε και την διεύθυνση όλων των σχεδίων κι’ εργασιών για την οικοδόμηση της Αλεξάνδρειας.

45 Ο Πυθέος έκτισε και το ναό της Αρτέμιδος Κυβέλης στις Σάρδεις και τον περίφημο ναό της Αθηνάς Πολιάδος στην Πριήνη.

46 Ο Σάτυρος συνεργάστηκε και με τον μεγάλο Σκόπα στην κατασκευή του περίφημου ναού της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα της Αρκαδίας.

47 Απορώ πώς η πνευματική ηγεσία της χώρας δεν αντέδρασε σε αυτό το αρχιτεκτονικό «έγκλημα» σε βάρος της Ελλάδος, δηλαδή στην ανέγερση κάτω από την Ακρόπολη ενός «γυάλινου» κτιρίου, προκειμένου να στεγάσει τ’ αριστουργήματα από μάρμαρο της Αθήνας και της Ελλάδος. Εννοώ δηλαδή κυρίως την εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου του Μουσείου και όχι τόσο την εσωτερική δομή κι’ αισθητική αυτού, η οποία εξωτερική εμφάνιση είναι τελείως ξένη προς τον περιβάλλοντα χώρο και τ’ αντικείμενα που προώρισται να  στεγάσει. Δυστυχώς αυτή η «ασχήμια» θα στέκει εκεί επί αιώνες, και θα μαρτυρεί πόσο απέχουμε οι «κτήτορες» αυτής Νεοέλληνες, από τους προγόνους μας που έχτισαν την υπερκείμενη Ακρόπολη με τον Παρθενώνα.

48 Βέβαια για τον Όμηρο απαιτείται να χυθεί πολύ μελάνι, προκειμένου να καλυφθεί αρκούντως το μέγιστο έργο του και ο «σκοτεινός» βίος του.

49 Όπως φαίνεται από την Μ. Ασία πρέπει να ήταν και ο Προναπίδης, ο δάσκαλος του Ομήρου, από δε την Τροία ο Θυμοίτης, σύγχρονος του Ορφέως (βλ. Διοδώρου Γ’ 67.3), ποιητές αμφότεροι, ενώ και ο Ωλήν, αοιδός και ποιητής, ήταν από την Λυκία, άπαντες αρχαιότεροι φυσικά του Ομήρου. Ίσως όμως και ο Πείσανδρος, ο «εποποιός» από την Ρόδο, να ήταν αρχαιότερος του Ομήρου.

50 Ο Ησίοδος βέβαια δεν είναι Όμηρος. Πάντως και γι’ αυτόν, ως ένα βαθμό, φαίνεται να ισχύουν όσα αναφέρμαε παραπάνω για τον Όμηρο.

51 Ο Πίγρης, κατά την Σούδα, ήταν αδελφός της Αρτεμισίας που διακρίθηκε στα «πολεμικά» (μάλλον αυτής που έλαβε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνος με τον στόλο του Ξέρξη, γιατί η άλλη Αρτεμισία του Μαυσώλου είναι έναν αιώνα μεταγενέστερη), του αποδίδονται δε (μάλλον λανθασμένα) τα «επικά» ποιήματα (παρωδίες) «Βατραχομονομαχία» και «Μαργίτης», τα οποία κατά τους περισσότερους είναι έργα του Ομήρου.

52 Για τους «αρχαίους Έλληνες θετικούς επιστήμονες» πάντως βλ. περισσότερα στο θαυμάσιο ομότιτλο βιβλίο του Κων. Γεωργακόπουλου Εκδόσεις Γεωργιάδη.

53 Για τα πρόσωπα που ακολουθούν έχουν γραφεί «εκατομμύρια» σελίδες και άλλες τόσες και περισσότερες θα γραφούν στο μέλλον. Η μη «βιογράφηση» εδώ του μεγίστου Πυθαγόρα και του μεγάλου Λεύκιππου, είναι αυτονόητο, πως δεν γίνεται για λόγους «μειωτικούς», αλλά για λόγους τεχνικούς.

54 Ωστόσο, θα πρέπει εδώ να λεχθεί ότι στον Θαλή, στον Αναξίμανδρο και στον Αναξιμένη δεν φθάσαμε ξαφνικά και από την μια στιγμή στην άλλη. Είχε προηγηθεί διαδικασία εκατοντάδων ετών, που ξεκινά από πολύ παλιά, ήτοι από τις εποχές που έδρασαν πεφωτισμένοι και πολύ σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος, όπως ο Απόλλων, η Αθηνά, ο Ερμής (ιδίως), ο Άτλας, ο Διόνυσος, ο Αρισταίος κ.τ.λ., οι οποίοι λόγω των «υπερφυσικών» τους προσόντων και κατορθωμάτων θεοποιήθηκαν από τους «απλούς» ανθρώπους, όπως βέβαια και οι υπόλοιποι θεοί των Ελλήνων (βλ. Διοδώρου ΣΤ’ 1, ο οποίος Διόδωρος εδώ επικυρώνει την σχετική για την προέλευση των θεών θεωρία του Ευήμερου του Μεσσήνιου). Αυτούς ακολούθησαν ο Λίνος, ο Ορφεύς, ο Μουσαίος, ο Θάμυρις, ο Προναπίδης, ο Θυμοίτης, όπως προαναφέρθηκε αλλά και διάφοροι άλλοι ποιητές (μεταξύ των οποίων και ο Όμηρος), οι οποίοι σημειωτέον υπήρξαν οι «πρώτοι» φιλόσοφοι (κατά τον Στράβωνα βλ. C’ 7- «η ποιητική πρώτη φιλοσοφία εστί», κατά δε τον Πλούταρχο- βλ. «Περί Ομήρου» Β’ 144- «πρώτος ο Όμηρος εν τε ηθικοίς και φυσικοίς φιλοσοφεί», στο βιβλίο δε αυτό ο Πλούταρχος λίγο-πολύ εμφανίζει τον Όμηρο να έχει φιλοσοφήσει για τα πάντα, ακόμη δε να έχει ειπεί και πολλά «αποφθέγματα», μεταξύ των οποίων και το «μηδέν άγαν»-βλ. Β’ 151).

55 Ίσως ορθότερα «έδενε» τους ανθρώπους στο «άρμα» της θρησκείας και τους καθιστούσε αδύναμους κι΄ «έρμαιό» της.

56 Ως «γνωστόν», ο Πυθαγόρας, ένας από τους μεγάλους Έλληνες φιλοσόφους, εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα της Κάτω Ιταλίας (Μεγάλη Ελλάδα) κι’ ίδρυσε εκεί την περίφημη «Πυθαγόρειο Σχολή».

57 Την ημέρα που έγινε η έκλειψη αυτή, οι Μήδοι υπό τον Κυαξάρη και οι Λύδοι υπό τον Αλυάττη, τον πατέρα του Κροίσου, βρίσκονταν σε μάχη. Οι εμπόλεμοι τότε κατέπαυσαν την μάχη και συνήψαν ειρήνη (βλ. Ηροδότου Α’. 74, Κλήμεντος «Στρωματείς» Α’ 65).  

58 Κατά τον Αέτιο (περιπατητικός φιλόσοφος, αστρονόμος κ.τ.λ. από την Αντιόχεια της Συρίας) «Θαλής πρώτος απεφήνατο την ψυχήν φύσιν αεικίνητον ή αυτοκίνητον» (βλ. IV. 2.1).

59 Ο Ιππίας ήταν περίφημος σοφιστής από την Ηλεία, σύγχρονος περίπου του Σωκράτη, «πολύγνωτος» (ήταν και αστρονόμος, μαθηματικός κ.τ.λ.) και «πολυμνήμων» (λεγόταν ότι, αν άκουγε 50 ονόματα για μία φορά, ήταν σε θέση μετά να τα μνημονεύσει με την σειρά που τ’ άκουσε - βλ. Φιλόστρατου «Βίοι σοφιστών» C’ 495).

60 Όπως φαίνεται ο Θαλής, πρώτος εισήγαγε μία ενιαία ερμηνευτική αρχή (αιτία και απαρχή των όντων), και μάλιστα υλική, όλων των φαινομένων. Ο Αριστοτέλης (βλ. «Μετά τα φυσικά» Α 3 983 b) δίνει τον ορισμό αυτής της πρώτης αιτίας, όπως την εννοούσαν οι πρώτοι φιλόσοφοι.

61 Για το νερό, ως «γεννήτορα» των πάντων, είχε κάνει λόγο και ο Όμηρος (βλ. «Ιλιάς» Ξ’ 246, 302, βλ. και Πλουτάρχου «Περί των αρεσκόντων φιλοσόφοις φυσικών δογμάτων» 875 Ε’, F).

62 Βλ. και Διογένη Λαερτίου Α. 27.

63 Όταν η σκιά του ανθρώπου είναι ίση με το ύψος του, είναι ίσο και το ύψος της πυραμίδας με τον ίσκιο της.

