Του Θεόδωρου Τσαγκαρούλη
Πριν από λίγες μέρες σε αποχαιρετήσαμε όλοι με περίσσεια αγάπη και συγκίνηση. Η οικογένειά σου, οι φίλοι σου και όλη η κοινωνία της πόλης σου. Έφυγες ανήμερα της Παναγίας και της 28ης Οκτωβρίου. Τέτοια μέρα. Πρώτη φορά που δεν πήγες στην εκκλησία να λειτουργήσεις, να τελέσεις τη Θεία Λειτουργία και τη Δοξολογία για την Εθνική μας εορτή. Έφυγες για τη χώρα των Αγγέλων, γιατί εκεί είναι η θέση σου πια, στο αιώνιο Θυσιαστήριο κοντά στον Μεγάλο Αρχιερέα Ιησού Χριστό, που τόσο πολύ πίστεψες, αγάπησες και υπηρέτησες από μικρό παιδί.
Ένιωσα για ακόμα μια φορά περήφανος για εσένα. Διαπίστωσα το τεράστιο αποτύπωμά σου με το πέρασμά σου από αυτή τη ζωή. Φόρεσες το τιμημένο ράσο πριν 68 χρόνια, το 1957, και «κόλλησε» πάνω στο σώμα σου, όπως μας έλεγες πολλές φορές. Χωρίς να το επιδιώκεις, έλαμψε το σημαντικό ιερατικό σου έργο. Υπηρέτησες με πίστη και ταπείνωση τον Θεό και τους ανθρώπους. Για κάποιους φίλους Ιεροψάλτες των Αθηνών ήσουν ο «Παπαφλέσσας» και για κάποιους ιερείς και λαϊκούς το «φαινόμενο». Με την ωραία ψαλμωδία σου, με το διδακτικό σου κήρυγμα, με τη δυνατή και στεντόρεια φωνή σου, μετέδωσες τον λόγο της αγάπης και της καλοσύνης σε πολλά μέρη της χώρας μας αλλά και στη Γερμανία, στην Αμερική και στον Καναδά.
Δίδαξες το Ευαγγέλιο του Χριστού σε τρεις γενιές, παντού όπου η εκκλησία σού ανέθεσε να υπηρετήσεις: στη Σκούρα και Βαρβίτσα για 10 χρόνια, στην Καλογωνιά, για 36 επίσης χρόνια, και, τέλος, στη Σπάρτη, στον Ιερό Ναό του Οσίου Νίκωνος απ’ όπου ξεκίνησες. Είχες μεγάλο σεβασμό στα Μοναστήρια, αφού η πρώτη σου παιδική επιθυμία ήταν να γίνεις μοναχός. Ξεκίνησες από το χωριό Θεολόγο, τελείωσες την Εκκλησιαστική Σχολή της Κορίνθου και τέλος το Ποιμαντικό τμήμα της Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο τελευταίος σου εκκλησιασμός ήταν στις 13 Ιουλίου 2025, ημέρα Κυριακή, εορτή των Αγίων Πατέρων, στην Ιερά Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα, εκεί που ήθελες να μονάσεις.
Αγάπησες όλους τους ανθρώπους, γι’ αυτό και θα σε θυμούνται όσοι σ’ αγάπησαν, αλλά και όσοι σε πολέμησαν και σε πίκραναν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Έφυγες ήσυχος, γαλήνιος και ήρεμος στο σπίτι σου, αφού δεν άφησες οφειλές και εκκρεμότητες. Έδωσες απλόχερα την ευχή και την ευλογία σου σε όλους εμάς που σε γνωρίσαμε. Αγαπητέ μου πατέρα, σου χρωστώ το ΖΕΙΝ και το ΕΥ ΖΕΙΝ, χωρίς να ξεχνώ και τους δασκάλους μου, γιατί εκτός από πατέρας ήσουν και δάσκαλός μου.
Σ’ ευχαριστώ για την τεράστια κληρονομιά που μου αφήνεις. Πρώτα – πρώτα το τίμιο, καθαρό και αξιοπρεπές ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ «πατέρας Χρήστος Τσαγκαρούλης». Επιπλέον, μου αφήνεις τις θείες παρακαταθήκες σου, μα πάνω απ΄ όλα μου αφήνεις την Ορθόδοξη πίστη και σοφία Σου. Καλό Σου ταξίδι, αγαπημένε μου Πατέρα. Μη ξεχάσεις κάτι που πριν φύγεις μου υποσχέθηκες, ότι θα πας να συναντήσεις με λαχτάρα τον εγγονό σου, τον Χρήστο μας. Σε παρακαλώ, πες του πως δεν τον ξεχνάμε, τον αγαπάμε κάθε μέρα και περισσότερο, κάνε τον μιαν αγκαλιά και να τα λέτε… Την ευχή Σου.
Ο γιος σου, Θόδωρος.




