Πού να το ’ξεραν ταφτωχόπαιδα, τα ξυπόλητα και πεινασμένα παιδιά του παλιού καιρού, πως τα τρύπια και χιλιομπαλωμένα παντελόνια τους θα γίνονταν μόδα στη σημερινή εποχή της αφθονίας και της ισοπέδωσης.
Εκείνα τα «παιδιά όλο μάτια», που η ζωή τούς είχε κλέψει τα λουλούδια της χαράς από τον κήπο και τον ήλιο της ελπίδας από τον ουρανό τους, εκείνα τα φτωχά παιδιά που δεν χόρτασαν το ψωμί, που δεν έμαθαν τα γράμματα, που μπήκαν στα κάτεργα από τα μικράτα τους, εκείνα τα παιδιά που δεν έγιναν ποτέ παιδιά, που το κεραμίδι πάνω απ’ τα κεφάλια τους έβαζε συνέχεια νερό και τα παράθυρά τους άφηναν το αγριοβόρι να «θερίζει», εκείνα τα φτωχόπαιδα του «κάποτε», πράγματι, «δεν είχαν ούτε παντελόνι να φορέσουν», όπως αποφάνθηκε η σοφία του λαού. ΕΝΑ και μοναδικό παντελόνι είχαν, γιορτή καθημερνή, που ’χε γίνει ένα με το κορμί τους, που η μάνα η πικραμένη, όταν τρύπαγε στον «κώλο» και στα γόνατα, έψαχνε να βρει μπαλώματα από ρούχα παλιά, που σαν ακριβό θησαυρό φύλαγε στο μπαούλο, για να μπαλώσει το παλιό, το τρύπιο παντελόνι και να πολυκαιρίσει.
Γιατί, πού να περ’σσέψουν λεφτά για καινούριο παντελόνι του παιδιού, τότε που η Λάμια η φτώχεια είχε βγει από τις σπηλιάδες της και κυνηγούσε τους ανθρωπάκους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, για να τους κατασπαράξει. Και μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, τα μπαλώματα γίνονταν πιο πολλά και πιο μεγάλα και τα παιδιά ψήλωναν αλλά τα παντελόνια όχι, ώσπου έφτανε στιγμή που το παντελόνι «έφτανε στα γόνατα» και το παιδί ακόμα το φορούσε.
Αυτά τα τρύπια, τα παλιά, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια έγιναν μια τραγική ταυτότητα της παλιάς εποχής, μιας εποχής που ο πλούτος, ο πόλεμος και οι άπονες εξουσίες, έβαλαν τον άνθρωπο τον παρακατιανό πάνω στο αμόνι του γύφτου και του τσάκισαν, ένα-ένα, τα κόκαλα, με τα σφυριά της φτώχειας, της εκμετάλλευσης, της πείνας, της αγραμματοσύνης, της στέρησης, της απελπισίας και του θανάτου.
Κι όμως: Τούτη η εποχή μας η σημερινή, που ’χει πετάξει στα πηγάδια του ολέθρου Αρχές, Αξίες και Ιδανικά, που σαν καράβι ακυβέρνητο πορεύεται στης μαύρες θάλασσες της απώλειας, ΠΗΡΕ τη δυστυχία των «παλαιών των ημερών», πήρε τα τρύπια, τα σκισμένα παντελόνια της ΤΙΜΙΑΣ Φτώχειας και τα ’κανε μόδα και μάλιστα μόδα ακριβή!!! Κι έρχονται, λοιπόν, καλομαθημένα και αβροδίαιτα παιδιά και νέοι και «νεάζοντες» κι ακολουθώντας τις επιταγές «της μοδός» και των «εμπνευσμένων» μόδιστρων αγοράζουν από επώνυμες και μη βιτρίνες επιμελώς σκισμένα και παλιωμένα παντελόνια που με καμάρι περισσό τα φορούν στο σεργιάνι χωρίς να νιώθουν αυτήν την ασυμμετρία ζωής και πραγματικότητας, χωρίς να συναισθάνονται πως έτσι προκαλούν και βγάζουν τη γλώσσα στις γενιές εκείνες που φόρεσαν τα τρύπια, τα σκισμένα, τα χιλιομπαλωμένα παντελόνια από ανάγκη και περισσή ανέχεια, πως κοροϊδεύουν έτσι τις γενιές που έζησαν με ένα και μοναδικό όνειρο, να γυρίσει –κάποια στιγμή – η ρόδα της ζωής, να βγει το άρμα του ήλιου από τη λάσπη και να μπορέσουν κι αυτοί να έχουν ένα καινούριο, αμπάλωτο παντελόνι!!!
ΥΓ: (Μπαλωμένα παντελόνια φόρεσα κι εγώ μέχρι ΚΑΙ το Γυμνάσιο και τα ευγνωμονώ γιατί μου θυμίζουν το καθήκον και τη θέση μου μέσα στην κοινωνία, κάθε φορά που πάω να ξεχαστώ).
Τα σκισμένα παντελόνια
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




