Κάθε χρόνο, την Παρασκευή της Διακαινησίμου, κινάγαμε (η Σπάρτη και τα γύρω χωριά) για να πάμε στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, την αγαπημένη μας «Παναΐτσα», στον «Κοκκινόβραχο» (προβούνι του Πάρνωνα), πάνω από την ανατολική όχθη του Ευρώτα.
Περνάγαμε την κατάφυτη, τότε, όχθη του Ευρώτα βρίσκοντας τα άγνωστα στους πολλούς μονοπάτια, διαβαίναμε το αυτοσχέδιο ξύλινο γεφυράκι που ευσεβείς οικοδόμοι από το Ψυχικό, τη Λάκκα και αλλού, σκάρωναν από την παραμονή σαν αφιέρωμα στην Παναΐτσα, σκαρφαλώναμε στην απέναντι όχθη, ανεβαίναμε το ελικοειδές μονοπάτι και φτάναμε ξεπνοϊσμένοι αλλά κατευχαριστημένοι στο εκκλησάκι της Παναΐτσας.
Η Παναΐτσα ήταν (και είναι ακόμα) ένα εκκλησάκι από κείνα που ύμνησαν αξιολογότατοι παλαιοί πoιητές όπως ο Άγγελος Βλάχος:
ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ
Εις το βουνό ψηλά εκεί,
είν’ εκκλησιά ερημική,
το σήμαντρό της δε χτυπά,
δεν έχει ψάλτη ούτε παπά.
Ένα καντήλι θαμπερό
και έναν πέτρινο σταυρό
έχει στολίδι μοναχό,
το εκκλησάκι το φτωχό.
Αλλ’ ο διαβάτης σαν περνά,
στέκεται και το προσκυνά
και με ευλάβεια πολλή,
τον άσπρο του σταυρό φιλεί.
Επάνω στο σταυρό εκεί,
είναι εικόνα μυστική,
μ’ αίμα την έγραψε ο Θεός
και την λατρεύει ο λαός.
Βέβαια, εκείνο που δεν ήξερε ο Άγγελος Βλάχος για την Παναΐτσα του Κοκκινόβραχου ήταν πως μέσα στο ιερό της έβγαινε Αγίασμα (εξ ου και «Ζωοδόχος Πηγή») το οποίο συγκεντρωνόταν σε ένα φρέαρ και με το οποίο Αγίασμα «μεταλάβαιναν» οι πιστοί μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας για να λάβουν την Ευλογία και τη Χάρη της Παναγίας μας. Δεν ήξερε ακόμα ότι αποβραδίς, την παραμονή, ανέβαιναν στην Παναΐτσα πολλοί προσκυνητές, οι οποίοι, μετά τον Εσπερινό, παρέμεναν εκεί για την Θ. Λειτουργία της επομένης και φιλοξενούνταν όλο το βράδυ στα γειτονικά κελάκια. Πως εκεί γινόταν ένα μικρό πανηγυράκι, με πολλές ψησταριές με σουβλάκια, αυτοσχέδιους πάγκους μικροπωλητών με παιχνίδια και άλλα ψιλοπράγματα κι επίσης αυτοσχέδιες «ταβέρνες» κάτω από τις ελιές, με κατσαρόλες γεμάτες μεζεδάκια και νταμιτζάνες με καλό κρασί, όπου, μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και το μοίρασμα του Άρτου, οι άρρενες πανηγυριστές εύχονταν «Χρόνια Πολλά και του Χρόνου», «τρώγοντες άμα και πίνοντες» ως γνήσιοι και παραδοσιακοί Έλληνες ενώ άλλοι ανηφόριζαν στο φιδωτό μονοπάτι προς τον γειτονικό Αη-Λια όπου και τα Μενελάια (Ιερό του Μενέλαου και της Ελένης) για ν’ ανάψουν κι εκεί τα καντήλια κι ύστερα, απ’ την κορφή των Μενελαΐων να γεμίσουν (ως «άρχοντες του κόσμου») τα «μέσα» τους με την αγλαότατη εικόνα της κοιλάδας της Σπάρτης και του Ταΰγετου.
Τέλος, στην Παναΐτσα του Κοκκινόβραχου Σπάρτης γινόταν μετά το πέρας της Θ. Λειτουργίας και κλήρωση δώρων για την οικονομική ενίσχυση του ενοριακού ταμείου, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν τα αρνιά, που κάθε χρόνο ευσεβείς προσκυνητές προσέφεραν ως τάμα στην «Παναΐτσα».
Όταν σχόλαγε το πανηγύρι οι πανηγυριστές κατηφόριζαν, τότε, προς τις όχθες του Ευρώτα, όπου μέσα στα βαθύσκια πλατάνια και τις ιτιές έστρωναν λευκά και πολύχρωμα τραπεζομάντιλα, κάθονταν στο παχύ, φρέσκο χορτάρι της Άνοιξης, έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν, μερικοί έψηναν αρνιά, κι αντηχούσε ως αργά το απόγευμα ο Ευρώτας, οι γειτονικές «Βρυσούλες» κι όλα αυτά τα «έμορφα μέρη» που οι πανηγυριστές είχαν επιλέξει να φιλοξενήσουν την ψυχική τους χαρά.
Βρεθήκαμε ΚΑΙ φέτος στην Παναΐτσα προσκυνητές στη Χάρη της Παναγιάς μας αλλά και προσκυνητές, συνάμα, στα περασμένα χρόνια και στις μνήμες που τα συνόδευαν.
Ο κόσμος ΔΕΝ ήταν τόσο πολύς όπως παλιά. Το πανηγυράκι το παλιό έχει σχολάσει εδώ και πολλά - πολλά χρόνια. Τα κελάκια έχουν σχεδόν ερειπωθεί και οι ψησταριές με τα σουβλάκια και οι υπαίθριες ταβέρνες ζουν μόνο στις αναμνήσεις. Ακόμα, ελάχιστοι βαδίζουν πια προς τον Αη – Λια και τα Μενελάϊα και ΚΑΝΕΝΑΣ δεν κάθεται μετά για εξοχικό φαγητό στις όχθες του Ευρώτα. Η ζωή των Ελλήνων άλλαξε πλέον τόσο πολύ, ώστε πολλά όμορφα πράγματα του θρησκευτικού, κοινωνικού και παραδοσιακού τρόπου ζωής έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει στο περιθώριο, αφού αισθάνονται πως είναι πια αταίριαστα με ό,τι ξενόφερτο έχει εισβάλλει στην χώρα μας.
Παρά ταύτα, ήταν εκεί ΚΑΙ φέτος η πανέμορφη θαυματουργή εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής ζωγραφισμένη στην Αναβρυτή του Ταϋγέτου από το χέρι του εξαίρετου Αγιογράφου Παναγιώτη Αλατσά. Την έφεραν την εικόνα εν πομπή λιτανεύοντες οι ευσεβείς Αφισιώτες και την τοποθέτησαν στο τέμπλο για τον Εσπερινό, την ώρα της παραμονής που ο ήλιος στεφάνωνε τον Ταΰγετο, λίγο πριν κρυφτεί πίσω από τους φαρδιούς ώμους του, τη στιγμή που μεγάλωναν οι σκιές και γίνονταν χρυσά τα σύννεφα.
Ήταν εκεί όλοι οι επιζώντες παλιοί προσκυνητές, οι οποίοι έχουν δέσει ένα κομμάτι της ζωής και της ψυχής τους με την Παναΐτσα μαζί με τους νέους. Όποια υποχρέωση κι αν έχουν αυτοί οι παλιοί «ζηλωτές» της Παναΐτσας θα την αφήσουν την ημέρα της εορτής, για να πάνε στη Xάρη της, διότι «ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος». Ήταν, ακόμα, εκεί συλλειτουργούντες οι ιερείς π. Βασίλειος Μιχαλόχρηστας και π. Θεόδωρος Χάρακας οι οποίοι «φωναίς αισίαις» έστησαν τη σκάλα του Ιακώβ για να φτάσουν οι πιστοί πιο κοντά στον Θεό, καθώς και ο καλλικέλαδος ιεροψάλτης Γιάννης Μερεκούλιας με τους βοηθούς του στο αναλόγιο. Εκεί ήταν, τέλος, και οι δραστήριοι Επίτροποι του Αφισού οι οποίοι είχαν φροντίσει για τον λιτό στολισμό, το νοικοκυριό και την καθαριότητα του ναΐσκου και του εξωτερικού χώρου και την οργάνωση του εορτασμού και των δρώμενων.
Ο πυκνός λιβανωτός («ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας») έπαιρνε τις κρυφές προσευχές και τις ανέβαζε στα πόδια της Παναγίας, τα πανέρια με τους μυρωδάτους Άρτους περίμεναν υπομονετικά την Αρτοκλασία, τα καντήλια αναμμένα μπροστά στις εικόνες του τέμπλου φώτιζαν τις ιλαρές μορφές των Αγίων και των Προφητών, πλήθος τα αναστάσιμα κεριά στα μανουάλια έκαιγαν τις κρυφές παρακλήσεις και τα δώρα για την κλήρωση αραδιασμένα στη σειρά, ανάμεσά τους και δυο λευκά αρνάκια που δεμένα στο διπλανό δέντρο περίμεναν τους τυχερούς που θα τα αποκτούσαν.
Και ήταν, τέλος, εκεί, οι αιώνιοι κόκκινοι κομμένοι βράχοι φορτωμένοι με σχίνα και ανθισμένα σπάρτα, οι μπουμπουκιασμένες ελιές, οι πανύψηλοι ευκάλυπτοι, τα κυπαρίσσια τα λυγερόκορμα και τα λαμπροφορεμένα λουλούδια της άνοιξης.Ο δροσερός μυρωμένος αέρας σάλευε τις φλογίτσες των αναμμένων κεριών και πιο κάτω ο φιδωτός νεροδράκοντας, ο Ευρώτας, κυλούσε τα γαλαζοπράσινα νερά του μέσα από τα πλατάνια, τα καλάμια και τις ιτιές προς την αγκαλιά του λακωνικού κόλπου. Μέσα στην καταπράσινη κοιλάδα η Σπάρτη, η βασίλισσα, ξαπλωμένη νωχελικά κάτω απ’ το φως του απριλιάτικου ήλιου γλυκομιλούσε με τον μενεξεδί Ταΰγετο, τον με τις κορφές ακόμα πασπαλισμένες από το χειμωνιάτικο χιόνι.
Κι όταν ο παπα-Βασίλης έκανε το κήρυγμα (θαυμάσιος, γλαφυρός, ανθρώπινος λόγος) απέλυσε με το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…» και μοιράστηκε ο Άρτος κι έγινε και η κλήρωση των δώρων, οι προσκυνητές αντάλλαξαν ευχές «Χρόνια Πολλά …και του χρόνου» και πήραν τον δρόμο της επιστροφής ενώ η Παναΐτσα τους ανέμιζε το μαντήλι του αποχαιρετισμού.
Για μια μέρα η Παναΐτσα, το ερημοκλήσι του Κοκκινόβραχου, έγινε λαμπροφορεμένη, μεγάλη κι εορτάζουσα εκκλησιά.
Από αύριο θα ξαναγύριζε στην ασκητική ερημιά της καρτερώντας την επόμενη Πασχαλιά.
«Ο ναός Σου, Θεοτόκε, ανεδείχθη παράδεισος, ως ποταμούς αειζώους αναβλύζων ιάματα. Ω προσερχόμενοι πιστώς, ως Ζωοδόχου εκ Πηγής, ρώσιν αντλούμεν, και ζωήν την αιώνιον. Πρεσβεύεις γαρ Συ, τω εκ σου τεχθέντι Σωτήρι Χριστώ, σωθήναι τα ψυχάς ημών.»




