Στα μάτια ενός αμύητου φαίνονται ίδια, αλλά δεν είναι. Δεξιά έχουμε το μισό κιλό της ταβέρνας και αριστερά τη μισή οκά της παλιάς ταβέρνας. Όπως φαίνεται καθαρά το μισοκάρικο είναι μεγαλύτερο από το μισόκιλο για τον απλό λόγο ότι η Οκά, που είχε 400 δράμια («τα είχε τετρακόσια»), αντιστοιχούσε σε 1.282γραμμάριατου κιλού.
Αυτό το κατρούτσο της φωτογραφίας, το μισοκάρικο, το πέτυχα στο παλιό μαγαζί του «ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ» , στο κέντρο της Σπάρτης, το οποίο, όταν έκλεισε, πριν από αρκετά χρόνια, είχε βγάλει σε προσφορά πολλούς «θησαυρούς» από τα ράφια και τα υπόγεια.
Για τους περίεργους βεβαιώ ότι : ή απ’ το μισοκάρικο πιεις κρασί ή απ’ το μισόκιλο, είναι το ίδιο πράμα. Αρκεί να είναι καλό το κρασί. Μόνο που το μισοκάρικο έχει ένα μικρό ελάττωμα: Δεν κερνάει καλά, γιατί τα χείλη του είναι «κοφτά», σε αντίθεση με το μισόκιλο που τα χείλη του «κρεμάνε» προς τα έξω και ρίχνει στα ποτήρια κατευθείαν, χωρίς να χύνεται έξω το κρασί. Όμως, όταν χρησιμοποιώ τη μισή οκά, το χαίρομαι καλύτερα το πιοτί, γιατί γίνεται μια γέφυρα του χρόνου που με πάει στα χρόνια εκείνα τα παλιά, τότε που οι παππούδες μου και ο πατέρας μου έπιναν κρασί στα κουτούκια του καιρού, κερνώντας με τούτο το παλιό κατρούτσο.
Για την ιστορία, η Οκά που ήταν Οθωμανική Μονάδα Μέτρησης, μας έμεινε κληρονομιά από την τουρκοκρατία (Οκά – Δράμια – Καντάρια) και καταργήθηκε επισήμως την 1η Ιουλίου 1958, αφού πρώτα επέζησε (παράλληλα με το κιλό) από το 1876 . Το μεγαλύτερο πρόβλημα όταν έγινε η κατάργηση της Οκάς το αντιμετώπισαν οι νοικοκυρές, οι οποίες στα τετραδιάκια με τις χειρόγραφες συνταγές των γλυκών είχαν τις δόσεις γραμμένες σε δράμια και οκάδες και δεν μπορούσαν να μετρήσουν τις νέες αναλογίες σωστά. Έτσι το βάρος της μετατροπής έπεφτε στον μπακάλη, ο οποίος δεχόταν την παραγγελία σε οκά και δράμια και την εκτελούσε σε κιλά και γραμμάρια.
Να σημειώσω, τέλος, ότι το μικρό κατρούτσο του ¼ του Κιλού (250 γραμμάρια) που χρησιμοποιείται σήμερα, έχει κρατήσει την παλιά ανομασία τού ανάλογου κατρούτσου της Οκάς (100 δράμια) και λέγεται - ακόμα και σήμερα - «κατοστάρι»!
Κι επειδή, κάθε τι «παλιό», εκτός από χρηστική αξία έχει, κυρίως, και αξία συναισθηματική, στενοχωριέμαι κάθε φορά που πάω σε μαγαζί και φέρνουν το κρασί σε μπουκάλια γυάλινα ή σε κανάτες κι όχι στα παραδοσιακά κατρούτσα. Μπουκάλια και κανάτες υπήρχαν ΚΑΙ στην εποχή της παλιάς ταβέρνας, πλην όμως κανένας ταβερνιάρης δεν διανοήθηκε ποτέ να πάει το κρασί στο τραπέζι της παρέας μέσα σε οτιδήποτε άλλο παρεκτός από το κατρούτσο το κιλό, το μισόκιλο ή το κατοσταράκι κοινώς«κουλουκάκι».
Γιατί για να πιεις κρασί και να το φχαρ’στηθείς πρέπει πρώτα να «πιει» η καρδιά και ύστερα το στόμα. Όπως το‘πεκαι ο προφητάναξΔαυίδ (103ος Ψαλμός , εδάφιο 15) …
«Και οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου…»
Ταβερνοϊστορίες: Το μισόκιλο και το μισοκάρικο
Έκθεση εικόνων
{gallery}127091{/gallery}
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




