![Η χήρα κι η σωτηρία της Σκαρδαμούλας [1]](/media/k2/items/cache/8f3a63d893caaa9b0c8cf270c0471394_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα. Ζούσε στο χωριό Σκαρδαμούλα τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Είχε χάσει τον άντρα της σε μια μάχη. Από τότε βρήκε παρηγοριά στην εκκλησία. Πήγαινε τακτικά. Ζητούσε από την Παναγία να απαλύνει τον πόνο της. Ήθελε να βοηθάει όποιον είχε ανάγκη ή βρισκόταν σε κίνδυνο. Το είχε τάξει.
Μια μέρα η χήρα βγήκε παραέξω από το χωριό να μαζέψει χόρτα. Βλέπει ένα γέρο καβάλα στο άλογό του να έρχεται προς το μέρος της. «Που ήσουνα γέρο-Δήμο;» τον ρωτάει. «Είχα πάει κατά το ποτάμι και συνάντησα έναν δικό μας. Να προσέχουμε, μου είπε, γιατί είδε Τούρκους να βαδίζουν προς το διπλανό χωριό.
Η χήρα είπε: «Αυτό είναι σοβαρό. Να πάμε στο χωριό και να το πούμε. Να δούμε τι θα κάνουμε. Αν μπουν μέσα οι Τούρκοι γύρευε τι θα γίνει». «Ανέβα στο άλογο μου», είπε ο γέρος. «Πάμε στην πλατεία του χωριού».
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν στην πλατεία. Κάτι γέροντες κάθονταν εκεί. Συζητούσαν. Η χήρα ξεπέζεψε. Άρχισε να φωνάζει: «Που είστε γυναίκες, παιδόπουλα και γριές; Κίνδυνος μεγάλος μας ζυγώνει. Το ξέρει ο γέρο-Δήμος. Του το είπε ένας δικός μας». Έτρεξε η χήρα παντού. Φώναζε να μαζευτούν όλοι κάτω από το μεγάλο πλάτανο. Μαζεύτηκε όλο το χωριό.
Ο γέρο-Δήμος τους είπε: «Πάρτε τα παιδιά σας. Οι Τούρκοι σε λίγο θα μπουν στο διπλανό χωριό. Μετά είναι η σειρά μας. Μου το είπε ο Γιάννης, του ξυλουργού ο γιος».
«Που να πάμε;» ακούστηκε η φωνή μιας γριάς. «Πούθε να κρυφτούμε;» Η χήρα είπε: Εγώ λέω να πάμε στα χαλάσματα που είναι στον ψηλό βράχο πάνω από το χωριό. Δεν έχει αλλού μέρος». Η γριά ρώτησε: «Αν ανηφορίσουν οι Τούρκοι με τα άλογα τι θα κάνουμε; Από τη μια μεριά έχει γκρεμό». Η χήρα είπε: «Εμείς θα πάμε από την άλλη μεριά να κρυφτούμε, όχι από το γκρεμό. Βιαστείτε! Όποιος κουραστεί στο δρόμο, ας στηριχτεί απάνω μου ή πάνω σε κάποια πιο νέον».
Έτσι κι έγινε. Όλο το χωριό, γυναικόπαιδα και γέροι τράβηξαν προς το βράχο. Σαν έφτασαν, η χήρα είπε: «Κρυφτείτε όπου βρείτε. Ξαπλώστε στην ανάγκη χάμω και σκεπαστείτε με κλαδιά να μη φαινόσαστε». Η χήρα σκαρφάλωσε στο βράχο. Ήταν βασταγερή γυναίκα. Κοίταξε μακριά. Είδε τους Τούρκους καβάλα στα άλογα να μπαίνουν στο χωριό. «Παναγία μου!» φώναξε. Κατέβηκε κι είπε στους συγχωριανούς της: «Προσευχηθείτε! Δε μας μένει τίποτε άλλο. Οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό. Αν ακολουθήσουν τα χνάρια μας, θα μας βρουν».
Οι Τούρκοι πάτησαν το χωριό. Έψαχναν για τους χωριανούς. Όσο δεν έβλεπαν κανέναν, τόσο λύσσαγαν. Έκαναν σα θεριά. Τότε ένας έκανε νόημα σε άλλους δέκα να τον ακολουθήσουν προς το ψηλότερο μέρος. Έτρεξαν πίσω του. Ξαφνικά βλέπουν μια γυναίκα στο δρόμο τους. Καθόταν ήρεμη. Έγνεθε τη ρόκα της σε ένα ψηλό λόφο, σα να μη συνέβαινε τίποτα. Παραξενεύτηκαν. Σταμάτησαν. Μα δεν την πείραξαν.
Μόνο ένας Τούρκος τη ρώτησε: «Πες μας, που πήγαν τα γυναικόπαιδα κι οι γέροι. Αν μας δείξεις, δε θα σε πειράξουμε,». Η γυναίκα δε μίλησε. Μόνο τους έδειξε με το δάχτυλο προς το μέρος που ήταν ο γκρεμός. Οι Τούρκοι τράβηξαν κατά εκεί. Πάνω στη βιάση τους, χωρίς να ιδούνε, ή λες και κάτι τους θόλωσε τα μάτια και το νου, έπεσαν όλοι στο γκρεμό και χάθηκαν. Δυο χωριανοί είδαν τι έγινε. Τρέξανε και το είπανε στους άλλους που κρύβονταν στα χαλάσματα.
Η χήρα είπε: «Εκεί κάτω μια γυναίκα σήκωσε το χέρι της και τους έδειξε το γκρεμό. Την είδα εγώ κι η Γιώργαινα. Ποια να ήταν;» «Πάμε να δούμε!» είπαν τρεις γυναίκες. Μόλις έφτασαν στο λόφο η γυναίκα με τη ρόκα τους χαμογέλασε. Είχε μια γλυκιά όψη, σαν αγία. Μετά χάθηκε από μπροστά τους. «Εκείνη ήταν! Είμαι σίγουρη!» είπε η χήρα. «Ποια; Δεν είναι από τον τόπο μας;» τη ρωτάνε οι άλλες. «Η Παναγία!» είπε η χήρα κι έκλαιγε. Οι γυναίκες σάστισαν. Μα κατάλαβαν ότι είχε δίκιο η χήρα. Βρήκαν απάντηση οι προσευχές τους πιο γρήγορα από ό,τι περίμεναν.
Οι γυναίκες έτρεξαν να το πούνε σε όλους. Οι χωριανοί της Σκαρδαμούλας έκλαιγαν από τη χαρά τους για το θαύμα που έγινε στον τόπο τους. Από τότε κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, κάνανε δοξολογία στη χάρη της. Και ζήσανε αυτοί, όσο γινόταν καλά, τα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς τα δύσκολα, κι εμείς καλύτερα.
[1] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια (Σκαρδαμούλα) - Η Καρδαμύλη, έδρα του Δήμου Δυτικής Μάνης, είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό, το οποίο απέχει 38χλμ. ΝΑ της Καλαμάτας. Έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ως τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, γιατί αποτελεί ένα αξιόλογο φυσικό τοπίο με πλούσια βλάστηση μέσα στο οποίο εντάσσονται χαρακτηριστικά δείγματα της εξέλιξης της μανιάτικης κατοικίας και ως ιστορικό τοπίο, λόγω της σημασίας που έχει για την ιστορία της αρχιτεκτονικής και γενικότερα για την ελληνική ιστορία, επειδή η γη της, κατοικούμενη από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, είναι πλούσια σε μνημεία όλων των εποχών και η ιστορία της πλούσια σε γεγονότα. Λίγα μόλις μέτρα χωρίζουν την παλιά πόλη από τη νεότερη. Το όνομα "Καρδαμύλη" αναφέρεται για πρώτη φορά στα χρόνια του Ομήρου και αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ι 150) ως πρώτη από τις "επτά ευνομούμενες και καλώς κατοικούμενες πόλεις" που ο Αγαμέμνονας θα έδινε προίκα στον Αχιλλέα αν νυμφευόταν μια από τις κόρες του. Αργότερα ονομάστηκε "Σκαρδαμούλα", ενώ τα τελευταία χρόνια επικράτησε πάλι το αρχαίο όνομα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου