Πολιτικές αναφορές και διλήμματα

Παρασκευή, 01 Φεβρουάριος 2019 21:17 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Ατέρμονες συζητήσεις έχουν γίνει και θα γίνονται για τα αίτια της κρίσης, για την προσπάθεια προσέγγισης και ανάδειξης της πραγματικής κρίσης στην ολότητά της. Οι χρόνιες επιλογές, που οδήγησαν μαθηματικά στην υποβάθμιση, τη στέρηση και την ανέχεια μεγάλου μέρους του πληθυσμού είναι ανάγκη να αποκαλυφθούν και να καταγραφούν μέσα από μια θεώρηση, όσο μπορεί να χαρακτηριστεί αντικειμενική, με τις καταβολές, τις αντιλήψεις και τις εκφράσεις μιας υποκειμενικής αδυναμίας, με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απουσία μεροληπτικής σκοπιμότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μεγάλα και σημαντικά προβλήματα είναι εξωγενή και παγκόσμιου χαρακτήρα και η αντιμετώπισή τους επιβάλλει πολύ πιο οργανωμένες και συντονισμένες ενέργειες και κινήσεις από παλιότερα, αλλά αρχικά πρέπει να υπάρξει ορθή πολιτικοποίηση δηλ. πραγματική επίγνωση των πηγών των δεινών και βουλητική κατεύθυνση των επιλογών και των πράξεων. Παρότι σήμερα είναι ευρύτερα παραδεκτό και αποδεκτό ότι ο φιλελευθερισμός έχει προσχωρήσει στο νεοφιλελευθερισμό – δεν υπάρχει άλλο σύστημα οικονομικής διαχείρισης μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού – που είναι αποδεδειγμένα ο φορέας της κοινωνικής ανασφάλειας, της οικονομικής καθίζησης μέχρι και εξαθλίωσης των εργαζομένων και γενικά των λαϊκών στρωμάτων, εξακολουθεί να παραμένει ισχυρή πολιτική πρακτική – δεν θα έλεγα ιδεολογία – με τα σοσιαλιστικά αναχώματα των προηγούμενων δεκαετιών να καταρρίπτονται και να ισοπεδώνονται.
Η σοσιαλδημοκρατία – και ο ευρωκομμουνισμός ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας ήταν – η οποία αναπτύχθηκε και πρωτοπόρησε στην Ευρώπη, αλλά και την Ελλάδα – ο κύριος ανταγωνιστής του φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού – δεν μπόρεσε τότε να πείσει και τώρα να επωφεληθεί από την κρίση. Γιατί, όταν τα σοσιαλιστικά κόμματα ανέλαβαν τις Κυβερνήσεις και τη διαχείριση των κρατικών πόρων δεν έκαναν τις τομές που είχαν υποσχεθεί δηλ. να αναδιατάξουν και να αναπροσανατολίσουν την κατεύθυνση της οικονομίας και των τραπεζών, προς όφελος του κοινωνικούσυνόλου,αλλά αντίθετα συμπορεύτηκαν με την οικονομική ολιγαρχία και δεν άντεξαν στον πειρασμό της μεροληπτικής συμπεριφοράς, του χρηματισμού και της ιδιοτέλειας. Έτσι έχασαν την ανταγωνιστικότητά τους και την εμπιστοσύνη των βιοπαλαιστών, των απλών ανθρώπων, τα συμφέροντα των οποίων είχαν κληθεί να υπηρετήσουν, απεμπόλησαν τη σοσιαλιστική ιδεολογία, με τον πολίτη να αιωρείται απογοητευμένος, ευάλωτος και απροστάτευτος, με λογική συνέπεια να έλκεται και να παραδίνεται χωρίς αντίρρηση και δισταγμό σε ακραίες επικαλυμμένες μορφές βασανισμού και βαρβαρότητας, όπου ο ίδιος θα είναι το πρώτο θύμα στο ενδεχόμενο επικράτησής τους, όπως έχουν δείξει το πρόσφατο και το απώτερο παρελθόν.
Μετά από τη σημερινή πολιτική διαμόρφωση της κοινωνίας εύλογα μπορεί κανείς να ανατρέξει, να προβληματιστεί και να αναρωτηθεί, με τις απαντήσεις βέβαια να μην είναι εύκολες, γιατί ένα μεγάλο μέρος της εμμένει στις προσωπικές εκτιμήσεις, που προέρχονται από πολιτικά μη διασταυρωμένες και επιβεβαιωμένες πληροφορίες και οι οποίες δεν συμπορεύονται με αυτές που επικρατούν στη μεγάλη πλειονότητα του κοινωνικού συνόλου.
Τις παραδοχές αυτές ακολουθούν η περίσκεψη, η περισυλλογή και η αμφιταλάντευση, μπροστά στα τωρινά δεδομένα, σε μια σύντομη καταγραφή:
Η εκμετάλλευση της εργατικής παραγωγής είναι μεγάλη, συνεχώς διευρύνεται και επεκτείνεται και απομυζά ολοένα και περισσότερο τον κόπο των εργαζομένων. Θα μπορέσουν οι ίδιοι να οργανωθούν, να προσανατολιστούν, να πρωτοστατήσουν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, μετά από τόσες ταπεινώσεις και απογοητεύσεις; Θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν τα συμφέροντα των οικονομικών βαρόνων, τα οποία είναι αντίθετα και σε διαρκή σύγκρουση με τα δικά τους;
Το 2008, την εποχή που χρονικά άρχιζε η οικονομική κρίση – η πραγματική και βαθιά κρίση είναι από πολύ νωρίτερα – έκανε την εμφάνισή του το κίνημα των αγανακτισμένων, το οποίο αμφισβήτησε τις τότε πολιτικές επιλογές, τους κυβερνητικούς χειρισμούς και τους πολιτικούς και με δυναμικές κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις προσπάθησε να περιορίσει ή και να ματαιώσει το βάθος και το εύρος των περικοπών, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός της τότε εξουσίας δημιουργημένος από τα δύο κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, που είχαν κυβερνήσει τη χώρα για πάνω από σαράντα χρόνια,παρότι ήταν πολιτικά συγκρουσιακά μέχρι τελικής πτώσης και αφανισμού του αντιπάλου, ενώθηκαν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κρίση που τα ίδια είχαν δημιουργήσει, εφαρμόζοντας αντιλαϊκά μέχρι εξοντωτικά προγράμματα, αλλά και για να ελέγξουν τις επιπτώσεις από την εμπλοκή στελεχών τους στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος, στις μίζες και στις οικονομικές λίστες, με τη δυσοσμία και την αποφορά να έχουν καλύψει πολλές «αγαθές» όψεις των τότε αξιωματούχων, μη εξαιρουμένου και του ίδιου του πρωθυπουργού.
Η πολιτική αλλαγή του Γενάρη του 2015 αποφορτίζει την κατάσταση και με νέους και άφθαρτους πολιτικούς επιχειρεί με συνεχείς διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις να επιφέρει κάποια ρωγμή στο πολιτικό άντρο των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, για να προστατεύσει τα συμφέροντα του λαού και της χώρας, χωρίς να τα καταφέρνει. Το ισχυρό κονκλάβιο δεν δέχεται παραχωρήσεις και παρεκκλίσεις από τη σκληρή γραμμή και επιβάλλει νέα μέτρα για τρία ακόμη χρόνια, τα οποία η Κυβέρνηση αναγκάζεται να αποδεχθεί μπροστά στην πλήρη κατάρρευση, όμως χαρακτηρίζονται ηπιότερα, αλλά και τα τελευταία στην πορεία προς την κανονικότητα της Ελληνικής οικονομίας. Πολλά ειπώθηκαν το καλοκαίρι του 2015, όχι μόνο από την αντιπολίτευση – η οποία σχεδόν μαζικά ψήφισε τη νέα συμφωνία – αλλά και από τους ιδεολόγους της αριστεράς, όπως ότι έπρεπε να βγει η χώρα από την Ε.Ε. και το ευρώ, με δραχμή κ.λπ. παρότι το 80% του πληθυσμού ήταν υπέρ της παραμονής στην Ε.Ε. και το ευρώ.
Σήμερα η Κυβέρνηση έχει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να αυτονομείται και να πάρει τα αναγκαία μέτρα για τη στήριξη των ασθενέστερων και την επαναφορά της οικονομίας στις ράγες της ανάπτυξης.
Μήπως η συσπείρωση και η συναίνεση του λαού είναι απαραίτητη και επιβάλλεται, αδιαφορώντας για τη λεκτική αντιπαράθεση των πολιτικών και την προπαγανδιστική τους σύρραξη;
Μήπως πρέπει να χαμηλώσουν τους τόνους, να σταματήσουν τις ύβρεις και τις εκφράσεις πεζοδρομίου, να αποβάλλουν τις πολεμικές ιαχές περί καταστροφολογίας και όλοι να επικεντρωθούν στην ανασύνταξη για την προκοπή του λαού και της χώρας; Πολλές φορές δίνεται η αίσθηση και η εντύπωση σε κάτι το εξαιρετικά απίστευτο, ότι η χώρα ας χτυπήσει ακόμη και στα βράχια, αν δεν είναι οι ίδιοι στο τιμόνι.
Η συμφωνία των Πρεσπών είναι πράγματι μια εθνική συμφωνία και δίκαια ευαισθητοποιεί τον κάθε πολίτη ανεξάρτητα από το κόμμα που συμπαθεί και την άποψη που έχει σχηματίσει γι’ αυτή. Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι τον τρόπο έκφρασης, αντίρρησης και αντίδρασης υπάρχει σημαντική απόσταση. Από τη στιγμή που θεωρητικά όλοι οι Έλληνες και οι πολιτικοί είναι πατριώτες, η μέτρηση του βαθμού της φιλοπατρίας δεν έχει νόημα.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti