Χρυσό Ολυμπιακό Μετάλλιο

Πέμπτη, 18 Αύγουστος 2016 18:40 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Θάλαμος γνωστού αθηναϊκού νοσοκομείου. Οι ασθενείς και οι λιγοστοί συνοδοί τους παρακολουθούν την τελευταία προσπάθεια της Άννας Κορακάκη για την κατάκτηση του χρυσού. Ήδη η Γερμανίδα έχει ισοφαρίσει σε 6- 6, και όλα παίζονται σ’ αυτή την προσπάθεια.
Ο μπάρμπα-Γιάννης ρουφώντας το οξυγόνο από το ειδικό ρύγχος, έχει ανοίξει διάπλατα τα ταλαιπωρημένα του μάτια από τα βάσανα που του έχουν φορτώσει τα ογδόντα του χρόνια, που δεν είναι λίγα, και περιμένει με αγωνία να δει τι θα γίνει. Ο ορός έχει τελειώσει από το πρωί, η νοσηλεύτρια που πέρασε μια φορά από τότε, του είπε πως θα το φροντίσει, αλλά ακόμα είναι στο περίμενε.
Ο γέρο-Ηλίας, που ήταν να εγχειριστεί για κοίλη εδώ και δέκα μέρες, αλλά αφού οι χειρούργοι δεν πήραν ακόμα το απαραίτητο φακελάκι, συνεχώς βρίσκουν δικαιολογίες και αναβάλουν την εγχείρηση, έχει κι αυτός στυλώσει τα μάτια του και αγωνιά.
Δίπλα του ο Γρηγόρης γεμάτος επιδέσμους, που κάηκε στην προσπάθειά του να καθαρίσει τις δεξαμενές πετρελαίου ενός τάνκερ, (ανάφεραν και τα κανάλια για την πυρκαγιά που είχε ανάψει, και για τον Νίκο, τον άτυχο συνάδελφό του, που έγινε κάρβουνο, πριν προλάβουν να τον διακομίσουν εδώ), φυσά και ξεφυσά: «Θα το πάρει, είμαι σίγουρος!», προσπαθεί να φωνάξει μέσα από τους επιδέσμους.
Και η Άννα τα καταφέρνει. Όλος ο θάλαμος χειροκροτεί και κανένας δεν προσέχει τον μπάρμπα-Γιάννη, που μελανιάζει και αγκομαχά. Οι γιατροί έχουν γράψει τι φάρμακα χρειάζεται, όμως το φαρμακείο του νοσοκομείου δεν έχει να του τα προσφέρει. Εδώ δεν είχε ορούς, θα έχει φάρμακα για το αναπνευστικό; Κανένας δικός του δεν φάνηκε να τον δει και να τ’ αγοράσει απ’ έξω, κι έτσι ο άτυχος γέροντας δεν απέφυγε το πνευμονικό οίδημα, που τον έστειλε στον άλλο κόσμο. Έφυγε όμως χαρούμενος, τη στιγμή που η Ελλάδα αποκτούσε ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς του Ρίο.
Η παρουσιάστρια της δημόσιας τηλεόρασης μας πληροφορεί πως, «Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας συνομίλησε τηλεφωνικά με τη χρυσή ολυμπιονίκη Άννα Κορακάκη, (βλέπουμε στιγμιότυπα από τον αγώνα, καθώς και τον υπουργό κ. Κοντονή να χειροκροτεί, που βρίσκεται εκεί κάτω, επειδή οι Έλληνες φορολογούμενοι πλήρωσαν τα έξοδα της μετακίνησής του), τη συνεχάρη για τη μεγάλη της επιτυχία, και της ευχήθηκε να συνεχίσει να τιμά την πατρίδα μας»
Ακολουθεί η είδηση πως τα σημειώματα για την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ, (αυτόν που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υποσχεθεί προεκλογικά στη Θεσσαλονίκη πως θα τον κόψει, όταν αναλάβει την εξουσία), θα αποσταλούν στους παραλήπτες ως το τέλος Αυγούστου.
Η Ματίνα γυρίζει στο σπίτι της συννεφιασμένη. Εφτά χρόνια έχει πάρει το πτυχίο της καθηγήτριας, και δεν έχει διδάξει ούτε μια μέρα. Κοντεύει τα τριάντα, ψάχνει, όπως το σύνολο σχεδόν των παιδιών της ηλικίας της, να κάνει οποιαδήποτε δουλειά βρεθεί, και απομυζά ακόμα τη σύνταξη του πατέρα της, που τώρα με τον αυτόματο κόφτη δεν γνωρίζει πόσα θα πάρει τούτο το μήνα και πόσα τον επόμενο.
Εκείνη τη στιγμή οι γονείς της είναι προσηλωμένοι στην οθόνη της τηλεόρασης, λίγο πριν η Άννα Κορακάκη ρίξει τις τελευταίες μπιστολιές για το χρυσό. Τη χαιρετούν, αλλά μόλις βλέπουν την έκφρασή της, καταλαβαίνουν. Δεν τολμούν να της πουν τίποτα, μόνο τη ρωτάνε αν θέλει καφέ.
«Της παρηγοριάς», τους λέει εκείνη και ξεσπάει σε λυγμούς, τη στιγμή που η τελευταία σφαίρα της Άννας της δίνει το χρυσό μετάλλιο, «Ο Θανάσης το έκλεισε το μαγαζί», τους πληροφορεί, «πάνε και τα τετρακόσια Ευρώ που έπαιρνα»
Ο πατέρας της προσπαθεί να την παρηγορήσει:
- «Παιδί μου, μην κάνεις έτσι. Κάτι άλλο θα βρεθεί. Σιγά τα πολλά λεφτά που έπαιρνες!»
- «Και ποιος παίρνει περισσότερα σήμερα; Μου έβγαινε η πίστη, οχτώ ώρες στο πόδι, να εξυπηρετώ τον κόσμο που έμπαινε και που δεν ψώνιζε τίποτα»
- «Πού να τα βρει ο κόσμος τα χρήματα να ψωνίσει;», της λέει η μητέρα της.
- «Ας μη γκρινιάζουμε σήμερα, που πήραμε και το χρυσό», προσπαθεί να τη συνεφέρει ο πατέρας της, αλλά συνεχίζει να θυμοσοφεί, «Θα φάει κι αυτή με χρυσά κουτάλια. Τουλάχιστον μας έκανε περήφανους. Ας έλεγε όμως και δυο λόγια για την πατρίδα της που αργοπεθαίνει, κι όχι μόνο για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην προπόνησή της»
Η Ματίνα δείχνει να συνέρχεται. Γελαστή τώρα, του απαντάει:
- «Με ανθρώπους σαν την Άννα ξεχνάω την απόλυσή μου, το διορισμό που δεν πρόκειται να έρθει ποτέ, τη φτώχεια και την ανέχεια, όλα τα ξεχνάω!»
Το ειδοποιητήριο που κρατούσε στα χέρια του ο Γιώργος, το έλεγε πεντακάθαρα, πως η τράπεζα κατάσχει, βάσει του νόμου…, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του, και της οικίας του συμπεριλαμβανομένης, για απλήρωτα χρέη. Δυνατότητα κι άλλου διακανονισμού, ανύπαρκτη. Όποιο νομικό περιθώριο υπήρχε, το είχε εξαντλήσει. Τις τελευταίες του δεκάρες τις έφαγαν οι δικηγόροι.
Η γυναίκα του τον είχε αφήσει εδώ κι ένα χρόνο. Όσο είχε το εργοστάσιο δεν την πείραζε καθόλου που την κεράτωνε με όποιο θηλυκό περνούσε στο γραφείο του. Ήταν κυρία εργοστασιάρχου. Τώρα που δεν του είχε μείνει τίποτα, τώρα αποφάσισε να τον εγκαταλείψει κι αυτή, όπως τον εγκατέλειψαν οι φίλοι και οι γνωστοί του.
Άνοιξε την τηλεόραση. Εκείνη τη στιγμή η Άννα Κορακάκη στεφόταν χρυσή ολυμπιονίκης, κι ακουγόταν ο εθνικός ύμνος. Για μια στιγμή ένοιωσε καλά. Περηφάνια τον πλημμύρισε. Έκλεισε το συρτάρι που είχε μόλις ανοίξει, και τραγουδούσε τον εθνικό ύμνο. Όταν όμως η εικόνα έδειξε τους επισήμους, κι ανάμεσά τους τον Έλληνα υπουργό αθλητισμού, του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άνοιξε το συρτάρι, χούφτωσε το πιστόλι, το έφερε στον κρόταφο και μπόρεσε να πει: «Άλλοι παίρνουν χρυσά, κι άλλοι…»
Δεν πρόλαβε να πει την τελευταία λέξη. Η μπιστολιά αντήχησε σ’ όλο το διαμέρισμα κι έκοψε το νήμα της ζωής του.
Ο Σπύρος πεινούσε. Ούτε χτες είχε βάλει τίποτα στο στόμα του. Δεν είχε βρει στους κάδους κάτι να ξεγελάσει την πείνα του. Σήμερα, δεν περίμενε να βραδιάσει για να κάνει την εξόρμησή του. Άφησε μια πέτρα πάνω στα χαρτόνια που του χρησίμευαν για στρώμα κάτω από τη γέφυρα, και πήρε σβάρνα τους κάδους απορριμμάτων. Είχε συνηθίσει τη χαρακτηριστική κι ανυπόφορη μπόχα τους, θα μπορούσε να πει μάλιστα πως του άρεσε κιόλας.
Παρηγοριόταν μόνο επειδή δεν ήταν ο μόνος που είχε αυτή την κατάντια στην τσιμεντούπολη, κι ας μην είχε φτάσει ακόμα τα πενήντα. Η κρίση βλέπεις του είχε στερήσει εργασία, σπίτι κι όλα τα περιουσιακά του στοιχεία.
Σήμερα συνέβαινε κάτι παράξενο στα σπίτια της πρωτεύουσας. Έβλεπε τον κόσμο να είναι στις βεράντες, προσηλωμένος στις οθόνες των τηλεοράσεων, να φωνάζει και να χειρονομεί. Στάθηκε έξω από ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών και πήρε να παρακολουθεί από τις ανοιχτές οθόνες δυο κοπέλες που πυροβολούσαν. Στη βάση της οθόνης υπήρχαν τα ονόματά τους. Διάβασε Μόνικα Καρς, κι είδε δίπλα της τη Γερμανική σημαία, και πιο πέρα Άννα Κορακάκη, με την Ελληνική σημαία.
«Αυτή είναι δική μας!», φώναξε χαρούμενος. Την είδε τότε να πανηγυρίζει. «Μπράβο, Άννα», φώναξε κι αυτός.
Κάποιοι που είχαν σταθεί δίπλα του τον ενημέρωσαν πως πήρε το χρυσό μετάλλιο στη σκοποβολή. Ξέχασε την πείνα του μεμιάς, και περίμενε την απονομή. Ήθελε ν’ ακούσει τον εθνικό μας ύμνο. Και την είδε, και τον άκουσε. Κι έκατσε προσοχή. Και βούρκωσε. Τότε μόνο θυμήθηκε το αδειανό του στομάχι, που άρχισε να διαμαρτύρεται πάλι, και πήρε το γνωστό του δρόμο προς τους κάδους.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Αρκά
Το κλίκ της ημέρας
του Αρκά

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti