Νικόλαος Αναστ. Σταματόπουλος: Ο τελευταίος φουστανελάς της Σπάρτης

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Τετάρτη, 15 Οκτώβριος 2025 10:28 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Νικόλαος Αναστ. Σταματόπουλος: Ο τελευταίος φουστανελάς της Σπάρτης

Μια μέρα του καλοκαιριού του 1950 ο φημισμένος φωτογράφος της Σπάρτης Βασίλης Γεωργιάδης (1904-1974) έστησε το ξύλινο, ψηλό τρίποδό του στην Παλαιολόγου, για να «τραβήξει» μιαν ακόμα φωτογραφία-καρτ ποστάλ της Σπάρτης.

Δεν βιαζόταν. Περίμενε να κάνει την εμφάνισή του μέσα στο μεγάλο δρόμο ο τελευταίος φουστανελάς της Σπάρτης, ο Νικόλας Σταματόπουλος του Αναστασίου και της Παναγιώτας, που κάθε μέρα, σχεδόν, από χρόνια πολλά, κατέβαινε, καβάλα στο γαϊδουράκι του, από τα Ματαλαίικα στην πόλη, για να πουλήσει γάλα ή να κάνει τα ψώνια και τις δουλειές του.

Κάποια στιγμή φάνηκε ο κυρ-Νικόλας καβάλα μονόπαντα στο σαμάρι. Φορούσε την καθημερινή εκδοχή της φουστανέλας, τη «λερή» φουστανέλα όπως την έλεγε, μια γκρίζα πουκαμίσα με τις μανσέτες της, τους ωμίτες, την πατιλέτα με τα κουμπιά και τις κουμπότρυπες, τις πιέτες και την τραχηλιά της, που κατέληγε από κάτω σε μια μακριά, μέχρι το γόνατο, φουστανέλα. Από κάτω φορούσε το λευκό πανωβράκι και πάνω απ’ αυτό πλεχτές άσπρες κάλτσες. Ήταν ποδεμένος με χειροποίητα παπούτσια από βακέτα, που αν είχαν φούντα θα μπορούσαν να είναι τσαρούχια, και στο κεφάλι του φορούσε ένα μαύρο καλπάκι.

Ο Βασίλης Γεωργιάδης, ετοίμασε τη μηχανή του, περίμενε, και όταν ο κυρ Νικόλας έφτασε κοντά, πάτησε το κλείστρο και μ’ ένα κλικ χάρισε στον μπαρμπα-Νικόλα Σταματόπουλο την αθανασία.

Δεν ήταν, η πουκαμίσα, η μόνη στολή που φορούσε ο Νικόλας Σταματόπουλος. Στο σεντούκι του σπιτιού του είχε και την «καλή», την επίσημη φορεσιά του, φουστανέλα βαριά με τετρακόσια φύλλα, φαρδομάνικο πουκάμισο λευκό, γελέκο από βελούδο ομορφοκεντημένο, περισκελίδα λευκή και γονατάρες, τσαρούχια και, φυσικά, βαρύ πέτσινο σελάχι. Την «καλή» φουστανέλα τη φόραγε παλαιότερα με περισσό καμάρι ο Νικόλας Σταματόπουλος, όταν, νέος, ωραίος, ευσταλής και λεβεντάνθρωπος, κατέβαινε στη Σπάρτη για τις δουλειές του, αλλά και στις γιορτές και τις επίσημες ημέρες.

Μ’ αυτήν, την καλή του τη στολή, όντας νέος, «στήθηκε» καμαρωτά σ’ ένα φωτογραφείο της παλιάς Σπάρτης κι «έβγαλε» μιαν ωραία φωτογραφία, για να θυμάται τη νιότη και τη λεβεντιά του και να μείνει, η φωτογραφία, κληρονομιά στους απογόνους, για να μην ξεχνούν ποτέ τον παππού Νικόλα.