64 Μερικοί στην αρχαιότητα απέδιδαν αυτό στον Σωκράτη (Διογ. Λαέρτιου ό. π.).

65 Όπως είδαμε για το γνωμικό αυτό είχε μιλήσει και ο Όμηρος. Γενικά για το γνωμικό αυτό υπάρχουν πολλές απόψεις, μία δε από αυτές λέει πως ήταν του Σόλωνος (βλ. Στοβαίου ΙΙΙ 1. 172, β’ 1), ενώ ο Διόδωρος (Θ’ 10) λέει πως είναι του Χίλωνος, όπως και το «γνώθι σ’ αυτόν» και το «εγγύα πάρα δ’ άτα», ο οποίος και τα έγραψε σ’ ένα κίονα στους Δελφούς. Το σίγουρο πάντως είναι ότι το ρητό αυτό, μεταξύ των άλλων (όπως το «γνώθι σαυτόν» κ.τ.λ.), είχε γραφεί με κοινή απόφαση των Επτά Σοφών στο ναό του Απόλλωνος στους Δελφούς (βλ. Πλάτωνος «Πρωταγόρας» 343 b, Πλουτάρχου «Επτά σοφών συμπόσιον» 164 Β).

66 Ο γνώμων ήταν ορθογώνιο τρίγωνο (ή κατακόρυφη ράβδος), του οποίου η σκιά έδειχνε την κατεύθυνση και το ύψος του ήλιου. Δηλαδή ήταν ο δείκτης του ηλιακού ωρολογίου, σήμαινε δε και αυτό-τούτο το ηλιακό ωρολόγιο.

67 Το σκιόθηρον (ή σκιοθήρης) πρέπει να ήταν το ηλιακό ωρολόγιο.

68 Ο Φαβωρίνος ήταν πολυμαθής φιλόσοφος από τις Άρλεις της Γαλλίας, ακμάσας κατά την εποχή του Τραϊανού και «αντίζηλος» του Πλούταρχου. Τον αναφέρει συχνά ο Διογένης Λαέρτιος.

69 Τα ωροσκοπεία βέβαια συνδέονται με τον γνώμονα, κι’ έδειχναν την θέση του ηλίου στην εκλειπτική και την ώρα (πάντως για να γινόταν αυτό έπρεπε το έδαφος στον γνώμονα να ήταν διαβαθμισμένο ανάλογα).

70 Πρόκειται για τον περίφημο Απολλόδωρο τον Αθηναίο, που είναι γνωστός και ως «Γραμματικός» (περίπου 180 π. Χ.-120/10 π. Χ.), συγγραφέα της «Βιβλιοθήκης», των «Χρονικών» (4 βιβλία για τις Χρονογραφίες του Ερατοσθένη) κ.τ.λ.

71 Εδώ κάτι δεν πάει καλά, γιατί ο Πολυκράτης ανήλθε στην εξουσία περί το 540 και πέθανε περί το 522 π. Χ.

72 Είναι παράδοξο πως ο Διογένης έγραψε τόσα λίγα για έναν πολύ μεγάλο φιλόσοφο σαν τον Αναξίμανδρο. Πάντως για περισσότερα γύρω από τον Αναξίμανδρο, αλλά και τον Θαλή και τον Αναξιμένη βλέπε το βιβλίο «ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ» Β’ τόμος, των Εκδόσεων «ΚΑΚΤΟΣ».

73 Βλ. Αγαθήμερου (γεωγράφος από Αλεξάνδρεια 3ος αι. μ. Χ.) Ι. 1.

74 Για τον «Νουν» ο Όμηρος είχε ειπεί «Νους έστιν ο θεός ο πάντα επιστάμενος και διέπων το παν» (Πλουτάρχου «Περί Ομήρου» Β. 114).

75 Η άλωση των Σάρδεων από τους Πέρσες υπό τον Κύρο έγινε το 546 – 5.

76 Δηλαδή το διάστημα 528-5 π. Χ. Με βάση τα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε, ο Αναξιμένης πρέπει να γεννήθηκε περί το 585 και να πέθανε περί το 525.

77 Εδώ κάτι δεν πάει καλά, γιατί, όπως είδαμε, ο Διογένης για τον Αναξιμένη είπε πως πέθανε κατά την 63η Ολυμπιάδα, ήτοι, κατά το διάστημα 528-5 π. Χ. Δεδομένου δε ότι ο Αναξαγόρας, όπως θα ειδούμε παρακάτω, γεννήθηκε το 500, αποκλείεται να υπήρξε μαθητής του Αναξιμένη.

78 Δηλαδή το 480 π. Χ. Το κείμενο πάντως γράφει «επί Καλλίου», που μάλλον είναι λάθος, γιατί ο Καλλίας ήταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα το 456, τότε όμως ο Αναξαγόρας ήταν 44 ετών, και όχι 20, όπως λέει το κείμενο.

79 Αυτό έγινε το 467 π. Χ., αργότερα δε το γεγονός αυτό συνδέθηκε και με την καταστροφή του στόλου των Αθηναίων το 405 στους Αιγός Ποταμούς από τους Λακεδαιμονίους υπό τον Λύσανδρο.

80 Ο Διογ. Λαέρτιος εδώ αναφέρει 3-4 εκδοχές για την δίκη του Αναξαγόρα.

81 Κατά τον Πλούταρχο (βλ. «Περικλής» 4-6) η επίδραση του Αναξαγόρα στην διαμόρφωση της προσωπικότητας του Περικλή ήταν μεγίστη,. Επίσης, κατά τον Πλούταρχο (ό. π. 24-25) μεγίστη επίδραση ασκούσε στον Περικλή και η Ασπασία, γυναίκα «σοφή και πολιτική» (βλ. για την Ασπασία παρακάτω).

82 Δηλαδή, όχι μόνον γι’ απλή συμπάθεια προς τους Πέρσες, αλλά και για ευσυνείδητη συμπεριφορά κι’ ενέργειες που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των Περσών. Με άλλα λόγια δηλαδή κατηγορήθηκε για κατασκοπία και προδοσία προς χάρη των Περσών.

83 Κλαίγοντας στο δικαστήριο κατά μία παράδοση που αναφέρει ο Πλούταρχος (βλ. παρακάτω).

84 Για την στενή φιλία και την μεγάλη επίδραση του Αρχέλαου στην προσωπικότητα του Σωκράτη βλ. Πορφυρίου «Φιλόσοφος ιστορία», Απόσπ. 12 Nauck, Σούδα λημ. «Σωκράτης»

85 Δηλαδή Αναξαγόρας, Αρχέλαος, Ασπασία.

86 Όπως προαναφέρθηκε, ο Αρχέλαος υποστήριζε ότι «ο νόμος», σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στη φύση, πρέπει να είναι «δίκαιος και όχι αισχρός», κάτι που θεωρείται βασικό στοιχείο της δημοκρατίας.

87 Σήμερα, λοιπόν, σχεδόν όλοι έχουν την γνώμη ότι η δημοκρατία γεννήθηκε και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα. Αυτό όμως δεν είναι αλήθεια

88 Η αλήθεια είναι ότι, για τον πόλεμο αυτό μεγάλη ευθύνη (ίσως την μεγαλύτερη) φέρει ο άνθρωπος εκείνος που θεμελίωσε την δημοκρατία και δημιούργησε τον «χρυσούν αιώνα» της Αθήνας. Αλλά το θέμα αυτό είναι τεράστιο κι’ έχουν γραφεί σχετικά σελίδες επί σελίδων (ενδεικτικά αναφέρουμε το βιβλίο του Ste Croix. «Τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου» από τις Εκδόσεις «ΟΔΥΣΣΕΑΣ», παρόλο ότι σε πολλά σημεία διαφωνούμε με τις απόψεις του). Εν πάση περιπτώσει, η ουσία είναι ότι ο πόλεμος αυτός σταμάτησε την «φρενήρη» πορεία της Αθήνας προς την ανάπτυξη και ζημίωσε πολύ την Ελλάδα, η οποία τότε ήταν η δυναμικά ανερχόμενη δύναμη σε όλους τους τομείς «παγκοσμίως», και μάλιστα χωρίς να έχει σοβαρό αντίπαλο.

89 Δηλαδή το σημερινό Καστελλόριζο.

90 Δηλαδή την εν γένει πολιτιστική έμπνευση της Ιωνίας, από την οποία βέβαια ξεκίνησαν τα ΠΑΝΤΑ.

91 Δηλαδή στην Αθήνα κυρίως, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.

92 Καλλιονή, βέβαια, εδώ δεν είναι άλλη από την «εκπάγλου κάλλους» Ελένη της Σπάρτης.

93 Το «Πέτρες» εδώ σημαίνει πόλεις (και αυτό επειδή σ’ αυτές το πέτρινο και μαρμάρινο στοιχείο κυριαρχούσε).

 

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti