Κάθε Σάββατο, η μάνα μου, η κυρα-Παναγιώτα Μητράκου το γένος Κοντοέ Ιωάννη από χωρίον Κουρουνιού Γορτυνίας Αρκαδίας, (92 χρονών σήμερα) ανασκουμπωνόταν πρωί-πρωί για το πλύσιμο του Σαββάτου, στο παλιό μας σπίτι εδώ στη Σπάρτη.
Έβαζε τη χοντρή ποδιά και το κεφαλομάντιλό της, σήκωνε ψηλά τα μανίκια και ξεκινούσε «πριν την πάρει ο ήλιος»!
Πρώτα απ' όλα, στη ρίζα της μεσοτοιχίας με το σπίτι της κυρα- Σαράνταινας, έβαζε το μεγάλο καταμούντζουρο καζάνι πάνω σε μια παλιά πυροστιά, το γέμιζε νερό κι άναβε ξύλα για να το ζεστάνει ενώ δίπλα έβαζε και το κατσαρόλι για να παίρνει το νερό απ' το καζάνι. Ύστερα έστηνε τη μεγάλη λαμαρινένια σκάφη πάνω σ' ένα ψηλό κασόνι και δίπλα μια μικρή σκαφούλα πάνω σε κάτι σιδερένια βαρέλια από πίσσα (;) που δεν ξέρω από πού τα είχε κονομημένα ο πατέρας μου. Μετά κουβάλαγε τα άπλυτα της εβδομάδας, που ήταν ένα βουνό, (πατέρας, μάνα και τρία παιδιά) συν τα ρούχα της στρωμνής (σεντόνια, μαξιλαροθήκες, κλπ) αλλά και πετσέτες, ποδιές, κ.α.π.
Όταν το νερό στο καζάνι είχε βράσει άρχιζε η μάχη της πλύσης: Ρούχα, βραστό νερό, σαπούνισμα με το σπιτικό άσπρο σαπούνι (αργότερα, με Κλυν, Ρολ, Τάιντ, Ομο, κλπ), τρίψιμο, στύψιμο, ξανά απ' την αρχή, ξέπλυμα, στύψιμο, πάλι ξέπλυμα, (παλιότερα έπεφτε και η αλισίβα και το λουλάκι σε φάσεις και χρόνους που δε θυμάμαι πια) κι όταν πια ήταν βεβαιωμένη πως τα ρούχα είχαν τέλεια καθαρίσει, έπαιρνε τα ξύλινα μανταλάκια και άπλωνε τα πλυμένα ρούχα στα σύρματα που είχε δέσει γύρω - γύρω στις κληματαριές ο πατέρας μου. Όταν θα στέγνωναν θ’ άρχιζε το άλλο μαρτύριο, αυτό του σιδερώματος, με το παλιό σίδερο με τα κάρβουνα, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που περιμένει τη σειρά της.
Τέλος, μάζευε τα συμπράγκαλα του πλυσίματος, τα ταχτοποιούσε για να είναι έτοιμα για την επόμενη πλύση και ύστερα πήγαινε να νοικοκυρέψει το σπίτι, να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει, να μαγειρέψει στη γκαζιέρα, να λούσει και να πλύνει τα παιδιά μετά και να τα ‘χει ΟΛΑ έτοιμα μέχρι το βράδυ που θα πήγαιναν σινεμά, ΑΝ ο κυρ - Παναγιώτης είχε καταφέρει να βγάλει σήμερα ένα καλό μεροκάματο!
Αυτό το πλύσιμο του Σαββάτου πρέπει να ήταν μεγάλη έγνοια για τις γυναίκες της παλαιάς εποχής, γιατί ακόμα και σήμερα η μάνα μου, που πάσχει από άνοια, λέει καμιά φορά: «Αφήστε με ! Έχω να πλύνω σήμερα!»
Πραγματικά, αναρωτιέμαι, πώς αυτές οι παλιές γυναίκες, οι παλιές μανάδες, οι Ηρωίδες της ζωής και της οικογένειας, έβρισκαν κουράγιο και χαμογελούσαν!!!
ΥΓ: Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΥΡΩ ΣΤΑ 1966.
Το πλύσιμο της κυρα-Παναγιώτας
ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
ΑΡΘΡΑ




