Ο τσαγκάρης και το κάστρο της μονόστηθης

Το παραμύθι της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 16 Ιούλιος 2021 10:33 | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο τσαγκάρης και το κάστρο της μονόστηθης

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τσαγκάρης. Ζούσε σε ένα χωριό με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Δύσκολα τα έβγαζε πέρα. Ήθελε να έχει η φαμελιά του όλα τα καλά και να μένουν σε ένα σπίτι με αυλή. 

Μια μέρα πήγε στο τσαγκάρικό του ένας γέρος για να του φτιάξει τα παπούτσια. «Γέροντα, τι αγαπάς;» ρώτησε ο τσαγκάρης. «Θέλω ένα γερό ζευγάρι παπούτσια». «Θα στο φτιάξω σε τρεις μέρες!» είπε αυτός και αναστέναξε. «Γιατί αναστενάζεις;» ρώτησε ο γέρος. «Γέροντα, ποια είναι η δουλειά σου;» «Γυρολόγος! Έχω γυρίσει τόπους και τόπους». «Πες μου, υπάρχει τρόπος να γίνω πλούσιος πριν ασπρίσουν τα μαλλιά μου και πέσουν τα δόντια μου;» ρώτησε ο τσαγκάρης. 

Ο γυρολόγος κοίταξε τον τσαγκάρη. Του είπε: «Να πας στο κάστρο της μονόστηθης. Έχει χρυσά φλουριά στα μπαούλα της. Ένα σακί αν πάρεις, έκανες την τύχη σου». «Γιατί τη λένε μονόστηθη;» «Γιατί έχει μόνο ένα στήθος μεγάλο και βαρύ. Είναι ισχυρή γυναίκα. Κανένας εχθρός της δεν πάτησε το κάστρο», είπε ο γέρος. «Πως θα πάω εκεί;» ρώτησε ο τσαγκάρης. «Όταν θα έρθω για τα παπούτσια, θα σου φέρω ένα χάρτη», είπε ο γέρος κι έφυγε. 

Έτσι κι έγινε. Ο γέρος του πήγε το χάρτη. Ο τσαγκάρης του δώρισε τα παπούτσια. Ύστερα ετοίμασε το άλογό του κι είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα φύγω. Έχε το νου σου στα παιδιά». «Που πας, άντρα μου;» τον ρώτησε εκείνη. «Πάω να φέρω λεφτά για να ζήσουμε καλά. Να με περιμένεις», της λέει αυτός. «Στάσου να σου φέρω το δισάκι σου και φαΐ» του είπε η γυναίκα. 

Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε ο τσαγκάρης για το κάστρο της μονόστηθης. Ακολουθούσε το χάρτη κι έφτασε σε ένα δάσος. Τότε φάνηκε μπροστά του ένας τρελός. «Πεινάω! Περισσεύει φαΐ;» τον ρωτάει. «Περισσεύει», λέει ο τσαγκάρης. Βγάζει από το δισάκι του ψωμί, ελιές και του δίνει. Ο τρελός έτρωγε σα να μην είχε ξαναφάει στη ζωή του. Ο τσαγκάρης τόνε ρωτάει: «Τόσο πολύ πεινάς; Από πού έρχεσαι;» «Από το κάστρο της μονόστηθης. Έμενα χρόνια εκεί, μα αυτή με έδιωξε. Δεν άφηνα κανέναν σε χλωρό κλαρί», απαντάει ο τρελός. «Τι έκανες;» ρωτάει ο τσαγκάρης. «Χωνόμουνα παντού. Άκουγα πράγματα που δεν έπρεπε. Η μονόστηθη το έμαθε και με πέταξε έξω από το κάστρο». 

«Στο κάστρο πάω για χρυσά φλουριά!» είπε ο τσαγκάρης. «Αν δεν ξέρεις τα κατατόπια, δε θα μπεις στο κάστρο», λέει ο τρελός. «Θα με βοηθήσεις;» ρωτά ο τσαγκάρης. «Ναι!», απαντά ο τρελός. Ύστερα ο τσαγκάρης ανέβηκε στο άλογο και πήρε τον τρελό καβάλα. Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν και το βράδυ έφτασαν στο κάστρο της μονόστηθης. 

Ο τρελός είπε: «Θα μπούμε στο κάστρο αύριο τα μεσάνυχτα. Τώρα πάμε σε κάποιον που φρουρούσε παλιά το κάστρο. Θα μας βοηθήσει».  Έτσι πήγαν στο σπίτι του φρουρού. Αυτός καθόταν στην αυλή. 

«Χαίρεται», του λέει ο τρελός.  «Καλώς τον νεραϊδοπαρμένο. Έμαθα ότι σε έδιωξαν από το κάστρο», είπε ο φρουρός.  «Αλήθεια είναι! Ήρθαμε να μας πεις πως θα μπούμε στην κάμαρα της μονόστηθης. Μόνο εσύ ξέρεις», λέει ο τρελός. «Θα πάτε από το μυστικό πέρασμα, που βρίσκεται στην κουφάλα της βελανιδιάς. Βγάζει στους στάβλους του κάστρου σε μια ξύλινη πόρτα. Αυτή η πόρτα μοιάζει αμπαρωμένη, αλλά δεν είναι. Αν την σπρώξεις, ανοίγει. Πίσω της υπάρχουν τριακόσια σκαλιά. Οδηγούν στην κάμαρα της μονόστηθης. Αυτή η γυναίκα κοιμάται πάντα στο πλάι, αλλιώς το στήθος της την πλακώνει. Ένας από σας θα της κλείσει το στόμα με κάποιο ύφασμα. Ο άλλος θα δέσει τα χέρια και τα πόδια της. Ύστερα θα την πάρετε μαζί σας». «Θα κάνουμε, όπως μας είπες», λέει ο τρελός. 

Το άλλο βράδυ, οι δύο άντρες, δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν για την βελανιδιά. Μπήκαν στην κουφάλα της. Βγήκαν στους στάβλους κι ύστερα στο δωμάτιο της μονόστηθης. Τη φίμωσαν και την έδεσαν χειροπόδαρα. Τη βούτηξαν από τα μαλλιά και τη σήκωσαν όρθια, Τότε είδαν ότι το στήθος της ήταν πολύ βαρύ κι έφτανε μέχρι το πάτωμα. Ο τσαγκάρης είπε: «Πως θα την μετακινήσουμε τρελέ; Λέω εσύ να σηκώσεις το στήθος κι εγώ να την σύρω. Αντέχεις;». «Θα το σηκώσω, αν και είναι κοτζάμ», είπε ο τρελός. 

Έτσι είπαν κι έτσι έκαναν. Σε λίγο έβγαλαν τη μονόστηθη από το κάστρο. Την πήγαν στο σπίτι του φρουρού. Ο τσαγκάρης της είπε: «Αν δε μας δώσεις τρία σακιά χρυσά φλουριά, θα χάσεις τη ζωή σου. Φτιάξε μια γραφή που να λέει να φέρουν τα φλουριά στις καρυδιές κοντά στην πηγή». Εκείνη έγραψε ό,τι της είπαν. Ο τρελός πήρε τη γραφή και πήγε στο κάστρο. Την έδωσε σε μια υπηρέτρια κι έφυγε. Οι σύμβουλοι της μονόστηθης έκαναν ό,τι έλεγε η γραφή. 

Έτσι, δύο καβαλάρηδες από το κάστρο των Σερβιών πήγαν τα σακιά στις καρυδιές. Ο τρελός κι ο τσαγκάρης παραφύλαγαν μέχρι να φύγουν οι δύο άντρες. Όταν έφυγαν, βγήκαν από την κρυψώνα τους και πήραν τα σακιά. Τα φόρτωσαν σε δύο άλογα. Μετά γύρισαν στο σπίτι του φρουρού. 

Αυτός τους είπε: «Πήρατε ό,τι θέλατε. Τώρα φύγετε. Θα ελευθερώσω τη μονόστηθη και θα έρθω να σας βρω. Δεν είμαι ασφαλής εδώ. Αυτή ξέρει ότι σας βοήθησα και θα μου πάρει το κεφάλι. Να με περιμένετε στη σπηλιά του δάσους. Τρελέ, εσύ, ξέρεις το δρόμο». 

Έτσι κι έγινε. Ο φρουρός ελευθέρωσε τη μονόστηθη. Μετά καβάλησε το άλογό του και κάλπασε προς τη σπηλιά. Σαν έφτασε, βρήκε εκεί τον τσαγκάρη και τον τρελό. Ο τσαγκάρης είπε: «Είναι τίμιο να μοιραστούμε τα σακιά με τα χρυσά φλουριά. Ας πάρει ένα ο καθένας κι ας τραβήξει το δρόμο του». Οι άλλοι δύο συμφώνησαν. Έτσι, πήραν ο καθένας το μερτικό του. 

Ο τσαγκάρης γύρισε στο χωριό του και αγόρασε το σπίτι με την αυλή που ονειρευόταν. Κι έζησε αυτός με την φαμελιά του καλά κι εμείς καλύτερα.

Δήμητρα Μπουμποπούλου

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση