Ήταν Σάββατο. Σούρουπο χειμωνιάτικο. Ψιχάλιζε βελονιαστό χιονόνερο κι έκανε κρύο έξω, αλλά μέσα στο εκκλησάκι της Παναγίας της Ελεούσας , στη Σπάρτη, ήταν ζεστά. Πίσω από το ιλαρό φως που σκόρπιζαν τα λιανοκέρια οι μορφές των Αγίων (έργα του κορυφαίου Αγιογράφου Ευάγγ. Μαυρικάκη) έσκυβαν στοργικά με την ήμερη ματιά τους πάνω από τους πιστούς, που με πρόσωπα γιορταστικά κι ευχάρισταγέμιζαν σιγά-σιγά το ναΐδριο, ενώ στο τέμπλο η Παναγία η Ελεούσα (κειμήλιο της οικογενείας Ρουσσοπούλου, φερμένο από τη Σμύρνη μετά την καταστροφή) στεφανωμένη με λουλούδιακαι γεμάτη την ποδιά της με «τάματα» χρόνων και χρόνων, ατένιζε με αγάπη στην αγκαλιά Της τον Μονογενή της, στέλνοντας Μυρόβλητη Πνοή για να δώσει κουράγιο, παρηγοριά και δύναμη στους αποσταμένους από τα βάσανα της ζωής ανθρώπους .
Κι όταν ήρθε η στιγμή, η σεβάσμια Ηγουμένη της Παντανάσσης του Μυστρά, η Οσιοτάτη Γερόντισσα Αβερκία, με τη συνοδεία της, άρχισαν, γλυκύφωνα και κατανυκτικά, να ψάλλουν τους Παρακλητικούς Ύμνους προς την Υπεραγία Θεοτόκο, που την επομένη γιορταζόταν η Σύναξή της.
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσονημάς.
Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς σε καταφεύγω, σωτηρίαν ἐπιζητών•
Ω Μήτερ του Λόγου καὶ Παρθένε, των δυσχερών καὶ δεινών με διάσωσον».
Ο μικρός αλλά χαριτωμένος ναός «έλαμψε». Ζούσε και ανέπνεε γαλήνια έτσι που ζεστάθηκε από την προσευχή! Ακτινοβόλησε το τέμπλο με τις εικόνες του. «Θάλπος εθώπευσε» την ψυχή των πιστών που συνέψαλλαν και σταυροκοπιούνταν, κάνοντας ο καθένας τη δική του νοερή προσευχή προς την Παναγία, για ό,τι βάραινε τη ζωή και την ψυχή του. Ύμνο τον ύμνο, προσευχή την προσευχή, οι ψυχές έπαιρναν, σιγά –σιγά, θέση μπροστά στη σκάλα του Ιακώβ για ν’ ανέβουν στους Ουρανούς. Ολόγυρα, οι μορφές των Μαρτύρων, Οσίων και Ομολογητών, φάνηκαν «σαν να εφαιδρύνθησαν» στους τοίχους, ακούγοντας τους οικείους σε αυτούς ύμνους:
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς.
Προστάτιν σε, της ζωής επίσταμαι, και φρουράν ασφαλεστάτην Παρθένε, των πειρασμών διαλύουσαν όχλον, και επηρείας δαιμόνων ελαύνουσαν,και δέομαι διαπαντός, εκ φθοράς των παθών μου ρυσθήναί με.»
Μιακοινή προσευχή ήταν! Ανθρώπων που είχαν λιώσει την ματαιότητά τους στο καμίνι της μετανοίας και της ταπεινότητας και είχαν γίνει μια ψυχική ενότητα πίστης και δέησης προς την Πλατυτέρα των Ουρανών, τη Μεγάλη Μητέρα όλων των πιστών.
Μια κοινή προσευχή ήταν, που η μοναστική αδελφότητα της Παντανάσσης του Μυστρά (της οποίας Μετόχι είναι η Παναγία η Ελεούσα) έχει καθιερώσει - εθιμικά - από την εποχή που αναγέρθηκε ο ναΐσκος σύμφωνα με την τελευταία γραπτή επιθυμία του 30χρονου Δικηγόρου και Δημοσιογράφου της Σπάρτης Γεωργίου Αθ. Γκουζούλη, γραπτή επιθυμία που βρέθηκε πάνω στο ματοβαμμένο άψυχο σώμα του εκεί στο Μονοδέντρι, στις 26 Νοέμβρη 1943, όταν οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους 118 Σπαρτιάτες Εθνομάρτυρες της Λευτεριάς.
Μια κοινή προσευχή ήταν, μαζί κι ένα μνημόσυνο για τον Γεώργιο Αθ. Γκουζούλη, του οποίου τα οστά αναπαύονται κάτω από έναν μαρμάρινο Σταυρό με τ’ όνομά του στον αυλόγυρο της Ελεούσας.
Κάπου εκεί, μέσα στο Εκκλησάκι του, βρισκόταν σίγουρα ΚΑΙ η ψυχή του και αναγάλλιαζε και ζεσταινόταν από την προσευχή και το ανθρώπινο χτυποκάρδι.
Σαν τέλειωσε η Παράκληση, η Ηγουμένη Αβερκία, με πραότητα και λόγια μητρικά, ευχήθηκε Υγεία, Αγάπη, Ειρήνη κι Ελπίδα στον κόσμο και στις ψυχές των ανθρώπων κι ύστερα πρόσφερε με τις μοναχές ζεστή φιλοξενία στο υπέροχο αρχοντικό της οικογενείας Ρουσόπουλου-Γκουζούλη που βρίσκεται δίπλα στο Ναό.
Ήταν μια βραδιά κατανυκτική, από κείνες που ένα αόρατο χέρι κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, σβήνει τις μαύρες και ανορθόγραφες μολυβιές από τις ανθρώπινες ψυχές και τους δίνει την ευκαιρία να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα ζωής, καθαρές και αμόλυντες.
Και ήταν εκεί, στην Παναγία την Ελεούσα της Σπάρτης, το βράδυ της παραμονής της Συνάξεως της Θεοτόκου.
Παράκληση στην Παναγία την Ελεούσα της Σπάρτης
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




