του Βασίλη Βλαχάκου
Και τί δεν έχουν πει για τον τάφο του Βαφειού αρχαιολόγοι και άλλοι ειδικοί, που κατά γενική ομολογία είναι το μεγαλύτερο ταφικό-αρχαίο μνημείο στη Λακωνία και από τα πλουσιότερα της μυκηναϊκής εποχής.
Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες γνώμες, καθότι από τη στιγμή που ο αρχαιολόγος Χρήστος Τσούντας «ἰδίοις ὄμμασι» δεν μπόρεσε με βεβαιότητα να πει σε ποιον ή σε ποιους ανήκει ο τάφος, καθότι δεν βρήκε οστά, όμως, αργότερα κάποιοι είπαν:
α) Η ταφή αποδόθηκε από «κάποιον» σε «Πρίγκιπα του Βαφειού, που είχε θησαυρίσει με το περίφημο μάρμαρο της περιοχής, γνωστό ως Lapis Lace-daemonius, από εμπορικές σχέσεις που είχε με την Κρήτη».
β) Ένας «άλλος» είπε: «Ο νεκρός ήταν ένας και όχι δύο».
γ) Για να πάρει την απάντηση από έναν «άλλο», «Οι νεκροί ήσαν δύο και όχι ένας».
δ) Ένας «τέταρτος», είπε με σιγουριά «Αφού δε βρέθηκαν οστά δεν ήταν τάφος αλλά κρύπτη πολυτίμων τιμαλφών».
ε) Οπότε, για να δώσει τέλος στα σενάρια και όχι γιατί θα το πίστευε (δεν το πιστεύω), ήρθε ένας «πέμπτος» (με αστυνομικό δαιμόνιο) και είπε «Τα κύπελλα είχαν κλαπεί από την Πελλάνα».
στ) Ως και βρετανική αρχαιολογική σχολή ενοχλήθηκε από τις ανασκαφές και χαρακτήρισε τον Χρήστο Τσούντα: Tsoundas invaded Laconia, δηλαδή, «Ο Τσούντας εισέβαλε στη Λακωνία».
ζ) Μετά από όλα αυτά, δικαιολογημένα οι ντόπιοι είπαν και αυτοί τη γνώμη τους: «Ο τάφος είναι του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης».
Αν και δεν είμαι ειδικός, μα σαν ντόπιος αγαπάω και πονάω τον τόπο μου, κι από παιδί με το συναίσθημα ιχνηλατούσα τον χώρο πιθαμή προς πιθαμή, όποια πέτρα και να σήκωνα μου έλεγε την ιστορία της, έβαζα στο σημάδι το άγνωστο και το πετροβολούσα, ό,τι έπεφτε στην αντίληψή μου το κρατούσα και όσο για του τάφου το μυστικό, με ξεναγό τη λογική και σύμβουλο τη διαίσθησή μου, λέω την άποψή μου, όχι για να παίξω την «κολοκυθιά», ούτε για να μείνει το όνομά μου.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι:
α) Ο τάφος γκρεμίστηκε από κάποιο σεισμό και όχι από κακοτεχνία, καθότι, ό,τι έφτιαχναν οι αρχαίοι ήταν για να μείνει. Από τις πέτρες, λοιπόν και τα χώματα που έπεσαν, ό,τι εύθραυστο αντικείμενο έσπασε, οπότε δεν συμμερίζομαι την εκδοχή ότι τα έσπασαν (από τα νεύρα τους) τυμβωρύχοι επειδή δεν βρήκαν τίποτα από αυτά που περίμεναν.
Αυτοί ήξεραν και των πήλινων την αξία, οπότε δεν θα άφηναν ούτε και σπασμένα. Που αν είχε συληθεί προτού γκρεμιστεί ο τάφος, τότε δεν θα έβρισκε κανένα από τα κτερίσματα ο αρχαιολόγος. Και αν είχε γίνει κάποια λεηλασία, θα έγινε από τους ντόπιους, που σαν είδαν τον λόφο βυθισμένο, από περιέργεια θα έψαξαν επιφανειακά, θα έσκαψαν τα χώματα και θα πήραν ό,τι βρήκαν, όπως έκαναν άλλοι αργότερα, μετά από την ανασκαφή του Χρήστου Τσούντα, που πήραν τις πέτρες.
β) Με το γκρέμισμα του τάφου, σχηματίστηκε μία μικρή τάφρος που κατά τους χειμερινούς μήνες, όπως και κάθε εποχή με τη βροχή γινόταν μια λιμνούλα, μια «λούμπα» όπως τη λέγαμε, που όταν, παιδί τότε, πήγαινα εκεί πετούσα πέτρες μέσα στο νερό για να πηδάνε και να κάνουν βουτιές οι μπακακάδες, όπως λέγαμε τα βατράχια.
Οπότε, τα οστά με το πέρασμα τόσων αιώνων, φαίνεται ότι σάπισαν και έγιναν «ένα» με το χώμα.
γ) Αφού τα ευρήματα ήσαν ανδρικά (δόρατα, μαχαίρια κ.λ.π) και γυναικεία (περιδέραια κ.α.π.), οι νεκροί ήσαν δύο (άντρας και γυναίκα).
δ) Αυτό, άλλωστε, φαίνεται από τα κύπελλα που ήσαν τοποθετημένα στους καρπούς τους, καθότι δεν νοείται να κρατάει ένας νεκρός από ένα ποτήρι στο κάθε του χέρι και να λέει «Γιάννης κερνάει-Γιάννης πίνει». Το ένα κύπελλο, λοιπόν, το κρατούσε ο άντρας και το άλλο η γυναίκα.
ε) Επίσης από κάθε πλευρά (δεξιά κι αριστερά), ήσαν 12 σφραγιδόλιθοι και 2 χρυσά δαχτυλίδια, δείγματα ότι οι νεκροί ήσαν δύο και όχι ένας.
Αυτό φαίνεται και από τις παραστάσεις στα κύπελλα, που στο ένα οι ταύροι είναι «μενόμενοι» (κύπελλο του άντρα) και στο άλλο οι ταύροι είναι «οαρίζοντες» που ερωτοτροπούν (κύπελλο της γυναίκας).
στ) Με το σκεπτικό αυτό, φαίνεται ότι ήταν ένας ο τεχνίτης που καλλιτέχνησε και τα δύο κύπελλα.
ζ) Αφού η χρονολόγηση του τάφου (1500 π.Χ.) συμπίπτει με τη Μυκηναϊκή εποχή, δεν αποκλείεται (γιατί όχι) ο τάφος να είναι του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης, αφού στην αναφορά που κάνει ο Όμηρος στην Ιλιάδα για τα πλοία, φαίνεται ότι οι Αμύκλες συμμετείχαν, καθότι ανήκαν στο βασίλειο του Μενελάου.
Εκείνο που παραμένει άγνωστο και κανείς δεν έχει ασχοληθεί είναι αυτό που θυμάμαι, όταν πήγαινα με τους γονείς μου στα χωράφια, που είχαμε γύρω από τάφο, αυτοί για δουλειά στο χωράφι κι εγώ πήγαινα στον τάφο και μάζευα μικρές πετρούλες γυαλιστερές.
Αργότερα, όταν πήγαμε με τον δάσκαλο εκδρομή, εκεί που μας είδε να μαζεύουμε αυτές τις πετρούλες, μας είπε ότι ήσαν υπολείμματα από μεγάλες πέτρες-σκληρές, που τις επεξεργάστηκαν τεχνίτες..
Πράγματι, όσο και να τις χτυπούσαμε δεν έσπαζαν και μας εξήγησε ότι αυτές οι πέτρες ήσαν μοναδικές, φερμένες από τα «Λεβέτσοβα», ή αλλιώς «Κροκεές», γιατί μόνο εκεί υπήρχε το νταμάρι και γι’ αυτό την πέτρα την είπαν «Κροκεάτη λίθο».
Όπως και να έχει, αυτά που δεν αλλάζουν και δεν αλλοιώνονται στον χρόνο, είναι τα χρυσά κύπελλα, που ως προς την τεχνική και προέλευσή τους είναι από τα καλύτερα ευρήματα που λάμπουν και λαμπρύνουν το Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα.
Όσο για τον τάφο, έδωσε ζωή και φήμη στο χωριό, τόση που δεν του έδωσε μέχρι σήμερα κανένας ζωντανός. Που αν είχε αναστυλωθεί με τη β΄ ανασκαφή πολλά θα είχαν αλλάξει και αν είχε αποδοθεί στον Μενέλαο και την Ωραία Ελένη, ό,τι και να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους θα είναι λίγο.
Γι’ αυτό, ας το σκεφτούν οι αρμόδιοι που έχουν τις γνώσεις, την εμπειρία και να κάνουν αυτό που δεν έκαναν άλλοι μέχρι σήμερα.
Που, αν έβαζαν μια σειρά από πέτρες κάθε χρόνο, μετά από τόσα χρόνια ο τάφος θα είχε αναστυλωθεί, οι νεκροί θα είχαν αναστηθεί και η περιοχή θα είχε αναζωογονηθεί.
«Κάλλιο αργά, παρά ποτέ», που λέει η παροιμία για να δικαιολογεί αυτούς που δεν κάνουν τίποτα και δεν γνωρίζουν ότι «το γοργό και χάρη έχει».