(Μοναδική ενδυματολογική παραχώρηση του Νικόλα Σταματόπουλου στην εξέλιξη ήταν ένα «ψαθάκι» που φόραγε, νέος, αντί για φέσι.)

Έτσι λαμπροντυμένο, κάπου μεταξύ 1930-1935, συνάντησε τον Νικόλα Σταματόπουλο να περπατά στην Παλαιολόγου, λίγο πιο πάνω από το ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ, ο Πέτρος Π. Καλονάρος [(Νόμια Λακωνίας, 1894 - Αθήνα, 1959) συγγραφέας, ιστορικός, λαογράφος και φωτογράφος] και «τράβηξε» μια καταπληκτική φωτογραφία, την οποία εξέδωσε ως καρτ-ποστάλ, με αποτέλεσμα, ο «φουστανελάς της Σπάρτης», να γίνει γνωστός στο πανελλήνιο αλλά και διεθνώς, έστω κι αν κανείς δε γνώριζε το όνομά του.

Ο κυρ Νικόλας ο Σταματόπουλος, για χρόνια πολλά, ήταν στη Σπάρτη ο τελευταίος κρίκος ανάμεσα στην παλιά και τη σύγχρονη πόλη ανάμεσα στον παλιό και το νέο τρόπο ζωής. Ένας άνθρωπος απλός, ένας αυθεντικός Έλληνας, που με τον τρόπο του, υπερασπιζόταν μιαν Ελλάδα στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, μιαν Ελλάδα που αγάπησε, έναν τρόπο ζωής που έβλεπε ότι άλλαζε ραγδαία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γινόταν καλύτερος.

Η παράδοση της οικογένειας Σταματόπουλου έχει διασώσει πως η καταγωγή της ήτανε από την Αρκαδία και τα μέλη της οικογένειας διασκορπίστηκαν σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, αλλά και μετά, σε διάφορα μέρη του Μοριά. Ένας προπάππος της οικογένειας Σταματοπούλου εγκαταστάθηκε στα Χαρβουρέικα της Μαγούλας. Στα κατοπινά χρόνια της ελεύθερης Ελλάδας η οικογένεια Αναστασίου Σταματόπουλου βρέθηκε να δουλεύει στο κτήμα του Δημοσθένη Παρασκ. Ματάλα, στη Λάκκα Σπάρτης, κατοικώντας σ’ ένα από τα σεμπρόσπιτα, τα οποία ήταν προορισμένα για κατοικία των εργατών που βρίσκονταν στη δούλεψη της οικογένειας Ματάλα.

Ο Δημοσθένης Ματάλας ξεχώρισε από την οικογένεια Σταματοπούλου τον Νικόλα Σταματόπουλο, τον οποίο έστειλε στο σχολείο για να μάθει γράμματα και στη συνέχεια τον έκανε γραμματικό του και διαχειριστή για κάποιες από τις πολλές και σημαντικές υποχρεώσεις του. Με την ιδιότητά του αυτή, ο νεαρός Νικόλας, επισκεπτόμενος τη Μαγούλα, εκεί όπου η οικογένεια Ματάλα είχε περιουσία με επιβλέποντα τον Δημήτριο Ματάλα, ξάδερφο του Δημοσθένη Ματάλα, γνώρισε την κόρη του Φωτεινή, αγαπήθηκαν και τελικά παντρεύτηκαν, συνεχίζοντας να ζουν μιαν απλή, λιτή και απέριττη ζωή στο σεμπρόσπιτο των Ματαλαίικων.

Σε εποχές που η γυναίκα δεν είχε γνώμη για τη ζωή της και ήταν πλήρως υποταγμένη στις αποφάσεις και τις επιλογές του πατέρα, η Φωτεινή Ματάλα του Δημητρίου, δυναμική, αποφασιστική και χειραφετημένη, επέλεξε ν’ ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς της, προτιμώντας να ζήσει με βάση τις βαθύτερες επιθυμίες, τα αισθήματα και την αλήθεια της. Δεν το μετάνιωσε ποτέ.

Ο Νικόλας Σταματόπουλος, με τη γυναίκα του τη Φωτεινή, τη Νικολάκαινα όπως τη φώναζαν, στόλισαν τον κήπο της ζωής τους με έξι παιδιά (!), πέντε αγόρια (τον Τάσο, τον Δημήτρη, τον Σαράντο, τον Γιώργο και τον Χαρίλαο) και ένα κορίτσι (την Παναγιώτα ή Πηνιώ), τότε που τα παιδιά θεωρούνταν (και ήταν) ευλογία.

Ο Νικόλας και η Φωτεινή μεγάλωσαν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις, με δυσκολίες πολλές αλλά και με πολλή χαρά και αγάπη, μιας και η αγάπη ποτέ δεν λιγοστεύει όταν η οικογένεια μεγαλώνει, αλλά, αντίθετα, αυγαταίνει!

Είχανε τον κήπο τους, όπου βάζανε τα λαχανικά και τα ζαρζαβατικά τους, το κοτέτσι με τις κοτούλες τους, το γουρούνι τους και ανάμεσα στις άλλες δουλειές, στο κτήμα του Ματάλα, άρμεγαν και τις αγελάδες και ο κυρ Νικόλας κατέβαινε, κάθε πρωί, με το γαϊδουράκι του στη Σπάρτη, ως γαλατάς, για να το δώσει, σπίτι με σπίτι, στις νοικοκυρές, που άφηναν στα πρεβάζια των παραθύρων τους τις γυάλινες μπουκάλες και τα αλουμινένια κατσαρόλια. Γάλα φρέσκο και αγνό, που στα ύστερα χρόνια, το έπαιρναν και οι ΑΦΟΙ ΚΑΙΣΑΡΗ, οι οποίοι είχαν το αξέχαστο γαλακτο-ζαχαροπλαστείο στο υπόγειο κάτω από το χειμερινό σινεμά ΦΛΟΡΑΛ, στο κέντρο ακριβώς της Σπάρτης (Παλαιολόγου και Λυκούργου), για να το σερβίρουν ζεστό στους πρωινούς πελάτες τους και να φτιάχνουν τα περίφημα γλυκά τους, τις πάστες, τα γαλακτομπούρεκα, τις κρέμες και τα ρυζόγαλα.

Ζωή δύσκολη, φτωχή και απλή για την οικογένεια του Νικόλα Σταματόπουλου και της Φωτεινής, αλλά άνθρωποι γεμάτοι με τη σοφία του Θεού, που έκαναν τη φτώχεια ένα μεγάλο φως στα βάθη της καρδιάς τους.

Σαν γέρασε ο μπαρμπα-Νικόλας, κατέβαινε πλέον στη Σπάρτη για να κάνει τα ψώνια του στα μπακάλικα του ΚΑΨΑΛΑΚΟΥ και του ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ και στο φούρνο του ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗ, στην οδό Ακροπόλεως (σημερινή Γκορτσολόγου) κοντά στην πλατεία, όπου συναντούσε γνωστούς και φίλους, κουβέντιαζε μαζί τους για τα μικρά και μεγάλα της ζωής και της Σπάρτης, έπινε ένα καφεδάκι ή κανένα ποτήρι κρασί και μετά, πάλι με το γαϊδουράκι του, με κρεμασμένα τα ταγάρια με τα ψώνια από τα κολιτσάκια του σαμαριού γύριζε στο σπιτικό του. Μικρά και απλά πράγματα της ζωής, από κείνα που κρύβουν τις μεγαλύτερες ανθρώπινες χαρές, τις χαρές που διαρκούν για πάντα.

Μαζί με τον φουστανελοφόρο, τον κυρ Νικόλα Σταματόπουλο, που είναι το κύριο θέμα της φωτογραφίας, ο Βασίλης Γεωργιάδης αποτύπωσε μιαν όμορφη, ανθρώπινη και ζωντανή πρωινή στιγμή του κέντρου της Σπάρτης, εκείνο το καλοκαίρι του 1950: Το θρυλικό και ιστορικό ξενοδοχείο ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ, στο οποίο δεν έχει ανεγερθεί, ακόμα, ο τρίτος όροφος, και κόσμο πολύ συγκεντρωμένο μπροστά στο ξενοδοχείο, αφού εκεί, στην πάνω γωνία του, στεγαζόταν το ΚΤΕΛ Λακωνίας (πριν μεταφερθεί αργότερα στη Βρασίδου, λίγο παρακάτω), με το καφε - γαλακτο - ζαχαροπλαστείο των Αφών Ράπτη δίπλα του και την Εθνική Τράπεζα στην άλλη γωνία.

Τέσσερα-πέντε ταξί εποχής παρκαρισμένα μπροστά από το ΚΤΕΛ για να εξυπηρετήσουν επιβάτες των λεωφορείων που αποβιβάζονταν και άλλα ταξί ανάμεσα στις νησίδες με τους φοίνικες, οι οποίοι, φυτεμένοι από τον δήμαρχο Ηλία Γκορτσολόγο, κάπου στα 1935 μαζί με τις νεραντζούλες των πεζοδρομίων, είχαν ήδη ανδρωθεί και σίγουρα δεν φαντάζονταν πως θα ’ρχόταν στιγμή που η Σπάρτη θα τους ξερίζωνε για πάντα μαζί με τις νησίδες τους και πως οι νεο-Σπαρτιάτες θα έκοβαν από τη ρίζα τις νεραντζιές, όταν τους εμπόδιζαν.

Ένα ποδήλατο αραγμένο στη σκιά μιας νεραντζιάς περιμένει τον αναβάτη του, το περίπτερο στη γωνία Παλαιολόγου και Κλεομβρότου έχει πελατεία (σήμερα έχει αποκαθηλωθεί μαζί με αρκετά άλλα, δυστυχώς), το θρυλικό παιχνιδοπωλείο - βιβλιοχαρτοπωλείο ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, στη γωνία αριστερά, με ένα κιλίμι κρεμασμένο μπροστά στη βιτρίνα για τον ήλιο αντί για τέντα, ένας ασπροφορεμένος υπάλληλος, σε πρώτο πλάνο, κουβαλά υπό μάλης φραντζόλες, ένα παιδί ξυπόλητο (!) στην κεντρική λεωφόρο και κόσμος πολύς που περπατά άνετα και αμέριμνα, καταμεσής του μεγάλου δρόμου, αφού τα αυτοκίνητα δεν έχουν, ακόμα, αρχίσει να δυναστεύουν τη ζωή της Σπάρτης.

Ο μπαρμπα - Νικόλας ο Σταματόπουλος, του Αναστασίου, έτσι απλά και όμορφα έζησε τη ζωή του, έτσι απλά και ήσυχα πέθανε στο σπίτι του, κάπου στα 1959. Τη στολή της φουστανέλας του, την καλή του τη στολή, την «έφαγε» (μαζί μ’ αυτόν) η μαύρη γης: Τον κήδεψαν ντυμένο με την καλή του τη στολή και σίγουρα έτσι φουστανελοφορεμένος θα σεργιανάει, σήμερα και για πάντα, εκεί στους δρόμους του Ουρανού.

*Θερμές ευχαριστίες στον εσαεί Δήμαρχο Σπάρτης κ. Ματάλα Δημοσθένη, στον οποίο οφείλεται η αποκάλυψη του ονόματος του τελευταίου φουστανελοφόρου της Σπάρτης, καθώς και τα στοιχεία για τη ζωή του.

Έκθεση εικόνων

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα