Θανάσης Κουτσοβίτης-Ξάρχος: Το χρυσό βιολί

(Εις μνήμην)

Παρασκευή, 06 Φεβρουάριος 2015 11:37 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Θανάσης Κουτσοβίτης-Ξάρχος: Το χρυσό βιολί

Μια φορά κι έναν καιρό, μέσα στη μαύρη νύχτα της κατοχής (28 Αυγούστου 1943), γεννήθηκε στους Αγριάνους της Λακωνίας ένα παιδί που βαφτίστηκε Αθανάσιος: Αθανάσιος Κουτσοβίτης του Σαράντου και της Κωνσταντίνας το γένος Καρελά.
Οι Αγριάνοι είναι ένα όμορφο χωριό του Πάρνωνα, πνιγμένο μέσα στα έλατα, ένα από κείνα λεβεντοχώρια που γεννήθηκε και λημέριασε κάποτε το αθάνατο δημοτικό μας τραγούδι και σίγουρα ο μικρός Θανάσης, μαζί με τα νανουρίσματα της μάνας του, άκουγε και τα «έμορφα τραγούδια μας», που σιγά – σιγά και αβίαστα κάθονταν πάνω στην ψυχή του καθώς η πρωινή δροσούλα στέκεται πάνω στα φύλλα της άνοιξης. Άλλωστε, ο παππούς του ήταν λαουτιέρης κι ο πατέρας του έπαιζε βιολί και στο αίμα του μικρού Θανάση κυλούσε το «θείο τάλαντο», εκείνο που ο Θεός χαρίζει σε ανθρώπους που είναι προορισμένοι να υπηρετήσουν την Μουσική, εκείνη τη μεγάλη και σπουδαία Τέχνη που σύμφωνα με τους αρχαίους μας προγόνους μπορεί ακόμα και τα άγρια ζώα να ημερώνει και να κάνει τον κόσμο καλύτερο, παίρνοντας τη σκληράδα απ’ τις καρδιές των ανθρώπων.
Μεγάλωνε ο μικρός Θανάσης, κι ανάμεσα στα κοπάδια και στα χωράφια που μοίραζε τη ζωή του εκεί στο αγαπημένο του χωριό, πετούσε στα ουράνια κάθε φορά που έπαιζαν τα όργανα είτε σε γάμο είτε σε βάφτιση και γιορτή είτε σε πανηγύρι είτε ακόμα και στον καφενέ της πλατείας για να ξεκουραστεί η ψυχή των ξωμάχων.
Πλησίαζε ο μικρός Θανάσης τους οργανοπαίχτες, κοίταζε από κοντά με προσοχή και μάτια ορθάνοιχτα πώς ο κλαριντζής φύσαγε με τέχνη στο καλάμι και βούλωνε και ξεβούλωνε με τα δάχτυλα τις τρύπες του κλαρίνου, πώς ο λαουτιέρης πάταγε με τα δάχτυλα τα συρμάτινα τέλια και τα χτύπαγε με την μπανέλα απ’ τον γιακά του πουκαμίσου του για να δίνουν ήχο και ρυθμό, πώς ο βιολιτζής έσερνε τ’ ακροδάχτυλα πάνω στις χορδές του βιολιού χαϊδεύοντάς τες με το δοξάρι, για να τις κάνει να κλάψουν ή να γελάσουν, ανάλογα με το τι ζητούσε το τραγούδι και η ψυχή των ανθρώπων. Παρατηρούσε τέλος και τον τραγουδιστή, πώς τέντωναν οι νεύρες και οι φλέβες στο λαιμό του για να πει δυνατά το τραγούδι, πώς τρεμόπαιζαν τα χείλια του για να βγούν οι τσαλκάτζες, πώς ίδρωνε και κοκκίνιζε και πώς έκλεινε τα μάτια σαν να τραγουδούσε πρώτα για κείνον κι ύστερα για τους άλλους.
Άκουγε και σημείωνε ο Θανάσης στο κρυφό σημειωματάριο του μυαλού και της καρδιάς του την τέχνη και τις τεχνικές αλλά και τα λόγια των τραγουδιών που τα σιγοτραγουδούσε μετά στην κάμαρη του σπιτιού του και μέσα στα έλατα. Κι έπιανε και το βιολί του πατέρα του στα κρυφά και μόνος του «με το αυτί» πολέμαγε να σκαρώσει τις μελωδίες που είχε ξεσηκώσει, για να είναι έτοιμος όταν θα ’ρχόταν η ώρα η δική του. Γιατί αυτό ήταν το όνειρο του Θανάση: Να μάθει μουσική, να γίνει τραγουδιστής και μέγας και τρανός βιολιτζής που θα ’ρχονται να τον ακούνε οι άνθρωποι και θα χορεύουν όπως αυτός θα τους διευθύνει το χορό και θα τους βάζει χαρά και γέλιο στη ζωή τους, αλλά θα τους βοηθάει με τη μουσική και το τραγούδι του να βγάζουν από μέσα τους και τον πόνο και τη στεναχώρια, για να μπορούν ν’ αντέχουν και να μην κιοτεύουν όταν βαδίζουν στους γολγοθάδες τους.
Τα πρώτα πραχτικά μαθήματα στο βιολί τα πήρε ο Θανάσης απ’ τον πατέρα του, αλλά δεν του έφταναν. Ήθελε να καθίσει κοντά σε κάποιον καλό δάσκαλο και να μάθει όλα τα μυστικά της τέχνης του βιολιού.
Σε ηλικία 17 χρόνων, παρά τις μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, πήγε στον Βρονταμά (κεφαλοχώρι του Πάρνωνα κοντά στο δικό του χωριό) όπου δίδασκε βιολί ένας ονομαστός στην περιοχή δάσκαλος του παραδοσιακού βιολιού, ο Κώστας Τζοβάνης ή Κοσιπέτος. Εκεί, φιλοξενήθηκε στο σπίτι του αδερφικού του φίλου, του σαντουριέρη Χαράλαμπου Τσίπουρα, και καθημερινά πήγαινε στο σπίτι του Κοτσιπέτου, όπου μαζί με άλλους μαθητευόμενους σπούδαζε την τέχνη και τα μυστικά του βιολιού. Ο δάσκαλός του, ο Κοτσιπέτος, πρόσεξε αμέσως το μεγάλο ταλέντο του Θανάση και τον ξεχώρισε ανάμεσα από εκατό και πλέον μαθητές του. Γι’ αυτό, τον πρόσεχε ιδιαίτερα και τον καμάρωνε για την αλματώδη πρόοδό του, δείχνοντάς του πράγματα του βιολιού που οι άλλοι μαθητές δεν μπορούσαν να καταλάβουν ή να εκτελέσουν.Μέσα σε ενάμισι, μόλις, μήνα (!!!) ο Θανάσης είχε φτάσει σε σημείο που μπορούσε να πετάξει με τα δικά του τα φτερά και ήταν τότε που τον κάλεσαν να παίξει, για πρώτη φορά δημόσια, σ’ έναν γάμο:
«Όταν ήρθε η ώρα για ν’ ανέβω στο πατάρι και να παίξω, προσευχήθηκα: Βόηθα με Παναγία μου να γίνω ο καλύτερος μουσικός, όχι για τα λεφτά, αλλά για να ευχαριστώ τον κόσμο και την καρδιά μου»!
Κι ύστερα ανέβηκε στο πατάρι, άνοιξε το τεφτέρι της καρδιάς του κι έβγαλε με το βιολί του όλα εκείνα που από μικρό παιδί αποθήκευε εκεί, από αγάπη για τη μουσική, το τραγούδι και το βιολί. Έκπληκτοι οι καλεσμένοι στο γάμο έβλεπαν το Θανάση, το δικό τους Θανάση, να έχει ψηλώσει σε μπόι, να ’χει γίνει τρανός, να ’χει ανοίξει φτερά και να πετάει στον ουρανό και να τους παίρνει από το χέρι και να τους κρατάει γερά στα πηδήματα του τσάμικου και του καλαματιανού και του νησιώτικου και να πηδάει από το ένα τραγούδι στο άλλο χωρίς σταματημό και τα δάχτυλά του να ορμηνεύουν το βιολί να παίζει τις καλύτερες φωνές του «για να ευχαριστιέται ο κόσμος και η δική του η καρδιά ». Κι ο Θανάσης, ο 17χρονος Θανάσης, πάνω στο πάλκο με τα μάτια κλειστά, να ’χει γείρει το κεφάλι πάνω στο βιολί του και ν’ ακουμπάει το μάγουλό του τρυφερά πάνω του, όπως ένα ερωτευμένο παλικάρι ακουμπάει το μάγουλο της αγαπημένης του, για να της ψιθυρίσει τα γλυκόλογα της αγάπης. Και ν’ ακούει από κάτω τους γλεντοκόπους να του φωνάζουν «γεια σου Θανάση με το βιολί σου» και να πετάει ο Θανάσης ο Ξάρχος στους εφτά ουρανούς και να ξέρει πως ετούτο είναι το πρώτο μεγάλο βήμα του σ’ αυτήν τη μεγάλη στράτα που γύρεψε, απ’ όταν ήταν μικρός, η ψυχή του να περπατήσει.
Από κει και πέρα άρχισε η μεγάλη μουσική πορεία του Θανάση Κουτσοβίτη-Ξάρχου από τους Αγριάνους της Λακωνίας. Περιζήτητος στα πανηγύρια, στα γλέντια, στις χαρές και στους χορούς της περιοχής του αλλά και της Λακωνίας ολόκληρης. Συνεργάστηκε με τους αξιόλογους βιρτουόζους του μπουζουκιού στη Λακωνία Κανέλλο Χρονόπουλο και Γιώργο Τραϊφόρο, όπως και με τον αδερφικό του φίλο Χαράλαμπο Τσίπουρα, σαντουριέρη, από τον Βρονταμά, τον ξάδερφό του Κώστα Καρελλά στο λαούτο («φοίτησαν» μαζί στον Κοτσιπέτη), τον συμπατριώτη του Γιώργο Πλαγάκη (εξαίρετο παραδοσιακό κλαρίνο) και τον μοναδικό Νίκο Νικολόπουλο (κιθάρα – τραγούδι), ο πατέρας του οποίου, ο Ιάκωβος, ήταν επίσης ένα φημισμένο λακωνικό βιολί.
Ένας θείος του Θανάση του έφερε κάποια στιγμή από την Αμερική ένα πολύ καλό βιολί, το οποίο ο Θανάσης αγάπησε και το είχε αχώριστη συντροφιά ως τη στερνή του πνοή. Ήταν χαρακτηριστική η τρυφερότητα και η αγάπη με την οποία ο Θανάσης άγγιζε το βιολί του όταν το έβγαζε από τη θήκη του ή το έβαζε σ’ αυτή, όταν το ’φερνε στη θέση του παιξίματος, όταν άγγιζε τις χορδές του με τα δάχτυλα και το δοξάρι. Τότε το βιολί του γινόταν προέκταση από το σώμα του. Θανάσης και βιολί γίνονταν ένα, για να πάρουν με τις νότες τους τις ψυχές των ανθρώπων και να τις ανεβάσουν ψηλά, πάνω από τα γήινα και τα άσχημα του κόσμου μας.
Πολύ γρήγορα η φήμη του Θανάση ξεπερνά τα σύνορα του τόπου. Τον καλούν να παίξει σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο και μετά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Το όνομα «Ξάρχος» γίνεται θρύλος. Το μεγάλο ταλέντο του τον φέρνει κοντά σε μεγάλα ονόματα του παραδοσιακού αλλά και του λαϊκού τραγουδιού, όπως τον Δημήτρη Ζάχο, τον Μιχάλη Δασκαλάκη, τον Ανδρέα Τσαούση, την Ελένη Κονιτοπούλου - Λεγάκη, τη Ρίτα Σακελλαρίου, τη Νάντια Καραγιάννη, τον Γιάννη Μωραΐτη, τον Τόνι Τσιμογιάννη, την Ελένη Βίτσα και τους μεγάλους δασκάλους της παράδοσης και του σαντουριού Αριστείδη Μόσχο και Νίκο Καρατάσο. Κι ύστερα ανοίγουν και τα σύνορα της Ελλάδας και παίζει για τους ξενιτεμένους στην Αμερική (Γουισκόνσιν, Ντιτρόιτ), στον Καναδά, στην Κύπρο, στο Ισραήλ και στην Ελβετία.
Όπου κι αν έφτανε όμως ο Θανάσης πάντα γυρνούσε πίσω στην Ελλάδα, στη Λακωνία, στους Αγριάνους. Η μεγάλη του αγάπη για τον τόπο του, το χωριό του, την οικογένειά του, τους γέροντες γονείς του, γινόταν άγκυρα για τον Θανάση, μια άγκυρα που δεν τον άφηνε να κάνει τo μεγάλο ταξίδι, τη μεγάλη καριέρα που έκαναν ο Κονιτόπουλος, ο Κόρος, ο Ζέρβας και οι άλλοι μεγάλοι του βιολιού. Είναι χαρακτηριστική η φράση που του είπε ο μεγάλος δάσκαλος, ο Πατριάρχης του βιολιού και φίλος του Θανάση, Γιώργος Κόρος εντυπωσιασμένος από το μεγάλο ταλέντο του:
«Παιδάκι μου, εσύ ΧΑΘΗΚΕΣ στη Λακωνία».
Ο Θανάσης όμως, αν και ήξερε ΤΙ είχε θυσιάσει, ΠΟΤΕ δε μετάνιωσε για τις επιλογές του. Ήξερε πολύ καλά πως καμιά καριέρα, καμιά κοσμική επιτυχία και δόξα και κανένας πλούτος δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον Άνθρωπο, τις Ανάγκες, τις Αξίες και τα «Πιστεύω» της ψυχής και της ζωής του.
Είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον Θανάση Κουτσοβίτη – Ξάρχο και να με τιμήσει με τη φιλία του. Επί σειράν ετών ήταν ο αδιαμφισβήτητος διασκεδαστής στους χορούς των δασκάλων. Τον θυμάμαι, σικάτο και καλοντυμένο (ήταν και άντρας ωραίος) ν’ ανεβαίνει στο πάλκο και μέσα σε λίγα λεπτά να του «βάζει φωτιά». Το παίξιμό του στο βιολί είχε μια ιδιαιτερότητα που προσωπικά μου θύμιζε το παίξιμο του Νίκου Καρακώστα στο κλαρίνο: Για να πάει απ’ τη μια βασική νότα της μελωδίας στην άλλη, πέρναγε πρώτα από άλλες μικρές νότες ποικίλματα-γέφυρες, προϊόν ταλέντου, δεξιοτεχνίας υψηλού επιπέδου και σκληρής δουλειάς ολόκληρων ετών. Γι’ αυτό και το άκουσμα του Θανάση σε αιχμαλώτιζε και σε έκανε να αισθάνεσαι τη διαφορετικότητα του βιρτουόζου. Ήταν τέτοια η δεξιοτεχνία του που κατάφερνε μόνο με το βιολί του να στηρίζει μουσικά ακόμα και τα τσάμικατα οποία θέλουν κλαρίνο κατ’ εξοχήν αλλά και ζεϊμπέκικα που κι αυτά δεν μπορούν να σταθούν χωρίς μπουζούκι. Πολλές φορές έκανε με το βιολί του φανταστικά πράγματα ( κελαηδήματα πουλιών, κλπ) που άφηναν άφωνους τους ακροατές του ενώ τα σόλα του (μπάλοι, χασασποσέρβικα, κλπ) ήταν μια πραγματική μουσική φαντασία. Δεν υπήρχε καλεσμένος που να μπορούσε ν’ αντισταθεί στα μουσικά παραγγέλματα του Θανάση και να μην χορέψει. Εκτός από την υψηλή τέχνη και δεξιοτεχνία του στο βιολί και την πολύ καλή φωνή του, είχε το χάρισμα και τη μεγάλη εμπειρία να επικοινωνεί με τον κόσμο επιλέγοντας τραγούδια που απογείωναν κυριολεκτικά το κέφι. Κι όσο έβλεπε τον κόσμο να γεμίζει ασφυκτικά την πίστα, τόσο ανέβαζε στροφές και οδηγούσε το κέφι στην αποκορύφωση. Χωρίς υπερβολή ήταν πραγματικά μοναδικός και ανεπανάληπτος.
Κάποια στιγμή, όταν δημιουργήθηκε ο πρώτος ελεύθερος ραδιοφωνικός σταθμός στη Λακωνία, το αξέχαστο ΡΑΔΙΟ- ΣΠΑΡΤΗ του Σταύρου Ψηλακάκου (τέλη 10ετίας ’80) κάναμε με το Θανάση μια ζωντανή κυριακάτικη εκπομπή η οποία άφησε εποχή. Ο Θανάσης, όπως έκανε πάντα, έδωσε ΚΑΙ μέσα στο στούντιο τον καλύτερο εαυτό του. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση ο καταιγισμός των τηλεφωνημάτων από ολόκληρη τη Λακωνία και τους γειτονικούς νομούς με συγχαρητήρια και λόγια θερμά για τον Θανάση αλλά και για τον νεαρό τότε γιο του, τον Σαράντο, ο οποίος τον συνόδευε σαν φτασμένος καλλιτέχνης με την κιθάρα του.
Θυμάμαι ακόμα μια ζωντανή εκπομπή -πάλι στο ΡΑΔΙΟ ΣΠΑΡΤΗ- με καλεσμένο τον κορυφαίο τραγουδιστή του Δημοτικού Τραγουδιού Χρήστο Πανούτσο, τον οποίο είχα κλείσει με προσωπική παρέμβαση του αείμνηστου φίλου Θανάση Κουρτσούνη από τη Σκούρα, που ήταν λάτρης και συλλέκτης του δημοτικού τραγουδιού και είχε προσωπική φιλία με τον Πανούτσο.Ο Πανούτσος είχε φέρει ως ορχήστρα τους αδερφούς Αδαμόπουλους (κλαρίνο, βιολί) από Καρύταινα ενώ θα τους συνόδευε στο λαούτο ο γιος του Θανάση, ο Σαράντος. Με τα πρώτα τραγούδια ο Πανούτσος πρόσεξε το παίξιμο του μικρού Σαράντου και σ’ ένα διάλειμμα μου είπε: «Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο παίξιμο! Ο μικρός είναι μεγάλο ταλέντο. Θα γίνει σπουδαίος κάποια μέρα».
Όπως το προφήτευσε ο Πανούτσος, ο Σαράντος Κουτσοβίτης – Ξάρχος είναι σήμερα μια σημαντική και αναγνωρισμένη παρουσία στον καλλιτεχνικό χώρο (τραγούδι, μπουζούκι, κιθάρα, λαούτο και αρμόνιο) με σημαντικές συνεργασίες στον χώρο του Λαϊκού και του Παραδοσιακού Τραγουδιού.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, σ’ εκείνη τη ζωντανή εκπομπή με τον Χρ. Πανούτσο, μπήκε στο στούντιο, διακριτικά, ο Θανάσης με το βιολί του και στάθηκε πίσω από την ορχήστρα. Πάνω στο τραγούδι «μπήκε» κι αυτός. Θυμάμαι έντονα τον Πανούτσο: Πετάχτηκε, ενώ τραγουδούσε, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρισμός, όταν άκουσε τις δοξαριές του Θανάση και το ιδιαίτερο χρώμα που είχε το βιολί του Θανάση. Γύρισε, τον κοίταξε κι όταν τέλειωσε το τραγούδι τον πλησίασε και του είπε: «Πού ήσουνα κρυμμένος εσύ, βρε παιδί μου ; Τι μαγεία βιολί είν’ αυτό που παίζεις; Μπράβο! Είσαι μεγάλος! Θέλω να γνωριστούμε! Μείνε να παίξεις μαζί μας».
Κι έμεινε ο Θανάσης και η εκπομπή χάλασε κόσμο.
Έκτοτε είχαμε συχνή επαφή με τον Θανάση και από καιρού εις καιρόν μου χάριζε κασέτες με νέες ηχογραφήσεις του, τις οποίες αξιοποιούσα στις μουσικές ραδιοφωνικές εκπομπές μου, στο ΡΑΔΙΟ ΣΠΑΡΤΗ, στο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΣΠΑΡΤΗΣ, στον ΛΑΚΩΝΙΑ FM του αείμνηστου Ανδρέα Χιώτη, στον ΠΟΛΙΤΕΙΑ και (τέλος) στο Ραδιόφωνο της τοπικής Εκκλησίας έως ΚΑΙ σήμερα. Οι ακροατές πάντα μου ζητούσαν (και μου ζητάνε ακόμα) τραγούδια με τον Θανάση Κουτσοβίτη – Ξάρχο και ο ίδιος άκουγε τις εκπομπές και με ευχαριστούσε που έπαιζα τα τραγούδια του.
Ενώ σχεδιάζαμε να κάνουμε άλλη μια ζωντανή εκπομπή πριν από λίγα ο Θανάσης αρρώστησε. Άρχισαν τα τρεχάματα στους γιατρούς και στα νοσοκομεία με διαλείμματα στη Σπάρτη και στο αγαπημένο του χωριό.
«Δεν μπορώ να παίξω βιολί, Βαγγέλη! Πονάνε τα χέρια μου! », μου ’λεγε όταν συναντιόμαστε και βούρκωναν τα μάτια του. Έμοιαζε με αϊτό που έχασε τα φτερά του, μ’ έλατο ψηλό (σαν τα έλατα του χωριού του) που το βάρεσε αστροπελέκι, σαν ποτάμι που στέρεψαν οι πηγές του. Ο Θανάσης ο Ξάρχος να μην μπορεί να παίξει βιολί!!!
Κι ύστερα, αθόρυβα και σεμνά, στις 6 Οκτωβρίου του 2013, τότε που ετοιμάζονταν να φύγουν γι’ άλλες χώρες τα χελιδόνια, «έφυγε» κι ο Θανάσης για τη χώρα του Ουρανού. Ο μεγάλος και ακάματος εργάτης της μουσικής, του βιολιού, του τραγουδιού και της παράδοσης, ο άνθρωπος που χάρισε την ευλογία της διασκέδασης στις ψυχές χιλιάδων ανθρώπων, που δόξασε τη Λακωνία σ’ όλον τον κόσμο, πήγε κι αυτός να «ξεκουραστεί», έτσι γαλήνιος όπως κάποτε κοιμόταν στο στρώμα του μετά από μια κοπιαστική βραδιά διασκέδασης και ήξερε πως ο κόσμος είχε και πάλι περάσει καλά και είχε ξεδώσει με το τραγούδι του και το χρυσό βιολί του. Αναπαύτηκε, ο Θανάσης ο Ξάρχος, κάτω από τα έλατα του αγαπημένου του χωριού, των Αγριάνων, εκεί που κάποτε πρωτοείδε το φως, εκεί που έζησε, μεγάλωσε, ονειρεύτηκε, τραγούδησε κι έμαθε βιολί.
Το αεράκι που κατεβαίνει από τις ραχούλες του Πάρνωνα τού τραγουδάει τα αγαπημένα του τραγούδια και τα πουλιά της άνοιξης στα δέντρα τα κοντινά τού κελαηδάνε τρίλιες, ίδιες μ’ εκείνες που άφηναν τα δάχτυλά του και το δοξάρι του πάνω στο αγαπημένο του βιολί. Γιατί ο Θανάσης Κουτσοβίτης - Ξάρχος, το Χρυσό Βιολί των Αγριάνων, o μάγος του βιολιού, ο σπουδαίος δεξιοτέχνης, ο μεγάλος και ακούραστος «εργάτης» του ελληνικού τραγουδιού, τραγουδά πια μόνο στις γειτονιές των Αγγέλων.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε και αναπαυμένη η ψυχή του.
Άφησε πίσω του ένα δυσαναπλήρωτο κενό στα μουσικά πράγματα του τόπου μας αλλά και μια πολιτιστική κληρονομιά για τους νεότερους. Ο χαρακτηριστικός και αναγνωρίσιμος ήχος του, θα στέκει πάντοτε εμβληματικό παράδειγμα για τους κατοπινούς οργανοπαίχτες του βιολιού.
Η μουσική και τα τραγούδια που μας άφησε παρακαταθήκη θα είναι το αιώνιο μνημόσυνό του. Θα τον θυμόμαστε ΠΑΝΤΑ.
Αγαπημένε φίλε, Θανάση Ξάρχο, σ’ ευχαριστούμε για ό,τι μας έδωσες.

ΥΓ: α) Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το δημοσίευμα «Το χρυσό βιολί των Αγριάνων –Αθανάσιος Κουτσοβίτης Ξάρχος» της εφημερίδας «ΑρκαδοΛακωνικά Νέα».
β) Αντλήθηκαν πληροφορίες από τον ξάδερφο του Θανάση, Κων/νο Καρελλά.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα