Η ιστορία του Παλαιομονάστηρου, του σπηλαιώδους μοναστηριού, αφιερωμένο στη Θεοτόκο, στον Άγιο Νικόλαο και στο μεγαλομάρτυρα Νικήτα, με σπάνιες τοιχογραφίες του χρονολογούνται από το 1201 μ.χ. κοντά στο Βρονταμά Λακωνίας, είναι μια από τις συγκλονιστικότερες σελίδες της Επανάστασης του 1821. Τον Σεπτέμβριο του 1825, υπό την καθοδήγηση του παπα-Δημήτρη Παπαδημητρίου και του οπλαρχηγού Γιάννη Καραμπά, οι τετρακόσιοι κυρίως άμαχοι του Βρονταμά παίρνουν τη μεγάλη απόφαση: να μην παραδοθούν.
Ο Ιμπραήμ τούς υπόσχεται ζωή αν προσκυνήσουν. Κι αυτοί απαντούν: «Οι Βρονταμίτες ζωντανοί, Τούρκους δεν προσκυνάνε
Η θυσία τους, όπως το Κούγκι, το Μεσολόγγι και το Αρκάδι,, αποτελεί ορόσημο αυτοθυσίας και αλύγιστης πίστης στην ελευθερία.
Παλαιομονάστηρο γίνεται φάρος, ειδικά τώρα -με την επίσημη αναγνώριση από την Πολιτεία- όχι μόνο της τοπικής ιστορίας αλλά και της εθνικής μας ταυτότητας.
Ο εμφύλιος διχασμός του 1824–1825
Για να γίνει όμως κατανοητή η σημασία της, χρειάζεται να δούμε το ιστορικό πλαίσιο της εποχής: τον εμφύλιο διχασμό που μάστιζε το γένος και την καταστροφική κάθοδο του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Το 1825, η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη γράψει τέσσερα χρόνια ηρωικών θυσιών. Όμως, εκείνη τη χρονιά, η σκιά του εμφυλίου είχε πέσει βαριά πάνω στο γένος. Οι πολιτικές αντιθέσεις, οι προσωπικές φιλοδοξίες, η διαχείριση των δανείων από την Αγγλία, όλα αυτά οδήγησαν σε εμφύλιο σπαραγμό.
Οι συγκρούσεις μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, Ρουμελιωτών και Μωραϊτών, υπονόμευσαν την ενότητα. Ο Κολοκοτρώνης φυλακίστηκε στο Ναύπλιο, ενώ οι καλύτεροι οπλαρχηγοί παραμερίστηκαν.
• Ο ίδιος ο Μακρυγιάννης γράφει με πόνο για εκείνη την περίοδο:
«Τρώγαμε τις σάρκες μας και χαλούσαμε την πατρίδα μας».
• Ενώ ο Γενναίος Κολοκοτρώνης γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο εμφύλιος εστάθη χειρότερος των Τούρκων, διότι μας εκτύπησε μέσαθεν και μας έκαμε να χαθούμεν» (Απομνημονεύματα).
Οι Έλληνες αλληλοσπαράσσονταν σε εμφύλιες συγκρούσεις, την ώρα που η πατρίδα χρειαζόταν ενότητα. Και πάνω σε αυτόν τον διχασμό, πάτησε ο Ιμπραήμ. Με στρατό άρτια εκπαιδευμένο, με κανονιοφόρους και ιππικό, αποβιβάστηκε στη Μεθώνη. Οι δυνάμεις του ήταν ανίκητες μπροστά στην ανοργανωσιά και τη διαίρεση των επαναστατών. Χωριά καίγονταν, άνθρωποι σφαγιάζονταν, η γη ρημάζονταν.
Η κάθοδος του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο
Τον Φεβρουάριο του 1825, ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στη Μεθώνη με ισχυρό εκστρατευτικό σώμα:
-20.000 πεζούς και ιππείς,
-άρτια εκπαιδευμένους από Γάλλους αξιωματικούς,
-με πλήρη ανεφοδιασμό, πυροβολικό και πειθαρχία.
• Ο Φωτάκος περιγράφει:
«Ο Ιμπραήμ είχε στρατόν ουχί όπως οι άλλοι Τούρκοι· ήσαν όλοι κανονισμένοι και ως οι Φράγκοι εκγυμνασμένοι» (Απομνημονεύματα, τ. Α΄).
• Ο Γάλλος στρατηγός Maison περιέγραφε τον στρατό του Ιμπραήμ ως «ευρωπαϊκά εκπαιδευμένο σώμα», ικανό να συντρίψει άτακτους αγωνιστές.
• Ο Γκόρντον γράφει:
«Ο Ιμπραήμ εισήλθε με δύναμην 20.000 ανδρών, άριστα γυμνασμένων, και αμέσως επέβαλε τρόμον και καταστροφήν».
Η στρατηγική του δεν ήταν μόνο στρατιωτική. Στόχευε στην ερήμωση της υπαίθρου, ώστε οι Έλληνες να μην μπορούν να επιβιώσουν.
• Ο Φίνλεϊ σημειώνει:
«Ο Ιμπραήμ εσκόπευε να καταστήση την Πελοπόννησον άβατον διά τους κατοίκους της, κατακαίων πάσαν καλλιέργειαν».
Η παρουσία του έφερε πανικό. Μέσα σε λίγους μήνες κατέλαβε την Τριπολιτσά, κατέστρεψε καλλιέργειες και ισοπέδωσε οικισμούς. Ο στρατός του δεν αρκέστηκε σε στρατιωτικές επιτυχίες· στόχευε στην ερήμωση της υπαίθρου ώστε να λυγίσει η αντίσταση.
Η εκστρατεία στη Λακωνία
Στις 30 Αυγούστου 1825, ο Ιμπραήμ αφήνει φρουρά στην Τριπολιτσά και κατευθύνεται νότια. Με τις δυνάμεις του έφθασε στα Τρίνησα, εξουδετέρωσε την εκεί φρουρά προχώρησε λεηλατώντας και καίοντας τα χωριά της πεδιάδας του Έλους. Οι κάτοικοί τρομοκρατημένοι αναζήτησαν καταφύγιο στα ορεινά του Πάρνωνα, δηλαδή τα βουνά του Ζάρακα.
Ο Ιμπραήμ στις 5 Σεπτεμβρίου έφθασε στους Μολάους, όπου και κατασκήνωσε. Ο Κολοκοτρώνης με τις ελληνικές δυνάμεις έχει φτάσει από τον Κοσμά στο Γεράκι, σκόπευε να αποκλείσει τον εχθρό στα νότια της γραμμής (Κουρκούλα - Γκαγκανιά - Τούρλα -Κουλοχέρα) και για αυτόν ακριβώς το λόγο στις 8 Σεπτεμβρίου μετακινήθηκε στην Κρεμαστή και ο όγκος των ελληνικών δυνάμεων εγκαταστάθηκε στην περιοχή Γεράκι-Κρεμαστή, δηλαδή οι δυνάμεις του στρατοπέδου του Αγίου Πέτρου με αρχηγούς τους Ι. Νοταρά, Γενναίο Κολοκοτρώνη, Κανέλο Δεληγιάννη, Γ. Γιατράκο, Παναγιώτη Νοταρά, Γ. Χελιώτη ή Λύκο, Στάικο Σταικόπουλο κ.ά.
O Iμπραήμ αφού έκαψε τους Μολάους αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του αντιπάλου κινήθηκε προς τα Νιάτα και την Απιδιά θέτοντας ως στόχο τώρα τα Κουνουποχώρια.
Στις 11 Σεπτεμβρίου η μια φάλαγγα του εχθρού που είχε διανυκτερεύσει στα Νιάτα κινήθηκε προς το Μαριόρεμα (τη διάβαση Μαρί), όπου συνάντησε τις ελληνικές δυνάμεις του Στάικου Σταικόπουλου, και η άλλη, που είχε διανυκτερεύσει στην Απιδιά, κατευθύνθηκε προς το Γεράκι και μέρος της προς τη διάβαση Κοσμά, που είχαν καταλάβει οι αδελφοί Ζαχαρόπουλοι. Κοντά στο Μαρί είχε λάβει θέση μέρος των ελληνικών δυνάμεων ενώ οι υπόλοιπες θα είχαν αναπτυχθεί από Μαρί μέχρι την Κρεμαστή.
Οι δυο αυτές διαβάσεις έλεγχαν το δρόμο προς την Κυνουρία. Ύστερα από συγκρούσεις στις δασώδεις πτυχές του Ελατιά, και με μικρές απώλειες από τις δυο πλευρές, το βράδυ της 11ης Σεπτεμβρίου οι Έλληνες βρίσκονταν στον Κοσμά και οι αντίπαλοι στο Γεράκι.
Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων έντρομοι οι κάτοικοι της περιοχής είχαν εγκαταλείψει τα χωριά τους και πολλοί απ’ αυτούς είχαν βρει καταφύγιο στο μικρό και παλαιό κάστρο του Κυπαρισσιού, στην ορεινή και δύσβατη θέση «Κούλια».
Τότε και οι μοναχοί εγκατέλειψαν το μικρό μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων του Χάρακα. Μόλις ο Ιμπραήμ, ενώ βρισκόταν στο Γεράκι, έλαβε την πληροφορία, απέστειλε στις 12 Σεπτεμβρίου μέρος της δύναμής του που έφθασε στο Κυπαρίσσι την επόμενη, εφόσον έπρεπε να περάσει από την Κρεμαστή και να ανεβεί στο υψηλό Χιονοβούνι.
12 Σεπτεμβρίου 1825, τα στρατεύματα του Ιμπραήμ καίνε το Γεράκι! Εκατοντάδες οι νεκροί.
Ο Ιμπραήμ βάζει φωτιά στο Γεράκι. Εκατοντάδες σκοτώνονται, τα σπίτια και οι ελιές καίγονται, ενώ οι κάτοικοι τρέχουν πανικόβλητοι στα βουνά! Πολλοί κάτοικοι τρέχουν στα ορεινά να γλιτώσουν. Τα γυναικόπαιδα ανεβαίνουν τους Σορμπάνους για να φτάσουν στο λιμάνι της Πλάκας κι από κει να φυγαδευτούν στις Σπέτσες και την Ύδρα. Δεν τα καταφέρνουν όλοι.
Η πολιορκία και το ολοκαύτωμα στο Παλαιομονάστηρο - 15 Σεπτεμβρίου 1825
Στην πορεία διάσωσης των γυναικόπαιδων του Βρονταμά ηγετικό ρόλο αναλαμβάνει ο παπα-∆ημήτρης Παπαδημητρίου, ο οποίος μαζί με τον Βρονταμίτη οπλαρχηγό Γιάννη Καραμπά εμψυχώνουν και δίνουν θάρρος στους κατοίκους. Ως καταφύγιο επιλέγουν το Παλαιομονάστηρο. Ένα ακόμα «ΟΧΙ» στην υποταγή ακούστηκε απέναντι στον Ιμπραήμ από 400 Βρονταμίτες.
Η πολιορκία ξεκινά με αλλεπάλληλες επιθέσεις. Μέσα στο μοναστήρι, οι πολιορκημένοι ψάλλουν ύμνους, αντλώντας δύναμη από την πίστη. Η αντίσταση εξαγριώνει τον Ιμπραήμ.
Τότε, ένας από τους στρατηγούς του παρατηρεί: ο βράχος που σκέπαζε το μοναστήρι, σε ένα σημείο, δεν είναι τόσο παχύς. Στήνονται φουρνέλα. Το σημείο ανατινάζεται.
Ακολουθεί φωτιά και θειάφι. Το μοναστήρι γίνεται τάφος για τους υπερασπιστές του. Οι φλόγες καταπίνουν ψαλμωδίες και κραυγές.
Ήταν 15 Σεπτεμβρίου 1825. Το Παλαιομονάστηρο γράφεται στην Ιστορία ως ολοκαύτωμα.
Διεθνείς αντιδράσεις
Η θυσία του Παλαιομονάστηρου, αν και λιγότερο γνωστή από άλλες, έφτασε και στην Ευρώπη.
• Ο φιλέλληνας Στάνχοπ έγραφε:
«Ο λαός αυτός διάλεξε να καεί παρά να προσκυνήσει· και το παράδειγμά του θα μείνει για πάντα ως μάθημα εις τα έθνη».
Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ήδη συγκλονισμένη από το Μεσολόγγι, έβλεπε στον Ιμπραήμ έναν τύραννο που έμοιαζε με τα σκοτεινότερα πρόσωπα της Ανατολής.
Δύο αιώνες μετά
Διακόσια χρόνια αργότερα, η Πολιτεία αναγνώρισε επίσημα το Ολοκαύτωμα του Παλαιομονάστηρου. Η αναγνώριση αυτή (πρώτα την περίοδο του Δήμου Σκάλας και στην συνέχεια ως Δήμου Ευρώτα), αποκαθιστά μια ιστορική αδικία και φέρνει στο φως μια σελίδα που επί δεκαετίες έμενε στη σκιά.
Η μνήμη των Βρονταμιτών δεν είναι μόνο τοπική. Είναι πανελλήνια. Είναι η υπενθύμιση ότι ο λαός μας μεγαλούργησε όταν έμεινε ενωμένος και θυσιάστηκε όταν χρειάστηκε.
Το Παλαιομονάστηρο του Βρονταμά ιστορικό διατηρητέο μνημείο από την ελληνική πολιτεία το 1958 δεν είναι πια μόνο ένας βράχος του Μοναστηριού. Είναι μνημείο θυσίας, φάρος ελευθερίας και φωνή ενότητας.
• Όπως έγραψε ο Μακρυγιάννης:
«Εκείνο το «εμείς» έσωσε την πατρίδα, κι όταν είπαμε το «εγώ», την χάσαμε».
Ας κρατήσουμε ζωντανό το «εμείς» των Βρονταμιτών. Γιατί η θυσία τους δεν ήταν μάταιη· έγινε θεμέλιο της ελευθερίας μας.
ΥΓ. Κυρίως ας το έχει κατά νου, εκτός των άλλων, η παρούσα δημοτική αρχή και ας μνημονεύσει ότι από το 2011 όλα τα δημοτικά συμβούλια ΟΜΟΦΩΝΑ είχαν το διεκδικητικό πλαίσιο για την επίσημη αναγνώριση της θυσίας στο Παλαιομονάστηρο ως επίσημης τοπικής γιορτής. Το ίδιο συνέβη και για την αναγνώριση του ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ του Αγίου Δημητρίου…Κέρδος στην ενότητα θα έχει.
Μήπως κάνω λάθος;




