Τότε που ζούσαμε: Η βίκα!

Τετάρτη, 26 Αύγουστος 2015 20:06 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Παλιά, τη λέγαμε βίκα ή στάμνα. Είχε γεννηθεί από τα χέρια μερακλή αγγειοπλάστη πάνω στον τροχό, είχε στεγνώσει στον ήλιο με τις άλλες αδερφές της και είχε ψηθεί στο φούρνο για να γίνει γερή, να μη ραγίζει και να κρατάει δροσερό το νερό.
Η καλή βίκα έπρεπε να «ιδρώνει» και ν’ «αερίζεται», έλεγαν οι παλιοί, ώστε το νερό της να διατηρείται δροσερό. Γι’ αυτό κι όταν την πρωτογέμιζαν πρόσεχαν αν η βίκα έπιανε απ’ έξω δροσοσταγόνες. Αν «ναι», σήμαινε πως η βίκα ήταν καλή και θα έβγαζε δροσερό νερό.
 Εμείς στη Σπάρτη (10ετία του ‘60), όσοι δεν είχαμε ακόμα ψυγείο πάγου, την αγοράζαμε από του «ΜΑΓΓΑΛΟΥΣΗ», ένα μαγαζί - αυλή γεμάτο χειροποίητες κεραμικές δημιουργίες στην οδό Μενελάου.
Η μάνα μου γέμιζε τα καλοκαίρια τη βίκα με νερό, την τύλιγε με μια πετσέτα βρεγμένη, της έβαζε ένα φελλό ή ένα πώμα από ξεσπυριασμένο καλαμπόκι και την τοποθετούσε σε μέρος ισκιερό.
Όταν θέλαμε να πιούμε νερό ξεβουλώναμε τη βίκα, τη γυρίζαμε πάνω απ’ το ποτήρι, η βίκα κελαηδούσε κερνώντας (αλήθεια, τι τραγούδι κι αυτό!!!) και μετά ρουφούσες ένα νερό τόσο δροσερό όσο έπρεπε, με μιαν υπέροχη γήινη διακριτική γεύση και μυρωδιά που είχε πάρει από τη φιλοξενία του μέσα στη βίκα. Αξέχαστη ΚΑΙ η δροσιά του ΚΑΙ η γεύση του!!!
Μερικοί μεγάλοι -ιδιαίτερα οι άντρες- αρέσκονταν να πίνουν κατ’ ευθείαν από τα χείλη της βίκας! Την έπιαναν με τα δυο χέρια απ’ την «κοιλιά» της, τη σήκωναν ψηλά και άφηναν το νερό της άφθονο να κυλήσει μέσα στο ανοιχτό στόμα τους, αλλά και να ξεχειλίσει τρέχοντας πάνω στα γυμνά δασύτριχα στήθια τους. Κάποιοι μερακλήδες είχαν έναν άλλο χαρακτηριστικό (μάγκικο) τρόπο για να τη σηκώνουν: Την έπιαναν με το ένα χέρι από τη λαβή, την ανασήκωναν, άφηναν τη βίκα να πλαγιάσει πάνω στην εξωτερική μεριά του αγκώνα τους κι ύστερα την ανέβαζαν ψηλά κι έπιναν.
Η στάμνα ήταν βασικό σκεύος του παλιού νοικοκυριού, ιδιαίτερα όμως χρήσιμη για τους ξωμάχους που δούλευαν το καλοκαίρι στα χωράφια ή για τους εργάτες που δούλευαν ολημερίς κι αυτοί μέσα στο λιοπύρι και γύρευαν να ξεδιψάσουν με νεράκι δροσερό.
Στα χωριά μας, τον πολύ παλιό καιρό, οι κοπέλες πηγαινοέρχονταν τα καλοκαίρια στις βρύσες του χωριού κουβαλώντας τις στάμνες στον ώμο για να έχει το σπίτι δροσερό νερό. Εκεί στη βρύση, ως να γεμίσουν με την αράδα, έβρισκαν την ευκαιρία να «κουτσομπολέψουν» με τις φιλενάδες τους, να πουν και να μάθουν τα νέα του χωριού και τα μικρά ή μεγάλα μυστικά τους ή ν’ αλλάξουν ματιές και αθώα αγγίγματα με τους κρυφούς αγαπημένους τους που τις καρτερούσαν εκεί.
Τα παλικάρια του χωριού, όταν είχαν σκόλη, σκαρφίζονταν πειράγματα για τις κοπελιές που πήγαιναν με τις στάμνες στον ώμο να φέρουν νερό απ’ τη βρύση, κρύβονταν και τις τρόμαζαν, τις κυνηγούσαν κ.α.π. Πολλές φορές τα πειράγματα αυτά γίνονταν αιτία να πέσει το σταμνί απ’ τον ώμο της κοπέλας και να τσακιστεί. Άλλοτε η κόρη, κουβαλώντας τη στάμνα συναντούσε τον αγαπημένο της και πάνω στη βιαστική προσπάθεια ν’ αγκαλιαστούν και ν’ αλλάξουν ένα φιλί στα πεταχτά γλίστρούσε η στάμνα από τον ώμο, έπεφτε και γινόταν χίλια κομμάτια. Έτσι γυρνούσε η κόρη στο σπίτι χωρίς σταμνί και χωρίς νερό με αποτέλεσμα η μάνα της να τη μαλώνει ή και να τη δέρνει πολλές φορές πράγμα που ανάγκαζε τα κορίτσια να προφασίζονται κάποια αθώα ψέματα δήθεν πως παραπάτησαν κι έπεσε το σταμνί απ’ τον ώμο κι έσπασε. Όμως, ό,τι κι αν έλεγαν, ό,τι κι αν προφασίζονταν, ήταν δύσκολο να ξεγελάσουν τις μανάδες τους, αφού κι εκείνες σαν νέες είχαν «υποστεί» τα ίδια πειράγματα και τα ίδια σκιρτήματα της καρδιάς.
Βλέπετε τα ήθη εκείνης της εποχής ήταν τόσο αυστηρά που οι κοπέλες δεν τολμούσαν ούτε να πουν καν πως τις πείραξαν αγόρια στο δρόμο. Πόσο μάλλον να ομολογήσουν πως αγαπιούνται και συναντιούνται με κάποιο παλικάρι!
Η όμορφη και γραφική αυτή εικόνα με τις στάμνες των κοριτσιών και τα πειράγματα ή τα αγκαλιάσματα των αγοριών έχει αποτυπωθεί και σε πολλά δημοτικά μας τραγούδια:

1. ΠΑΕΙ Η ΣΤΑΜΝΑ
Μην με δέρνεις καλέ μάνα
που ’σπασα καινούργια στάμνα
κι η βαρέλα ας είν’ καλά
και θα πιούνε τα παιδιά

Με πειράξανε στο δρόμο
πάει η στάμνα από τον ώμο
κι η βαρέλα ήταν βαριά
μου την ρίξαν τα παιδιά

Κι όλοι με πειράζουν μάνα
και μου λένε πάει η στάμνα
δεν αντέχω πια η δόλια
για να ακούω τέτοια λόγια

Πες μου τώρα τι να κάνω
και στη βρύση που θα πάω
δίχως στάμνα και βαρέλα
μάνα μου θα μου ’ρθει τρέλα

2. ΣΑΝ ΠΑΣ ΜΑΛΑΜΩ Μ’ ΓΙΑ ΝΕΡΟ
Σαν πας, Μαλάμω μ’, για νερό,
κι εγώ στη βρύση καρτερώ,
να σου τσακίσω το σταμνί,
να πας στη μάνα σ’ αδειανή.
Κι αν σε ρωτήσει η μάνα σου:
– Μαλάμω μ’, πού ’ναι η στάμνα σου;
– Μάνα μου, παραπάτησα
και το σταμνί μου τσάκισα.
– Δεν είναι παραπάτημα,
μόν’ είν’ ανδρός αγκάλιασμα.

Ας είναι καλά η αξέχαστη εποχή που δε μας άφησε περιουσίες «επί της γης», αλλά μας έκανε πλούσιους σε αναμνήσεις και συναισθήματα!!!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα