Στα χρόνια τα παλιά η δουλειά ήταν σκληρή, ιδιαίτερα για τα παραπαίδια, τα μαστορόπουλα, τα οποία για να μάθουν μια δουλειά είχαν «κολλήσει» κοντά σε κάποιον τεχνίτη-μάστορα (χτίστη, τσαγκάρη, φαναρτζή, μαραγκό, κ.α.) και δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ χωρίς να σηκώνουν κεφάλι.
Η μόνη βδομαδιάτικη χαρά τους ήταν το Σάββατο, γιατί ήταν η μέρα που θα πληρώνονταν και την άλλη μέρα ήταν η Κυριακή, για να ξεκουράσουν λίγο το βασανισμένο τους κορμί.
Για τούτο βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση: «Σάββατο να 'ναι, μάστορα, κι ας είναι χίλιες ώρες» που πάει να πει πως όσο σκληρή και πολύωρη να είναι η δουλειά, το Σάββατο γίνεται απάλαφρη με το καρτέρεμα της πληρωμής και της κυριακάτικης ξεκούρασης!
Λένε πως κι ο μάστορας είχε βγάλει σαν απάντηση τη φράση: «Αλλά θα ‘ρθει κι η Δευτέρα, να σου πάρει ο διάολος τον πατέρα», εννοώντας ξεκάθαρα ότι τη Δευτέρα, μετά την πληρωμή του Σαββάτου και τη σχόλη της Κυριακής ο εργατάκος θα ξαναμπεί στο «κάτεργο» και θα δουλέψει ακόμα πιο σκληρά προκειμένου να βγάλει περισσότερη δουλειά για το αφεντικό.
Πλην όμως η φράση του μάστορα δεν αγαπήθηκε (πώς θα ήταν δυνατόν;) και μισοξεχάστηκε ενώ αντίθετα η φράση του μαστορόπουλου επέζησε λόγω συμπάθειας αφού άλλωστε εξέφραζε τη μεγάλη πλειοψηφία μέσα στην κοινωνία εκείνης της εποχής.
ΥΓ: Σήμερα η παροιμιώδης αυτή φράση έχει αχρηστευθεί, αφού ελάχιστοι νέοι μας έχουν τη δυνατότητα να εργάζονται, πράγμα που σημαίνει πως η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από εκείνη πριν από 50 -100 χρόνια!




