Γράφει ο Γεώργιος Μπόνος
Ο μεγάλος ποιητής λόρδος Βύρωνας, γνωστός Άγγλος φιλέλληνας που γεννήθηκε το 1788 και πέθανε στο Μεσολόγγι τον Απρίλιο του 1824 κατά τη διάρκεια του αγώνα υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδος.
Ήρθε για πρώτη φορά στη Χώρα μας το 1809 σε ηλικία μόλις 21 ετών. Ο Βύρωνας από μικρή ηλικία έχει αγαπήσει στην Ελλάδα. Έχει μελετήσει τη μεγάλη και ένδοξη ιστορία της. Γνώριζε τους αρχαίους Έλληνες ποιητές. Γνώριζε επίσης την Ελληνική γλώσσα και είχε άμεση επαφή με τα ελληνικά γράμματα.
Ο Βύρωνας, πέραν αυτών, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν φωτεινό πνεύμα και είχε σφραγίδα δωρεάς.
Ήταν επομένως οικονομικά ανεξάρτητος και πνευματικά ανήσυχος και με προβληματισμούς. Επεδίωκε τις περιπέτειες και παρά τις σωματική του αναπηρία, ήταν και θαρραλέος. Έτσι ο φιλελεύθερος και θαρραλέος ποιητής αποφασίζει να επισκεφτεί την Ελλάδα για να γνωρίσει από κοντά τον αρχαίο, ιερό και πολύ βασανισμένο αυτόν τόπο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1809 μαζί με τον στενό του φίλο Χομπχάους και υπηρέτες του, φτάνει στην Πάτρα. Λέγεται ότι μαζί του έχει ακόμη και εκατό πέννες, δύο γαλόνια μελάνι και πολλές δεσμίδες λευκό χαρτί.
Για πρώτη φορά βρίσκεται στην ένδοξη και αιματοβαμμένη ελληνική γη. Ποιες ήταν οι πρώτος εντυπώσεις, ποια συναισθήματα κυριαρχούσαν στο φιλελεύθερο ψυχικό του κόσμο;
Ο ίδιος θα μας τα περιγράψει αργότερα σε μια δραματική στιχομυθία με κάποιο Αθηναίο πολίτη.
Μετά την Πάτρα μεταβαίνει στην Πρέβεζα και φτάνει στα Ιωάννινα. Συναντιέται με τον Αλή Πασά. Ύστερα από λίγο καιρό επιστρέφει στην Πάτρα και συνεχίζει προς το Αίγιο. Με πλοίο περνάει απέναντι στο λιμάνι της Ιτέας με σκοπό να επισκεφθεί τους Δελφούς και να προσκυνήσει. Κατά την παραμονή του στον ιερό τόπο του Απόλλωνα παρατήρησε ο ποιητής το εξής αξιοπερίεργο. Δώδεκα αετοί διέγραψαν κύκλους στον αέρα υπεράνω της Κασταλίας πηγής. Ο Βύρωνας ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με το παράδοξο αυτό θέαμα. Και έδωσε την εξήγηση, ότι το γεγονός πρέπει να θεωρηθεί ως καλός οιωνός και ανεφώνησε: ο Απόλλωνας δέχεται με χαρά το προσκύνημά μου στον ιερό αυτόν χώρο.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1809, παραμονή Χριστουγέννων φτάνει στην Αθήνα μέσω Λιβαδειάς. Η πρωτεύουσα Αθήνα τότε ήταν ένα μεγάλο χωριό, λένε οι χρονικογράφοι της εποχής. Ο Βύρωνας επειδή σκοπό είχε να μείνει στην Αθήνα αρκετούς μήνες, ενοικιάζει δωμάτιο στην οικία της κ. Θεοδώρας Μακρή, χήρα του Άγγλου υποπρόξενου.
Της Γαλλίας μάλιστα ο πρόξενος Φαβέλ, αναλαμβάνει να συνοδεύσει και να ξεναγήσει το λόρδο Βύρωνα σε ολόκληρη την Αττική.
Πρώτα-πρώτα ανεβαίνει στην Ακρόπολη. Εκεί θαυμάζει όλο το αρχαίο Μεγαλείο. «Από το φωτισμένο μυαλό του διέρχεται ολόκληρο το ένδοξο ιστορικόν παρελθόν της Χώρας που τον φιλοξενεί». «Σκέπτεται τον δημιουργό του Χρυσού αιώνα του Περικλή, τους μεγάλους καλλιτέχνες και κάτω από τη σκιά του ιερού βράχου τους τραγικούς ποιητές Αισχύλο, Σοφοκλή και Ευριπίδη. Βλέπει όμως ταυτόχρονα τη φρουρά των τούρκων στρατιωτών, που εδώ και 350 περίπου χρόνια έχουν την Ελλάδα κάτω από τη σκλαβιά.
Κατά την περιήγησή του πληροφορήθηκε την κλοπή των μαρμάρων και της Καρυάτιδος από το Ερεχθείο από τον Ελγίνο, Άγγλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη.
Μια άλλη ημέρα καθώς γυρίζει τους δρόμους των Αθηνών συναντά ένα νεαρό Αθηναίο και τον κατηγορεί για την υποταγή του στους Τούρκους. Μεταξύ τους μάλιστα διεξάγεται και η παρακάτω στιχομυθία:
Τι να κάμω απαντά ο νεαρός Αθηναίος. Δούλε, του φωνάζει με οργισμένη και δικαιολογημένη ίσως αγωνία, απαντά ο Βύρωνας, είσαι ανάξιος να λέγεσαι Έλληνας. Τι μπορείς να κάνεις; Να εκδικηθείς!
Στις επισκέψεις στην Αττική πήγε και στο Σούνιο. Εκεί ο Βύρωνας κάθισε, αγνάντεψε, χάρηκε τη γαλήνη του ακρωτηρίου. Ένιωσε μεγάλη ευτυχία μονάχος και έγραψε το όνομά του στους στύλους, σαν μικρό παιδί, για να θυμίζουν το πέρασμά του στους μεταγενέστερους. Από τότε άρχισε ν’ αγαπά τους Έλληνες και να σκέπτεται σοβαρά τον σκλαβωμένο ελληνικό λαό που κατοικούσε στην ωραία αυτή χώρα.
Ο Βύρωνας ήτανε προικισμένος με ευγενείς ιδιότητες, θαρραλέος γενναιόδωρος και φιλελεύθερος μαχητής. Μισούσε την τυραννία και ήταν πρόθυμος να θυσιάσει περιουσία, ανέσεις και τη ζωή του ακόμη. Το απέδειξε με τον τραγικό θάνατό του στο Μεσολόγγι το 1824 και όλα αυτά για τον ιερόν αγώνα υπέρ της Ελλάδος και της ελευθερίας της. Τους Έλληνες τους ελάτρεψε και αγάπησε για το ιστορικό τους και το ένδοξο παρελθόν.
Κλείνουμε την εργασία μας αυτή με μια πλευρά του λόρδου Μπάιρον. Το πως περιγράφει ο ποιητής τις γυναίκες-Ελληνίδες και κυρίως τις ατθίδες όπως τις ονομάζει. Και τι απαντά ο Εθνικός μας ποιητής στην απαισιόδοξη άποψη του Βύρωνα.
Ο λόρδος λοιπόν Βύρωνας ενώ θαυμάζει την Ελληνίδα γυναίκα με τη μεσογειακή θέρμη και τη φρεσκάδα του λουλουδιού στην καλή του ώρα. Βλέπει τις νέες κοπέλες να χορεύουν κάτω από τα δέντρα και να χύνουν από τα μάτια τους λάμψη. Αλλά τα δικά του μάτια να χύνουν πικρά δάκρυα. Αυτές οι ερωτικές σκηνές και ο θαυμασμός προς τις ωραίες ατθίδες αρχίζει να κυριαρχείται από συλλογισμένους απαισιόδοξους και οργισμένος. Σκέπτεται ότι οι ωραίες αυτές κοπέλες πάλι δούλους θα γεννήσουν και πάλι δούλους θα θηλάσουν από τα στήθη τα δικά τους.
Ο Βύρωνας ενώ θαυμάζει την Ελλάδα τώρα με μια τάση απαισιοδοξίας κλαίει και τραγουδά για το κατάντημα των Ελληνίδων που είναι προορισμένες χρόνια και χρόνια να γεννούν και να θηλάσσουν ραγιάδες. Εμπνέεται απαισιόδοξους στίχους στο μεγαλόπνοο ποιητικό του έργου «Δον Ζουάν».
Ιδού οι στροφές:
Πλήρη παλιν οίνου Σάμου,
Πλήρη θέλω την φιάλην.
Βλέπω νέας εις τα δέντρα
χορευούσας εν σκιά.
Και τους μαύρους οφθαλμούς των
Λάμψη χύνοντας μεγάλην.
Αλλ’ οι δικοί μου κλαίουν,
χύνουν δάκρυα πικρά,
επειδή ενώ τας βλέπω,
συλλογίζομαι φρυάττων,
ότι δούλους θα θηλάσουν
με τα στήθη τα δικά των!
Ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός, ο Βύρωνας της Ανατολής, σε μια ενότητα του ύμνου εις την Ελευθερία, απαντά με αισιοδοξία και γνήσια ελληνική διάθεση. Ύστερα από 14 χρόνια τον Μάιο του 1823, εποχή που έγραψε το Ύμνο στο λόφο τους Στράνη στη Ζάκυνθο, απαντά στις απελπισμένες στροφές του Άγγλου ποιητή Βύρωνα.
Και ο Σολωμός βλέπει και αυτός ότι κάτω τους ήσκιους των δέντρων να στήνουν χορό κρινοδάκτυλες παρθένες και σκέφτεται πως θα γεννήσουν όχι ραγιάδες, αλλά παιδιά που θα θηλάσουν γάλα ελευθεριάς και παλικαριάς. Ο εθνικός μας ποιητής Σολωμός βλέπει ελληνίδες κοπέλες να χορεύουν με ωραία μάτια ερωτικά και άλλες με μαύρα ολόχρυσα μαλλιά και η ψυχή του ποιητή αναγαλιάζει πως ο κόρφος κάθε μιας γλυκοβυζαστό ετοιμάζει γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.
Ιδού οι στροφές του Σολωμού:
83 Στη σκιά χειροπιασμένες
στη σκιά βλέπω και εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
όπου στήνουνε χορό
84 Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά
85 Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος κάθε μιας
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς




