
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αρετή. Ζούσε με τους γονείς της στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν έμπορας και ταξίδευε σε μέρη μακρινά. Η μάνα της ήταν από καλή φαμελιά κι είχε άλλα τρία παιδιά.
Η Αρετή ήθελε να κάνει βόλτες στους δρόμους της Πόλης και να γνωρίζει μέρη, που δεν είχε δει. Μια μέρα η είπε στη μάνα της: «Μπορώ να βγω για περπάτημα στην πόλη;» Εκείνη αποκρίθηκε: «Κόρη μου, τα κορίτσια της ηλικίας σου κάθονται σπίτι και μαθαίνουν να κεντάνε ή να παίζουν πιάνο. Εσύ όλο φορτώνεσαι την παραμάνα σου να σε βγάζει βόλτες. Τι θα κάνω με εσένα;» «Μητέρα, μου αρέσει να γνωρίζω τον κόσμο». «Τότε να πας, Αρετή. Μα, όταν έρθει ο πατέρας σου, θα περιορίσουμε τις εξόδους σου. Πήγαινε να πεις στην παραμάνα σου να ετοιμαστεί. Μην αργήσετε να γυρίσετε».
Η Αρετή πήγε την παραμάνα της και είπε: «Μάρθα, η μάνα μου έδωσε άδεια να βγούμε. Θα σε περιμένω στο σαλόνι». Η Μάρθα έγνεψε «ναι» και πήγε να ετοιμαστεί, για να συνοδεύσει το κορίτσι.
Έτσι, βγήκαν στους δρόμους της Πόλης και περπατούσαν. Η Αρετή όλο ρωτούσε: «Τι είναι εκείνο το κτίριο, Μάρθα; Τι μαγαζί είναι αυτό; Σε ποιο δρόμο βρισκόμαστε; Που θα πάμε μετά;» Η παραμάνα αποκρινόταν με υπομονή.
Σαν έφτασαν έξω από μια μεγάλη κι ωραία εκκλησιά η Αρετή ξαναρώτησε: «Πως λέγεται αυτή η εκκλησιά, Μάρθα; Ποιος την έφτιαξε;» «Την εκκλησία και τη μονή, Αρετή, την έφτιαξε η Μαρία Παλαιολογίνα τον 13ο αιώνα. Ήταν κόρη νόθα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγου (1261-1282). Λεγόταν «Δέσποινα των Μογουλίων», γιατί είχε παντρευτεί τον διάδοχο των Μογγόλων Χολαγκού . Η Μαρία, όταν πέθανε ο άντρας της, γύρισε στην Κωνσταντινούπολη. Αγόρασε κτήμα με περιβόλια, αμπελώνες και σπίτια. Η συνοικία ονομάζονταν τότε ‘‘Φανάρι’’ . Ίσως η Μαρία μεγάλωσε ένα εκκλησάκι ‘‘Της Παναγιώτισσας’’ που υπήρχε κι έκανε γυναικείο μοναστήρι. Αφιέρωσε στην εκκλησία αργυρά και χρυσά κειμήλια, σκεύη, βιβλία, κτήματα, κλιβάνους, αγρούς, χωράφια και αμπελώνες γύρω από την Ραιδεστό. Η εικόνα της Παναγίας της Μουχλιώτισσας[1], Αρετή μου, είναι ψηφιδωτή και πανέμορφη.
Η Μαρία δώρισε όλη την περιουσία της στην εκκλησία. Όταν πέθανε, ο γαμπρός της, Ισαάκ Παλαιολόγος Ασάνης, έβαλε φόρο στη μονή[2]. Χρόνια μετά, οι μοναχοί ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να απαλλαγούν από το φόρο. Υποστήριξαν ότι ο Ισαάκ καταχράται την περιουσία, δεν καλλιεργεί τα εδάφη, δεν αυξάνει τη σοδειά και ότι γκρέμισε σπίτια για να ωφεληθούν τα δικά του κτήματα. Οι μοναχοί δικαιώθηκαν.
Η Αρετή είπε: «Μάρθα, σε ευχαριστώ! Πρώτη φορά ακούω αυτή την ιστορία. Πότε θα δούμε μέσα την εκκλησιά;» «Αν το επιτρέψουν οι δικοί σου, Αρετή, θα έρθουμε εδώ την Κυριακή. Ας γυρίσουμε τώρα, γιατί η μητέρα σου θα περιμένει». Έτσι κι έκαναν. Και ζήσανε αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: poliagapimeni.wordpress.com - Γύρω από την ετυμολογία του ονόματος είχε αναπτυχθεί παλαιότερα μία μικρή φιλολογία. Ο Σωκράτης Κουγέας είχε υποστηρίξει ότι το όνομα προέρχεται από το Μουχλίον του Μυστρά από όπου κάτοικοι ήρθαν και εγκαταστάθηκαν το 1242 σε αυτή την περιοχή του Φαναριού.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Κατά την διαθήκη της Μαρίας, και την συνήθεια των Βυζαντινών, μετά τον θάνατο της συμβίας του Ισαάκ, οι φόροι της μονής, σύμφωνα με χρυσόβουλο, καταβάλλονταν αποκλειστικά σε αυτόν.