Στις 26 Νοεμβρίου 1943 οι Γερμανοί εκτέλεσαν 118 Σπαρτιάτες στο Μονοδέντρι.
Ανάμεσά τους 4 από τα 5 αδέρφια Τζιβανόπουλους, τον Παρασκευά, τον Δημοσθένη, τον Ιωάννη και τον Σωκράτη. Ο 5ος γιος, ο μεγαλύτερος, ο Αριστείδης, γλίτωσε γιατί δεν ήταν στη Σπάρτη.
Η Μάνα τους, η Κανελλιώ, όσο έζησε, έστρωνε τα κρεβάτια τους το βράδυ και τα ξέστρωνε το πρωί.
Ο Σταύρος Ψιμογεράκος, εξόριστος στην 7ετία στη Λέρο, έγραψε για τη Μάνα Τζιβανοπουλίνα τούτο το ποίημα.
Δεν ξέρω αν υπάρχει Έλληνας που θ' αντέξει να το διαβάσει χωρίς να κλάψει!
(Η Κανελλιώ Τζιβανοπούλου, γεννήθηκε το 1890 και πέθανε το 1968. Ήταν το γένος Ιωάννη Παχύγιαννη και τέταρτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας (Γεωργία, Παρασκευάς, Γαρυφαλλιά, Κανελλιώ και Βασίλης). Υπήρξε μια άξια σύζυγος και μητέρα, μια μεγάλη Ελληνίδα που άντεξε με αξιοπρέπεια τον αβάσταχτο πόνο της δολοφονίας των τεσσάρων παιδιών της, πάλεψε σθεναρά αλλά μάταια να βρουν δικαίωση τα νεκρά παιδιά της από την ελληνική δικαιοσύνη εκείνων των καιρών και να πληρώσουν οι καταδότες το τίμημα της προδοσίας τους κι έζησε ΜΟΝΗ στο στοιχειωμένο από το θάνατο σπίτι με τις αναμνήσεις και τα δάκρυά της ως το θάνατό της. Η Σπάρτη, δυστυχώς, ΔΕΝ έχει τιμήσει ακόμα αυτήν τη μάνα κι αυτήν την οικογένεια, ώστε να μην ξεκληριστεί και από την ιστορική μνήμη).
Η Τζιβανοπουλίνα
Τί έχεις κυρά κι είσαι αχαμνή και είσαι λυπημένη;
Τί έχεις κι είσαι ξεμάλλιαστη και μαυροφορεμένη;
Τί έχεις και πήρες τα βουνά και τρέχεις στα δρολάπια
και δρασκελάς τα διάσελα και δρασκελάς τους λόγγους;
Μην είσαι χαροκτύπητη, χαροκυνηγημένη;
Μην είσαι η Τζαβέλαινα, μην είσαι η Μπουμπουλίνα;
Ξεσφάλισε το στόμα σου το λόγο σου αρχίνα.
Δεν είμαι η Τζαβέλαινα, δεν είμαι η Μπουμπουλίνα.
Μια μάνα είμαι, Σπαρτιάτισσα, η Τζιβανοπουλίνα.
Το Μονοδέντρι θα διαβώ, θα βγω ψηλά στη χούνη
να συναντήσω τον γιατρό, τον Χρήστο τον Καρβούνη
κι άλλους πολλούς γέρους και νιους, λεβέντες ΕΑΜΙΤΕΣ
και τους δικούς μου τέσσερους λεβέντες ΕΠΟΝΙΤΕΣ,
που σκότωσαν οι Γερμανοί κι οι ταγματασφαλίτες.
Για τούτο πήρα τα βουνά, ματάκια μου και φως μου,
γιατί έχασα το είναι μου και το συλλοϊκό μου.
Τους έπεσα γονατιστή τους φίλησα τα πόδια,
από τα τέσσερα παιδιά ν' αφήσουνε το ένα.
Και οι προδότες μου είπανε, έμπα και διάλεξέ το.
Ποια σκύλα μάνα είν' αυτή που τα παιδιά διαλέγει,
να κάνει βήμα στο σωρό να μπει και να διαλέξει;
Ποιόνε να αφήσω στο σωρό και ποιον να διαφεντέψω;
Το πρωτοπαίδι ή το στερνό; Το δεύτερο ή το τρίτο;
Που όλα και τα τέσσερα καρδιά μου είναι και αίμα;
Όρος βαρύς όρος σκληρός
μπροστά γκρεμός βαθύς γκρεμός
φαράγγι από ξωπίσω
ποιόνε να αφήσω στη σφαγή
και ποιόνε να κρατήσω;
Δεν είναι γλέντι η ζωή κι ο θάνατος παιχνίδι
Η τρέλα τα συλλοϊκά τρυπάει σα μαύρο φίδι.
Σαν πικραμένη Παναγιά, Αρτέμιδα Όρθια τ’ αψήλου
ορθώνω ίσιο το κορμί και στους προδότες λέω:
Εγώ δεν ξεδιαλέω!
Πάρτε τους και τους τέσσερους
χαλάλι της πατρίδας
της λευτεριάς της ακριβής
να γίνουν ηλιαχτίδα.
Μοιρολογάει η Αράχοβα, ο Μαλεβός δακρύζει
κι ο Πενταδάχτυλος σεμνά, σκύβει και γονατίζει,
το Μονοδένδρι προσκυνά.
Τ' αηδόνια βουβαθήκανε, δεν κελαηδούν στο ρέμα,
βάφτηκε ο ήλιος κόκκινος έγινε ο ήλιος αίμα.
Αν τύχει ξένε και διαβείς και πας κατά τη Σπάρτη,
πες στους προδότες να χαθούν, να πέσουν στον Ευρώτα,
για να ξεπλύνουν την ντροπή που δώκανε στη Σπάρτη.
Αν τύχει ξένε και διαβείς και πας στις Θερμοπύλες,
στο Λεωνίδα ιστόρησε, ξένε αυτά που είδες.
Του στέλνουν χαιρετίσματα οι έλατοι, οι κέδροι,
τα νέα Σπαρτιατόπουλα από το ΜΟΝΟΔΕΝΤΡΙ
(Παρθένι Λέρου, 26-11-1969)
ΣΤΑΥΡΟΣ Σ. ΨΙΜΟΓΕΡΑΚΟΣ




