Τα Σαββατόβραδα, οι μονομάχοι της ζωής, αυτοί που βγάζαν το μεροκάματο στη φάμπρικα, στην οικοδομή, στο λιμάνι, στο πεζοδρόμιο... τραβούσαν για το ταβερνάκι, το καπηλειό.
Εκεί, ακούμπαγαν την κουρασμένη ψυχή τους πάνω στο γιομάτο κατρούτσο, τσούγκραγαν δυνατά τα ποτήρια, γίνονταν όλοι αδερφοί και μοιράζονταν τη φτώχεια, τον πόνο, τον καημό, την αγωνία και το φόβο για το αύριο.
Ένας για όλους κι όλοι για τον ένα.
Κι όταν το μυαλό θόλωνε και η καρδιά γιάτρευε τις πληγές της, πιάναν και το βαρύ, το σέρτικο τραγούδι, κι ένας, μ’ ανοιχτές φτερούγες σαν τον αϊτό, έφερνε γυροβολιά το ζεϊμπέκικο, και χτύπαγε δυνατά με τα πόδια και τα χέρια το πάτωμα, και φοβέριζε το Χάρο και την τύχη την κακιά, και οι άλλοι γονατιστοί βάραγαν παλαμάκια και φώναζαν: «όπα... να πεθάνει ο πούστης ο Χάρος».
Κι ύστερα, αργά τη νύχτα, γύριζαν τρεκλίζοντας και τραγουδώντας στα χαμόσπιτά τους, ξάπλωναν με τα ρούχα πλάι στη Γυναίκα, την αγκάλιαζαν σφιχτά κι άφηναν την ανάσα τους να σβήσει μες στα μαλλιά της.
Αύριο Κυριακή και μεθαύριο Δευτέρα...έχει ο Θεός.
Οι άντρες σχολάν’ απ’ τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.
Πάει κι απόψε τ’ όμορφο
τ’ όμορφο τ’ απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να `ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να `ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.
(Τάσος Λειβαδίτης – Μίκης Θεοδωράκης)




