Το σμερδάκι ή το κόκκινο παιδί

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 04 Δεκέμβριος 2020 12:28 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Το σμερδάκι ή το κόκκινο παιδί

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας γέρος με μια γριά. Ζούσαν σε ένα χωριό. Ο γέρος ήθελε να πάει στην πολιτεία με το μουλάρι του, για να πουλήσει αλεύρι. Έπρεπε να ξεκινήσει νύχτα, γιατί η πολιτεία ήτανε μακριά.

Το γιόμα λέει ο γέρος στη γριά του: «Γυναίκα, θα πάω το αλεύρι στην πολιτεία, για να το πουλήσω. Θα ξεκινήσω το βράδυ. Για αυτό αμπαρώσου καλά και πέσε να κοιμηθείς». Η γριά του λέει: «Είσαι με τα καλά σου, γέρο μου; Νυχτιάτικα θα πας; Κι από πιο δρόμο;» «Θα πάω από το καλντερίμι, για να φτάσω πιο γρήγορα». «Γέρο μου, δεν ξέρεις ότι εκεί βγαίνει το σμερδάκι;» «Τι είναι εφτούνο, βρε γυναίκα; Δεν το έχω ακουστά».

Η γριά του λέει: «Δεν ξέρεις το κόκκινο παιδί, το σμερδάκι; Αυτό θα σε βλάψει». «Τι θα μου κάνει, γριά, ένα κόκκινο κουτσούβελο;» «Αυτό, γέρο μου, βγαίνει τις νύχτες, τρυπώνει στα μαντριά, μαρκαλάει τα πρόβατα και τα γίδια. Κάποτε μαρκαλάει και άλογα και μουλάρια. Άμα του κάνει κέφι, καβαλικεύει και ανθρώπους». «Τι λες γριά; Ξεκούτιανες για τα καλά. Δε σου έχω πει να μην ακούς ό,τι σου λένε τα χάφτεις; Πότε θα βάλεις μυαλό;» Η γριά αποκρίθηκε: «Κάμε όπως καταλαβαίνεις, αφού δεν ακούς».

Ύστερα ο γέρος πήγε στο στάβλο, πότισε και τάισε το μουλάρι. Σαν βράδιασε, του έβαλε το φόρτωμα, αποχαιρέτησε τη γριά και ξεκίνησε. Μπήκε στο καλντερίμι… Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για την πολιτεία. Είχε ολόγιομο φεγγάρι και φώτιζε καλά. Ο γέρος βαστούσε λαδοφάναρο, για να βλέπει που πατάει. Σαν προχώρησε και κόντευε να φτάσει στο μοναστήρι, βλέπει σε μια στροφή του δρόμου ένα παιδί κόκκινο, με μάτια κατσούλας που τόνε κοιτούσε. Άρχισε να τον κυνηγάει. Πιλαλάει ο γέρος, όσο μπορούσε, για να ξεφύγει. Μα το κόκκινο παιδί τον πήρε στο κατόπι. Σαν έφτασε ο γέρος κοντά στις σκαρουχιές[1] του μοναστηριού, τον φτάνει το σμερδάκι, τον καβαλάει και τον πήγαινε κάμποσο δρόμο.

Ο γέρος φοβήθηκε. Μα του έκοψε το μυαλό του να πει το «Πάτερ ημών», για να ξορκίσει το σμερδάκι. Σαν είπε την προσευχή, εκείνο το μαγαρισμένο έγινε άφαντο. Ο γέρος κόντεψε να πεθάνει από την ταραχή του. Μα δεν του έφτανε αυτό. Τόνε βρήκε κι άλλη συμφορά. Έβγαλε κακό σπυρί στο λαιμό, εκεί όπου τον άγγιξε το σμερδάκι. Πονούσε πολύ. Τώρα τι να κάνει; Το χωριό του ήτανε μακριά. Μια και δυο πάει στο μοναστήρι.

Χτυπάει την πόρτα. Του ανοίγει ο ηγούμενος. Τόνε βλέπει αλαφιασμένο και τόνε μπάζει μέσα. «Τι έπαθες μπάρμπα Γιάννη;» τόνε ρωτάει. Εκείνος είχε καταπιεί τη γλώσσα του από την ταραχή. Ο ηγούμενος του δίνει νερό και τόνε καθίζει σε ένα σκαμνί, για να συνεφέρει.

Σαν συνήρθε ο γέρος, δείχνει στον ηγούμενο το κακό σπυρί. Του λέει: «Πονάω πολύ. Το σμερδάκι με έβλαψε. Τι να κάνω;» Εκείνος δε μίλησε, μόνο φώναξε ένα καλογεράκι και του είπε: «Έλα, παιδί μου, να περιποιηθείς τον μπάρμπα-Γιάννη». Μετά ορμήνεψε το καλογεροπαίδι τι να κάνει κι αποχώρησε.

Το καλογεροπαίδι άλειψε το λαιμό του γέρου με μια αλοιφή του μοναστηριού. Ο γέρος υπέφερε, μα τι να κάνει. Έκαμε υπομονή. Ύστερα το καλογεροπαίδι του έστρωσε να κοιμηθεί κι έφυγε. Ο γέρος όλη τη νύχτα βογκούσε από τον πόνο. Αναλογιζόταν το πάθημά του και στενοχωριότανε, που δεν άκουσε την ορμήνια της γυναίκας του. Σκεφτότανε τι να έγινε το μουλάρι με το φόρτωμά του. Κατά το ξημέρωμα τον πήρε ο ύπνος.

Όταν ξύπνησε ο γέρος, ήτανε πια μεσημέρι. Είδε το καλογεροπαίδι να στέκει πλάι του και να τον κοιτάζει. «Θα περάσει η αρρώστια σου!» του είπε. «Μήπως βρήκατε το μουλάρι μου;» ρώτησε ο γέρος. «Το βρήκα. Το έφερα εδώ. Μη γνοιάζεσαι!» είπε το καλογεράκι. Ο γέρος του φίλησε το χέρι. «Να προσέχεις άλλη φορά, μπάρμπα Γιάννη!», είπε το καλογεροπαίδι.

Την άλλη μέρα ο γέρος ήτανε περδίκι. Ευχαρίστησε τον ηγούμενο και τα καλογεράκια, που τον έκαναν καλά. Τους είπε: «Το αλεύρι, που είχε φόρτωμα, το αφήνω στο μοναστήρι. Θα έρχομαι να σας βλέπω. Ό,τι θέλετε από μένα θα το έχετε». Φίλησε το χέρι του ηγούμενου, ζήτησε την ευλογία του κι έφυγε.

Καβάλα στο μουλάρι του γύρισε ο γέρος στο χωριό. Η γριά τον περίμενε και κόντευε να παλαβώσει. Σαν τον είδε να καταφτάνει, ησύχασε. «Γέρο μου, είσαι καλά;» τόνε ρώτησε. Τότε ο γέρος της ιστόρησε τα παθήματά του. Η γριά του είπε: «Χάρη στα καλογεράκια έγιανες από την αρρώστια. Άλλη φορά να ακούς τις ορμήνιες μου». Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

[1] μικρό φυλλοβόλο δέντρο με σύνθετα φύλλα, μικρά άσπρα άνθη και μικρούς σφαιρικούς καρπούς, συνήθως κίτρινους ή κόκκινους

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

LINARDI
Koutsoviti