Η παλιά σιδερένια πόρτα του υπογείου είχε τέσσερα τζάμια, που κάποιος θεώρησε καλό να τα βάψει με λευκή λαδομπογιά. Ευτυχώς, το ένα είχε σπάσει μετά το βάψιμο, το είχαν αλλάξει και ήταν άβαφο. Γονάτισα, λοιπόν, καθάρισα μ’ ένα χαρτομάντιλο το τζάμι από τις σκόνες του καιρού και προσπάθησα να κοιτάξω μέσα του. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτε. Πλησίασα, τότε, το μάτι της φωτογραφικής μηχανής και τράβηξα (στα τυφλά) καμιά δεκαριά φωτογραφίες, από διάφορες γωνίες, άλλες με φλας και άλλες χωρίς. Αδημονώντας και χωρίς να ξέρω ΤΙ είχε «κλέψει» η μηχανή, έσπευσα στον υπολογιστή και άνοιξα τις φωτογραφίες. Ένιωθα, κάπως, σαν τον αρχαιολόγο που ανοίγει ένα παλιό μνήμα και δεν ξέρει τι θα βρει κάτω από την πλάκα. Και ναι!!! Η πινακίδα που ήλπιζα να δω, ήταν εκεί! Από λαμαρίνα, βαμμένη σε σκούρο πράσινο, καρφωμένη με δυο ξύλινες καφετιές κορνίζες στο ανώφλι της σκάλας που οδηγούσε στο υπόγειο, γραμμένη με κεφαλαία κίτρινα γράμματα, που η σκουριά δεν είχε ακόμα νικήσει:
ΤΑΒΕΡΝΑ
Η ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ
ΚΩΣΤΑ ΣΑΚΕΛΑΡΗ
Την ήξερα αυτήν την ταβέρνα, γιατί ο πατέρας μου, στη 10ετία του ’60, όταν σωνόταν το κρασί στο σπίτι, μου ’δινε μια νταμιτζάνα 5κιλη στο ένα χέρι και τα λεφτά στο άλλο και μου ’λεγε:
- Πήγαινε στου Σακελάρη να τη γεμίσεις. Έχει καλό κρασί!
Κι εγώ πήγαινα! Κατέβαινα τη σκάλα της υπόγειας της ταβέρνας, εκεί στην οδό Α. Νίκωνος, αριθμός 80, οσφραινόμουνα τη μυρωδιά του κρασιού την αξέχαστη κι αντάμωνα τον κυρ - Κώστα τον Σακελάρη. Τον θυμάμαι ψαρομάλλη, μ’ ένα παχύ μουστάκι, συμπαθητικό, πράο και καλομίλητο! Λίγες φορές έβρισκα εκεί κάποιες παρέες να πίνουν κρασί στα λιγοστά τραπεζάκια του καπηλειού, αντίκρυ απ’ τα δυο μεγάλα ξύλινα βαρέλια με το καλό κρασί. Μάλλον έφταιγε ή που πήγαινα εγώ νωρίς και δεν είχαν πιάσει δουλειά» ακόμα οι «βαρελόφρονες» ή που η ταβέρνα αυτή, απ’ ό,τι λένε οι παλιοί, ήταν περισσότερο «κρασοπουλιό», πούλαγε δηλαδή κρασί για έξω κι όσοι πήγαιναν εκεί για να πιουν, έπιναν «ξεροσφύρι» ή με κανέναν πρόχειρο μεζέ. Κάποιοι, άλλοι, που είχαν γνωρίσει τον κυρ-Κώστα, λένε χαριτολογώντας πως είχε ανοίξει την ταβέρνα «για να πίνει κρασί ο ίδιος», εννοώντας, προφανώς, πως του άρεσε του κυρ-Κώστα το κρασάκι. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει τίποτε, αφού κανένας ποτέ δεν έγινε ταβερνιάρης χωρίς να του αρέσει το κρασί.
Ο Κώστας Σακελάρης καταγόταν από τον Βασαρά. Μου ’πανε πως δούλεψε στο ξενοδοχείο ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ και πως με τις οικονομίες του έφτιαξε το διώροφο σπίτι, που στέγασε, κατοπινά, και την ταβέρνα, εκεί στην οδό Α. Νίκωνος, αρ. 80. Η ταβέρνα λειτούργησε στη αρχή στο ισόγειο, αλλά μετά «κατέβηκε» στο υπόγειο του σπιτιού. Υστερότερα ακόμη, το σπίτι πουλήθηκε. Περισσότερα δεν μπόρεσα να μάθω για τον κυρ - Κώστα τον Σακελλάρη και ίσως δεν χρειάζονται και περισσότερα. Οι ιστορίες της ζωής πολύ μικρή σχέση έχουν με τις βιογραφίες και όλα τα σχετικά. Ένας ακόμα απλός, μεροκαματιάρης άνθρωπος ήταν, από κείνους που έγραψαν τα μικρά γράμματα στην ιστορία τούτης της πόλης. Από κείνους που «ήλθαν, είδαν και απήλθαν», μα η τύχη το θέλησε έτσι, ώστε να μείνουν πίσω τους κάποιες μαρτυρίες από το πέρασμά τους στη ζωή, μαρτυρίες που γίνονται - από καιρού εις καιρόν - αιτία να συνδαυλίζεται η φωτιά της μνήμης τους στις καρδιές και στο νου των ανθρώπων που τους γνώρισαν.
Η περιοχή εκείνη στην οποία βρέθηκε η ταβέρνα «ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ» του ΚΩΣΤΑ ΣΑΚΕΛΑΡΗ δεν ήταν μια τυχαία περιοχή. Εκεί βρίσκονταν «τον παλαιόν καιρόν» τα περίφημα «παλιά χασάπικα» της Σπάρτης! Σ’ αυτό το τετράγωνο, που τώρα περικλείεται από τους δρόμους Α. Νίκωνος, Ευαγγελιστρίας, Χαμαρέτου και Ορέστη ήταν τότε μια άχτιστη αλάνα, στην οποία είχαν εγκατασταθεί οι χασάπηδες του καιρού εκείνου. Είχαν φτιάξει εκεί τα υποτυπώδη κρεοπωλεία τους, το ’να δίπλα στ’ άλλο, με τα τσιγκέλια του απ’ έξω το καθένα κι εκεί, κάθε Παρασκευή, οι χασάπηδες έσφαζαν επί τόπου τα αρνιά, τα κατσίκια, κλπ, τα έγδερναν και τα κρέμαγαν απ’ τα τσιγκέλια, καρτερώντας τους νοικοκυραίους, οι οποίοι Παρασκευή και Σάββατο θα πήγαιναν να ψωνίσουν το κρέας για το κυριακάτικο τραπέζι. Και λέμε Παρασκευή και Σάββατο γιατί τότε ελλείψει ψυγείων ούτε τα χασάπικα μπορούσαν να σφάζουν άλλη μέρα ούτε οι νοικοκυραίοι να ψωνίζουν κρέας άλλες μέρες. Τα υποπροϊόντα της σφαγής των αμνοεριφίων κλπ ρίχνονταν χύμα σε μια μεγάλη γράνα με νερό που ερχόταν από τη Μαγούλα και κατέληγε στον Ευρώτα. Συνθήκες που σήμερα μας φαίνονται (και είναι) απωθητικές, αλλά που τότε ήταν μέσα στα φυσιολογικά μέτρα της εποχής. Εδώ, επίσης, κοντά στα παλιά χασάπικα, επί της Α. Νίκωνος, είχαν στο στέκι τους και οι καροτσέρηδες (καραγωγείς) του καιρού εκείνου, οι οποίοι άραζαν τα κάρα τους περιμένοντας τους πελάτες που χρειάζονταν κάρο για διάφορες μεταφορές (οικοσκευής, αμμοχάλικων, ξύλων, τσιμεντόλιθων, τούβλων, σακιών κλπ). Λίγο παραπάνω, επί της Ευαγγελιστρίας, στο ύψος του Μουσείου, ήταν και το στέκι των αχθοφόρων, οι οποίοι με τα μεγάλα ξύλινα καρότσια τους παραταγμένα περίμεναν κι αυτοί πελάτες για μικρότερες μεταφορές.
Ήταν, λοιπόν, μια περιοχή η οποία έσφυζε από κίνηση και ζωή. Κι επειδή όλοι αυτοί οι άνθρωποι που σύχναζαν εκεί, είτε σαν επαγγελματίες είτε σαν πελάτες, είχαν ανάγκες να φάνε, να πιουν, να ξεκουραστούν και να το «ρίξουν λίγο έξω», είχε γεμίσει η περιοχή από ταβερνάκια υπόγεια, που άρχιζαν από τη συμβολή Ευαγγελιστρίας και Παλαιολόγου κι έφταναν μέχρι την Α. Νίκωνος: Μητρούσης, Ακουρής, Λάσκαρης, Ζούμπουλας, Περδικλώνης, Κοκκοκιός, Σακέτας, Σακελάρης, κ.α. ήταν ταβερνιάρηδες που άφησαν (άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο) εποχή στη Σπάρτη και καλό όνομα στην πιάτσα. Ταβερνάκια που θαρρείς είχαν βγει ΟΛΑ από την ίδια μήτρα, μ’ ένα και μοναδικό σκοπό, να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των απλών λαϊκών ανθρώπων, των μεροματιάρηδων της καθημερινότητας, εκείνων που δεν ζητούσαν τίποτε αλλά τα ήθελαν όλα, αυτών που μπορούσαν να βρουν τη χαρά της ζωής σ’ ένα ποτήρι κρασί και σε μια μερίδα μεζέ στα τέσσερα.
Όποιος ζύγωνε στην περιοχή αυτή ήταν αδύνατο ν’ αντέξει τους πειρασμούς από τις μυρουδιές του κρασιού και των μπεκρο-μεζέδων, που οι ταβερνιάρηδες ανακατεύανε μέσα στις κατσαρόλες και τα μαυροτήγανα. Πέρα από τους πρόχειρους μπεκρομεζέδες, που ήταν η ρέγκα, η λακέρδα, οι σαρδέλες, οι ελιές και η φετούλα, οι ταβερνιάρηδες τηγάνιζαν μαρίδες, συκωτάκια, κεφτέδες, μπακαλιάρο, κολοκυθάκια αλλά κι «αμελέτητα» που έπαιρναν από τα κοντινά χασάπικα. Στα μαυροτήγανά τους που έβαζαν πάνω στη φουφού ντανιάζανε τις μαρίδες και τον ξαρμυρισμένο χυλωμένο μπακαλιάρο με μπόλικο λάδι και βγαίνανε οι τσίκνες από τα υπόγεια και πιάνανε από τη μύτη τους περαστικούς, που υπέκυπταν στον πειρασμό - τραβάτε με κι ας κλαίω - και μπουκάρανε συμπούρμπουλοι στα υπόγεια ταβερνάκια για να βρούνε τους φίλους και τους γνωστούς, να πιούνε και να τσιμπήσουνε κατιτίς και - πάνω απ’ όλα - να κουβεντιάσουνε, να μοιραστούνε τις χαρές, τις λύπες και τις στεναχώριες τους και - όποιος είχε ανάγκη - να βρει έναν ώμο για ν’ ακουμπήσει.
Όμως όπως τραγούδησε κάποτε ο Νίκος Γούναρης:
«Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί
πέρασαν χάθηκαν τα όμορφα τα χρόνια.
………………………………………….
Ο κόσμος άλλαξε αλλάξαν οι καιροί
είν’ όλα ψεύτικα κι’ ας φαίνονται αλήθεια»
Χάθηκαν οι γνήσιοι άνθρωποι, έχασε η ζωή το αλατοπίπερο που τη νοστίμιζε, ξεθύμανε το άρωμά της που την έκανε ξεχωριστή και πάγωσε η ανθρώπινη ζεστασιά της, έγιναν γκρίζα και μαύρα τα χρώματα του παλιού καιρού. Έμειναν μόνο, κλεισμένα στις ντουλάπες και στα σεντούκια του Χθες, τα απομεινάρια της περασμένης ζωής των ανθρώπων, καρτερώντας κάποιο χέρι ν’ ανοίξει τα βαριά μάνταλα και ν’ αφήσει λίγο το φως του ήλιου να πλανηθεί πάνω στο σκοτάδι τους, όπως, καλή ώρα, συνέβη με την ταβέρνα «Η ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ» του Κώστα Σακελάρη από το Βασαρά Λακωνίας, που ζει και αναπνέει ακόμα συντροφιά με τις αναμνήσεις της, εκεί στο υπόγειο του παλιού διώροφου σπιτιού, στην οδό Α. Νίκωνος, αριθμός 80, στη Σπάρτη!
«Mες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές•
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.»
Κ. Βάρναλης - Οι Μοιραίοι




