Η ιστορία ενός περιπτέρου της Σπάρτης

(Μια φωτογραφία του Γ. Ν. Τζανάκου)

Τρίτη, 07 Φεβρουάριος 2017 21:04 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

-Μπορεί ένα ξύλινο κλουβάκι (1.30 Χ 1.50 μ.) να γίνεται η καρδιά ενός κόσμου;
-Μπορεί!!! Γιατί είναι το ελληνικό περίπτερο. Μια ελληνική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία, ένα αναπόσπαστο και χαρακτηριστικό κομμάτι της κοινωνίας μας εδώ και πολλές 10ετίες, που χρωματίζει όμορφα κι αισιόδοξα την καθημερινότητά μας κι έχει ζυμωθεί με αναμνήσειςζωής.
Τα περίπτερα πρωτοεμφανίστηκαν ως καπνοπωλεία μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας στο Ναύπλιο, που ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους, και μετά επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, πληθαίνοντας και τα προϊόντα που πουλούσαν, εκτός από τον καπνό και τα τσιγάρα.
Η λέξη «περίπτερο» είναι σε χρήση από την αρχαιότητα ως επίθετο στον «περίπτερο ναό» τον ναό, δηλαδή, που περιβάλλεται από κίονες σ’ όλες τις πλευρές του.
Στα 1889, ως κοινωνική πολιτική, θεσμοθετήθηκε η χορήγηση αδειών περιπτέρων σε τραυματίες πολέμου κιέτσι ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά πολύ. Αργότερα, με αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας, τα περίπτερα έγιναν όλα ομοιόμορφα, ομοιόχρωμα και με τις ίδιες διαστάσεις (1,30μ χ 1,50μ) για όλην την Ελλάδα. Η θέση τους ορίστηκε στις γωνίες των πεζοδρομίων και των πλατειών, σε πάρκακαι σε στάσεις λεωφορείων.
O ερχομός του τηλεφώνου στην Ελλάδα έδωσε τεράστια ώθηση στα περίπτερα των αστικών κέντρων. Επειδή το τηλέφωνο στο λαϊκό σπίτι, τότε, ήταν όνειρο ανεκπλήρωτο, τα περίπτερα, με τα τηλέφωνα που τοποθέτησαν για κοινή χρήση, έγιναν το κέντρο ζωής για τους ανθρώπους κάθε συνοικίας, οι οποίοι (ως εσωτερικοί μετανάστες που ήταν οι περισσότεροι) απ’ το τηλέφωνο του περίπτερου επικοινωνούσαν με τους συγγενείς και φίλους στο χωριό ή σφυρηλατούσαν αισθηματικές σχέσεις εντός του άστεως που συνήθως κατέληγαν σε αρραβώνα και γάμο. Φυσικά ο περιπτεράς (εκών - άκων) γινόταν κοινωνός των όσων λέγονταν από το τηλέφωνο,γι’ αυτό και η λαϊκή σοφία αποφάνθηκε τελεσίδικα:
«Οι περιπτεράδες ξέρουν περισσότερα για τη γειτονιά από τους πάντες»
Η παρουσία αλλά και ο ρόλος του περίπτερου στην καθημερινή ζωή του Έλληνα ήταν τόσο σημαντική, ώστε το περίπτερο έγινε κεντρικό θέμα και σε ελληνικές ταινίες της εποχής, με αξέχαστη και κορυφαία ανάμεσά τους την ταινία «Τζιπ, περίπτερο κι αγάπη» (1957) στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι: Νίκος Σταυρίδης, Νίκος Ρίζος, Μαρίκα Νέζερ, Γιάννης Γκιωνάκης, Κώστας Χατζηχρήστος, Σοφία Ματθιουδάκη, Βίλμα Κύρου, Κούλα Αγαγιώτου, κ.α. .
Τα περίπτερα, όπως και κάθε χώρος στον οποίο ζει και δουλεύει ο άνθρωπος, δεν είναι απλά μαγαζιά επιβίωσης. Είναι (πάνω απ’ όλα) τόποι, που ο άνθρωπος ποτίζει και μπολιάζει με τον ιδρώτα και το αίμα του, με τις αγωνίες και τις ελπίδες του, με τις χαρές του και τις λύπες, και γι’ αυτό και είναι τόποι ιεροί, τόποι στους οποίους φύτρωσε σαν σποράκι ταπεινό η ζωή και ψήλωσε και θέριεψε κι έβγαλε φύλλα και άνθη και καρποφόρησε και άφησε στίγμα ανεξίτηλο στη βραγιά που η μοίρα κι ο Θεός τη φύτεψαν στο περιβόλι τους.
Κάπου στα 1958 ένας εξαίρετος και προικισμένος Λάκωνας Φωτογράφος με καλλιτεχνικές ευαισθησίες, ο Γιώργος Ν. Τζανάκος, στάθηκε στη μέση της οδού Παλαιολόγου στη Σπάρτη, σήκωσε τη μηχανή του, καδράρισε το θέμα με την έμπειρη κι ευαίσθητη ματιά του, και πάτησε το κλείστρο στην κατάλληλη στιγμή, αποτυπώνοντας στο φιλμ το περίπτερο της γωνίας Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας του οποίου η άδεια ήταν (τότε) στο όνομα του Αντωνίου Διακουμάκου του Ιωάννου.
Ο Αντώνης Ι. Διακουμάκος, παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας, είχε γεννηθεί στην Τάραψα Λακωνίας στα 1901. Η πατρίδα τον κάλεσε στα 1919 στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Σε κάποια απ’ τις πολλές και σκληρές μάχες με τους Τούρκους ο Αντώνης δέχτηκε μια σφαίρα κατάστηθα. Γλίτωσε τη ζωή του αλλά μέχρι που πέθανε, στα 1962, βασανιζόταν από τα τραύματά του. Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του ο Αντώνης Διακουμάκος βρήκε δύναμη να σταθεί όρθιος και να παλέψει τη ζωή. Γύρισε στο χωριό του, ασχολήθηκε με τη γη σαν αγρότης, παντρεύτηκε με την Ελένη Μητρούση από τη Σπάρτη, κόρη του γερο-Νικόλα του χτίστη από το Βυζίκι Γορτυνίας και στα 1933, ως ανάπηρος πολέμου, έκανε αίτηση για άδεια περιπτέρου στη Σπάρτη. Η αίτηση εγκρίθηκε, η οικογένεια Αντώνη Διακουμάκου μετακόμισε στη Σπάρτη και πολύ γρήγορα, με τις οικονομίες που είχαν, έστησαν το περίπτερό τους στη γωνία Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας. Ήταν ένα απλό ξύλινο περιπτεράκι, μέσα στις προδιαγραφές του νόμου, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας, με πόρτα από την ανατολή, με τζάμια-βιτρινούλες ολόγυρα και παραθυράκια που ανεβοκατέβαιναν για την εξυπηρέτηση των πελατών. Το βράδυ που έκλεινε το περίπτερο όλη η βιτρίνα ολόγυρα σφάλιζε με τετράφυλλα ξύλινα παντζούρια. Στο γείσο του περιπτέρου γωνιακές σιδεριές (2 σε κάθε πλευρά), στολισμένες με έλικες, στήριζαν την όμορφη τετράριχτη λαμαρινένια στέγη που έμοιαζε να έχει μετακομίσει εδώ από κάποιο βυζαντινό χτίσμα του παλιού καιρού. Γύρω, στις τρεις πλευρές, από την έξω μεριά, ήταν τα στενά ξύλινα περβάζια για την εξυπηρέτηση των πελατών και του περιπτερά, αφού εκεί ακουμπούσαν τα είδη που αγοράζονταν αλλά και το αντίτιμο και τα ρέστα του πελάτη. Προμετωπίδα του περιπτέρου προς την Παλαιολόγου μια πινακίδα με την επιγραφή:
« ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΝ Α. Ι. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ»
Αυτό το μικρό και ταπεινό περιπτεράκι διάλεξε να κάνει πολεμίστρα ζωής, οκυρ Αντώνης ο Διακουμάκος. Καθισμένος στην καρεκλίτσα του από τις 5.30΄το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ έδινε τον καθημερινό του αγώνα για να ζήσει την οικογένειά του, πουλώντας τα τσιγάρα, τα ψιλικά, τους ξηρούς καρπούς, τις οδοντόκρεμες και τις οδοντόβουρτσες, τις κρέμες ξυρίσματος, τα πινέλα και τα κύπελα για τη σαπουνάδα, τις τσατσάρες και τα καθρεφτάκια, τις σοκολάτες και τα μπισκότα, τα μοσχοσάπουνα, τα παυσίπονα, τις εφημερίδες και τα περιοδικά …και ό,τι άλλο, τέλος πάντων, αποτελούσε την «περιουσία» του παλιού περίπτερου. Τα ζαχαρώδη και τους ξηρούς καρπούς τα προμηθευόταν από το κατάστημα «ΓΚΑΤΣΗ» στις καμάρες της Ευαγγελιστρίας απέναντι από το περίπτερο και τα ψιλικά από το κατάστημα «ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ» στην Κων/νου Παλαιολόγου, κοντά στο ξενοδοχείο «ΜΕΝΑΛΑΪΟΝ». Στη δουλειά αυτή τον βοηθούσαν και τα δυο του παιδιά, ο Νίκος και ο Γιάννης (ιδιαίτερα ο Νίκος), η γυναίκα του η κυρά Ελένη και η νύφη του η Γεωργία (σύζυγος του Νίκου), μοιράζοντας τις πολύωρες βάρδιες στο περίπτερο, ανάλογα με τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις που είχε ο καθένας.
Το σημείο εκείνο που στήθηκε το περίπτερο του Αντώνη Ι . Διακουμάκου ήταν μια πολύ ζωντανή γειτονιά της παλιάς Σπάρτης. Κατ’ αρχήν, το περίπτερο βρισκόταν ανάμεσα σε δυο απ’ τα πιο πολυσύχναστα καφενεία της Σπάρτης, το καφενείο του Θανάση Φιντάνη και το καφενείο των Αφών Νίκου και Φοίβου Τράγκα. Κοντά του ήταν και η περίφημη «Πλατάνα», ένα μεγάλο πλατάνι που ήταν σημείο αναφοράς για τους παλιούς Σπαρτιάτες . Εκεί, στην αλάνα της Πλατάνας, άραζαν τα καρότσια τους και ξεκουράζονταν οι αχθοφόροι που έκαναν τότε τις πάσης φύσεως μικρομεταφορές μέσα στην πόλη. Το κομμάτι της οδού Ευαγγελιστρίας, στην πλάτη του περίπτερου κάτω από τις καμάρες, ήταν γεμάτο με μαγαζάκια ισόγεια ή υπόγεια, όπως ταβέρνες (περίφημη η υπόγεια ταβέρνα του Νίκωνα του Μητρούση αδερφού της κυρά Ελένης της γυναίκας του Αντώνη Διακουμάκου), μπακάλικα (ποιος δεν θυμάται το γωνιακό μπακάλικο-πρατήριο σιγαρέτων Σκιαδά – Κούτσαρη και δίπλα εκείνο του Κανελλάκη), τσαγκάρικα (υπόγειο τσαγκάρικο Λάμπρου Λαμπρόπουλου), φανοποιεία (υπόγειο «φανοποιείον» Σπυρίδωνος Νικολάου), καφενεία (Χαντζάκου, Μαύραινας …), κ.α. ενώ, λίγο πιο κάτω, στη διασταύρωση της Ευαγγελιστρίας με την Α. Νίκωνος και τη Χαμαρέτου, βρίσκονταν τα «παλιά σφαγεία» και η πιάτσα με τα κάρα που αργότερα έγινε πιάτσα για τις μοτοσικλέτες μεταφορών. Στο πεζοδρόμιο, επίσης, κάτω από τις καμάρες της οδού Ευαγγελιστρίας, στο κομμάτι νότια του Μουσείου, έστηναν πάγκους ή άραζαν τα καροτσάκια τους διάφοροι μικροπραματευτές της βιοπάλης, όπως ο μπαρμπα – Νίκος ο Νικητόπουλος με τα ψιλικά του, που αργότερα άνοιξε μαγαζί ψιλικώνδικό του στην Παλαιολόγου. Ακόμα και μπουζοπούλες καλοψημένες και λαχταριστές έφερναν εκεί (εποχιακά) σε υπαίθριους πάγκους, τις έκοβαν και τις πουλούσαν, ο Τάσος ο Φλέσσας (Ληστής) και ο Μίμης ο Κοντάκος. Απ’ έξω από το καφενείο του Χαντζάκου έστηνε ψησταριά κι έψηνε κοκορέτσι ο Μίμης ο Κουβαράκος ενώ, παρακάτω, έξω από του Τράγκα το καφενείο, έφερναν λάδι σε τενεκέδες και το πουλούσαν διάφοροι ελαιοπαραγωγοί!
Εποχές δύσκολες αλλά ανθρώπινες και ζεστές, με χρώμα και άρωμα που ακόμα αναζητούμε ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα των αναμνήσεων. Εποχές διαφορετικές, με ανθρώπους άλλους, διαφορετικούς, έτσι όπως αδρά τους περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου:
«Αλλά και οι άνθρωποι δεν ήτανε πλεονέχτες, ο πλούσιος έδινε στον πιο φτωχό, κι ο φτωχός πάλε δεν ήθελε σώνει και καλά ν’ ανεβεί απάνου από τον άλλον, δε λίμαζε, δεν τον έτρωγε η ζηλοφθόνια, ούτε ο νους του ήτανε όλο στο κέρδος, μόνο πέρναγε η ζωή τους με ειρήνη βαθιά, κι ο Θεός τους βλογούσε από πάνου».
(συνεχίζεται)

Έκθεση εικόνων

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα