Κωνσταντίνου Καβάφη «Δέησις»

Παρασκευή, 07 Ιούνιος 2019 21:24 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Δεν λέει «δέηση» αλλά «δέησις». Και βέβαια δεν είναι το ίδιο. Και φυσικά θα ήταν άλλο πράγμα αν έλεγε «η δέησις». Αν δηλαδή είχε άρθρο θα παρέπεμπε σε κάποια γνωστή μας συγκεκριμένη δέηση ορισμένου ανθρώπου σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Δίχως άρθρο όμως παραπέμπει σε κάθε δέηση κάθε εποχή. Ο τίτλος δηλαδή γίνεται συμβολικός. Το ποίημα γίνεται συμβολικό. Πλαταίνει η λέξη χωρίς το άρθρο.
Και τί μεγάλη λέξη η δέησις. Δέομαι. Φοβερό ρήμα. Έχει μέσα του το δέος, το φόβο του θεού, την προσήλωση, την ικεσία γιατί βρίσκομαι στην ανάγκη και ζητώ κάτι από κάπου με θέρμη. Αυτή είναι η δέησις. Και φυσικά αν έλεγε παράκληση, προσευχή, ικεσία κ.α. δεν θα ήταν το ίδιο. Απ’ αυτό και μόνο φαίνεται πόσο μεγάλη είναι η ελληνική γλώσσα. Το μεγαλείο της το δείχνει παντού. Κι όλο το ποίημα στηρίζεται σε δύο – τρεις λέξεις δυναμάρια με πρώτη εκείνη του τίτλου. Κι όλο μια νοητική παράσταση. Πίνακας ζωγραφικής σαν το τάμα του Νικολάου Γύζη. Άλλωστε τί έλεγε ο Σιμωνίδης; «Σιμωνίδης τὴν μὲν ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν προσαγορεύει τὴν δὲ ζωγραφίαν ποίησιν σιωπώσαν» όπως σώζει ο αρχαίος Ιστορικός. Και πια δεν φεύγει από το νου σου.
Ένα από τα πολύ μεγάλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη η δέησις. Το θεωρώ ανώτερο από την Ιθάκη κι άλλα πολλά του ίδιου ποιητή. Οχτώ στίχοι όλοι κι όλοι και όρθωσε άγαλμα που αστράφτει. Ιδού:
Η θάλασσα στα βάθη της πήρε έναν ναύτη
Η μάννα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν’ καλοί καιροί
κι όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Μέχρις εδώ το πρώτο μέρος του ποιήματος. Ο πρώτος στίχος του αναφέρει το γεγονός. «Η θάλασσα στα βάθη της πήρε έναν ναύτη». Ως συμβάν που δεν το ξέρει κανείς. Μακριά στην αχανή θάλασσα εκτυλίσσεται και ουδείς έλαβε γνώση. Ούτε καν όνομα δεν έχει αυτός ο ναύτης. Ένα γεγονός από ‘κείναπου προσπερνάμε όλοι μας αδιάφοροι. Η μάννα του μόνο που τον πονάει και τον νοιάζεται - η κακομοίρα η μάννα - ανήξερη κι αυτή πηγαίνει κι ανάβει μπροστά στην Παναγιά «ένα υψηλό κερί». «Για να γυρίσει γρήγορα και νάν’ καλοί οι καιροί». Και συνέχεια ο νους της στο παιδί της. «Όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί», μην του στήσει πουθενά στην άγρια θάλασσα καρτέρι εκείνος ή κι αν του στήσει να τον λυπηθεί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή
η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη
ξεύροντας πως δεν θάρθει πια ο υιός που περιμένει.
Όλο το ποίημα είναι τρομερό για την τραγωδία που κρύβει, καταιγιστικό. Εμείς παρακαλούμε, προσευχόμαστε, κάνουμε, φτιάχνουμε, στήνουμε κάστρα, δαμάζουμε τη φύση, νομίζουμε πως νικήσαμε αλλά η μοίρα μας είναι έτοιμη να μας ισοπεδώσει. Κανείς δεν ξέρει που και πότε θα πέσει ο κεραυνός.
Έφτιαξε ακόμη και θεούς αυτό το τραγικό πλάσμα που λέγεται άνθρωπος για να τον προστατεύσουν. Κάνει δεήσεις, λιτανείες, αναπέμπει προσευχές, κάνει θυσίες, αγιασμούς, τοποθετεί θεμέλιο λίθο και τον αγιάζει, ανάβει κεριά, τάζει στους αγίους και στην Παναγιά… Όμως οι θεοί, η Παναγία δεν μπορούν να μας βοηθήσουν. Η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένηκαι σιωπηλή τις ικεσίες.
Η “εικών”. Λέξη δυναμάρι μέσα στο ποίημα. Αν έλεγε η Παναγία ή ο Άη Νικόλας δεν θα ήταν το ίδιο. Όπως κι αν έλεγε η εικόνα. Η “εικών” ακούει σοβαρή και λυπημένη. Μια λέξη προσωποποιημένη ολόκληρη νοητική παράσταση - γιατί εκείνη γνωρίζει - τι παιχνίδι έπαιξε η μοίρα στο ναύτη κι όλους τους ναύτες και τις δύστυχες μαννάδες τους «ξεύροντας πως δεν θάρθουν πια οι υιοί που περιμένει». Αλλά αυτή η λέξη έχει νομίζω βαθύτερη έννοια και συμβολισμό. Τις εικόνες παρακαλούμε γιατί μόνο εικόνες υπάρχουν. Και η ζωή μας ολόκληρη εικόνες και αυτή: η Παναγία η ίδια είναι απούσα και καμμία βοήθεια απ’ αυτήν. Η εικών ακούει όχι η Παναγία.
Εδώ εξ αιτίας της λέξης «η εικών»ανοίγω μια παρένθεση. Ένα ποίημα οκτώ μόνον στίχων, ένας στίχος μόνος του , ακόμη και μία λέξη, είναι ικανά πολλές φορές να σ’ αναστατώσουν. «Φτάνει να μην έρθει σαν άγρια μπόρα» λέει άλλος ποιητής. Ή στον πραματευτή του Γρυπάρη. Άλλο πολύ μεγάλο ποίημα κι αυτό (βρέστε και διαβάστε το) υπάρχουν οι στίχοι:
Νεράϊδες περδικόστηθες
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες
«Ανήσκιωτα κορμιά αδειανά / διανέματα κι ανατριχίλες» Πώς το συλλαμβάνει ο άνθρωπος! Πώς παριστάνει το άυλο της ύπαρξης με το ανήσκιωτα κορμιά που δεν έχουν μήτε ήσκιο, άυλα.Και «διανέματα = σχήματα, περιγράμματα αντικειμένων που κινούνται, φευγαλέες κινήσεις, μορφές διαβατικές. Και ποιητής είν’ εκείνος που παίζει το λόγο. Και μόνο γι’ αυτό είναι κι ο Γρυπάρης μεγάλος ποιητής. Ένα ποίημα από μόνο του, αν είναι ποίημα, σε διαλύει. Κι αυτοί είναι ποιητές.
Στην ποίηση, στα τραγούδια κάποτε κάναμε θαύματα. Ακόμα και στα εμβατήρια. Άκουγες (κι ακούς) εμβατήριο και τρελαίνεσαι. Θες να κάνεις παρέλαση, να πας στον πόλεμο. Δεν υπάρχουν πια σήμερα ποιητές πονεμένοι, με ευαισθησίες. Είναι όλα ψεύτικα, πλαστικά. Δέστε τις σημερινές Κρητικές μαντινάδες, συγκρίνατέ τες με τα δίστιχα παλαιοτέρων εποχών και θα καταλάβετε πόσο κατέβηκε η στάθμη. Εκτός κι άλλαξε ο κόσμος και δεν το πήραμε είδηση εμείς μερικοί.
Και εξ αφορμής αυτών επαναλαμβάνουμε και δεν θα κουραστούμε να λέμε ότι θάπρεπε εμείς οι Έλληνες να είμαστε υπερήφανοι για τη γλώσσα που έπεσε στα χέρια μας. Άλλο το προσεύχομαι, άλλο το δέομαι ή το ικετεύω. Το παρακαλώ, το δοξάζω, το προσκυνώ ή το αναπέμπω δέηση, το μεγαλύνω, το ευλογώ, το καθικετεύω, το θερμοπαρακαλώ, το προσπίπτω… κι άντε να βρεις άκρη. Και κανένα ταυτόσημο με άλλο, ούτε καν συνώνυμο. Κι ας λένε οι γλωσσολόγοι. Ποιος άλλος λαός έχει αυτόν τον πλούτο;
Και ο Πρωθυπουργός πρέπει να ψάξει μόνος του από τη μία άκρη της Ελλάδος στην άλλη να βρει και να βάλει υπουργό Παιδείας. Όχι τους άρρωστους ή όποιον κομματικόν τούρθει. Τα κόμματα εδώ δεν έχουν θέση.
Γιατί δύο πράγματα πρέπει να προσέξουμε, όπως έλεγε ο μεγάλος Φώτης Βαρέλης στον πανηγυρικό λόγο του κατά την επέτειο των σαράντα (40) χρόνων από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου – το μεγάλο εκείνο μάθημα. ʺΠρώτον την ελευθερία μας, πρώτη ύλη ευδαιμονίας του ανθρώπου, που ζητάει αυτογνωσία, αυτοπειθαρχία, σεβασμό και τιμιότητα στην εργασία μας. Ζητάει αγάπη, ανθρωπιά και δικαιοσύνη». (Η πιο δύσκολη αντιμετώπιση έννοιας, η της ελευθερίας. Τί είναι η ελευθερία, πού είναι, πώς προστατεύεται και τόσα άλλα. Τέτοιες συζητήσεις να κάνουν στη Βουλή δύο και τρεις και δέκα μέρες. Πώς προστατεύουμε την ελευθερία μας. Κι ένα όπλο που την προστατεύει είναι η γλώσσα μας). Και δεύτερον ακριβώς αυτό. Τη γλώσσα μας.«Γιατί τίποτ’ άλλο πιο ακριβό δεν κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας. Και τίποτε άλλο πιο ακριβό δεν πρόκειται να δώσουμε κληρονομιά στα παιδιά μας. Σ’ όλη της την πορεία. Από τις πρώτες της πηγές μέχρι σήμερα. Μέχρι το κάθε σήμερα. Όχι κομμένη από κάποιο σημείο και ύστερα γιατί θα ξεραθεί».
Και όμως αυτή τη γλώσσα με τα δέομαι, παρακαλώ, ικετεύω και τ’ άλλα που αναφέραμε, που το καθένα χρησιμοποιούμε γι’ άλλη έννοια, τη σκοτώσαμε. Την τσιμεντώσαμε, τη σφραγίσαμε, την κλειδώσαμε τη γλώσσα μας και χάσαμε και το κλειδί. Λίγο ακόμη θέλουμε να καταντήσουμε σαν τους ʺΠοσειδωνιάτεςʺ του Καβάφη με ευθύνη πιο πολύ των ειδικών λεγόμενων γλωσσολόγων, των δημοσιογράφων και προπαντός των πολιτικών. Έναν να ιδώ να μιλήσει έτσι στη Βουλή και να την υπερασπιστεί κι ας πεθάνω. Θα πήγαινα τουλάχιστον χορτάτος.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti