Θρήνοι για την Άλωση της Πόλης

Τετάρτη, 27 Μάιος 2015 20:52 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Φέτος συμπληρώνονται 562 χρόνια από εκείνη την αποφράδα ημέρα, την Τρίτη 29η Μαΐου 1453, όταν η Πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων, τελειώνοντας την ιστορική παρουσία της χιλιόχρονης ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας της Ρωμανίας.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, που όλοι την θεωρούσαν άπαρτη, η σημασία της για την βυζαντινή αυτοκρατορία, αλλά και το χάσιμο της ίδιας της αυτοκρατορίας που η Πόλη αντιπροσώπευε, εντυπωσίασαν τους κατοίκους της και όλους τους Ευρωπαίους. Οι απλοί άνθρωποι του λαού, αμέσως μόλις έμαθαν το τραγικό μαντάτο, με το γνήσιο συναίσθημα που τους διέκρινε, έγραψαν θρηνητικούς στίχους για να κλάψουν το τέλος της Βασιλεύουσας.
Κάποιοι απ’ αυτούς τους θρήνους, που διασώθηκαν ως τις μέρες μας, έχουν ρητορικό ύφος, άλλοι θυμίζουν δημοτικό τραγούδι, μερικοί έχουν δραματική δομή και ορισμένοι κρύβουν ακόμα και  πολιτικά μηνύματα. Είναι αξιοπρόσεχτο πώς ο ανώνυμος καθημερινός άνθρωπος αποχαιρέτησε έναν πολιτισμό, που ήταν ο δικός του πολιτισμός, μετά από μια λαμπρή, μακραίωνη,  ιστορική πορεία, κρατώντας μέσα στα μύχια της ψυχής του την ελπίδα πως «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα’ναι»!
Θ’ αρχίσουμε την ενδεικτική παρουσίαση κάποιων θρήνων με πρώτο το γνωστό «Της Αγια-Σοφιάς». Είναι ο παλαιότερος και πιθανολογείται ότι δημιουργήθηκε στην Κρήτη. Βρέθηκε σε χειρόγραφο του 15ου αιώνα με τον τίτλο «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης».  Δημοσιευτηκε το 1914 από τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας τον Νικόλαο Πολίτη στη συλλογή «Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού».

Της Αγια- Σοφιάς
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τὰ ἐπουράνια,
σημαίνει κι ἡ Ἁγιά-Σοφιά, τὸ μέγα μοναστήρι,
μὲ τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξήντα δυὸ καμπάνες,
κάθε καμπάνα καὶ παπᾶς, κάθε παπᾶς καὶ διάκος.
Ψάλλει ζερβὰ ὁ βασιλιάς, δεξιὰ ὁ πατριάρχης,
κι ἀπ᾿ τὴν πολλὴ τὴν ψαλμουδιὰ ἐσειόντανε οἱ κολόνες.
Νὰ μποῦνε στὸ χερουβικὸ καὶ νά ῾βγει ὁ βασιλέας,
φωνὴ τοὺς ἦρθε ἐξ οὐρανοῦ κι ἀπ᾿ ἀρχαγγέλου στόμα:
«Πάψετε τὸ χερουβικὸ κι ἂς χαμηλώσουν τ᾿ Ἅγια,
παπάδες πᾶρτε τὰ ἱερὰ καὶ σεῖς κεριὰ σβηστῆτε,
γιατί ῾ναι θέλημα Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ τουρκέψει.
Μόν᾿ στεῖλτε λόγο στὴ Φραγκιά, νὰ ῾ρθοῦν τρία καράβια,
τό ῾να νὰ πάρει τὸ σταυρὸ καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ βαγγέλιο,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο, τὴν ἅγια Τράπεζά μας,
μὴ μᾶς τὴν πάρουν τὰ σκυλιὰ καὶ μᾶς τὴ μαγαρίσουν».
Ἡ Δέσποινα ταράχτηκε καὶ δάκρυσαν οἱ εἰκόνες.
«Σώπασε κυρὰ Δέσποινα, καὶ μὴ πολυδακρύζῃς,
πάλι μὲ χρόνους, μὲ καιρούς, πάλι δικά μας θά ῾ναι».
Ο επόμενος θρήνος αποτελείται από 118 δεκαπεντασύλλαβους στίχους και θεωρείται σύγχρονος της άλωσης. Ο άγνωστος δημιουργός του, κατά τον Εμμανουήλ Κριαρά, είναι Κύπριος. Περιγράφει με λυρισμό και συγκίνηση την άλωση και καταστροφή της Πόλης από τους Τούρκους, τις ταλαιπωρίες των κατοίκων  και τις τελευταίες  στιγμές του Αυτοκράτορα.

Τὸ ἀνακάλημα τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(ἀπόσπασμα)

Θρῆνος κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς καὶ στεναγμὸς καὶ λύπη,
Θλῖψις ἀπαραμύθητος ἔπεσεν τοῖς Ρωμαίοις.
Ἐχάσασιν τὸ σπίτιν τους, τὴν Πόλιν τὴν ἁγία,
τὸ θάρρος καὶ τὸ καύχημα καὶ τὴν ἀπαντοχήν τους.
Τὶς τό ῾πεν; Τὶς τὸ μήνυσε; Πότε ῾λθεν τὸ μαντάτο;
Καράβιν ἐκατέβαινε στὰ μέρη τῆς Τενέδου
καὶ κάτεργον τὸ ὑπάντησε, στέκει καὶ ἀναρωτᾶ το:
- Καράβιν, πόθεν ἔρκεσαι καὶ πόθεν κατεβαίνεις;
- Ἔρκομαι ἂκ τὰ᾿ ἀνάθεμα κι ἐκ τὸ βαρὺν τὸ σκότος,
ἂκ τὴν ἀστραποχάλαζην, ἂκ τὴν ἀνεμοζάλην·
ἀπὲ τὴν Πόλην ἔρχομαι τὴν ἀστραποκαμένην.
Ἐγὼ γομάριν δὲ βαστῶ, ἀμὲ μαντάτα φέρνω
κακὰ διὰ τοὺς χριστιανούς, πικρὰ καὶ δολωμένα.

Πάρθεν ἡ Ρωμανία
(Δημοτικὸ τοῦ Πόντου)

Ἕναν πουλίν, καλὸν πουλὶν ἐβγαίν᾿ ἀπὸ τὴν Πόλιν,
οὐδὲ στ᾿ ἀμπέλια κόνεψεν οὐδὲ στὰ περιβόλιαν,
ἐπῆγεν καί-ν ἐκόνεψεν ἅ σου Ἠλί᾿ τὸν κάστρον.
Ἐσεῖξεν τ᾿ ἕναν τὸ φτερὸν σὸ αἷμα βουτεμένον,
ἐσεῖξεν τ᾿ ἄλλο τὸ φτερόν, χαρτὶν ἔχει γραμμένον,
Ἀτὸ κανεὶς κι ἀνέγνωσεν, οὐδ᾿ ὁ μητροπολίτης
ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κι ἀναγνώθει.
Σίτ᾿ ἀναγνῶθ᾿ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει τὴν καρδίαν.
«Ἀλὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, πάρθεν ἡ Ρωμανία!»
Μοιρολογοῦν τὰ ἐκκλησιάς, κλαῖγνε τὰ μοναστήρια
κι ὁ Γιάννες ὁ Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μὴ κλαῖς, μὴ κλαῖς Ἅϊ-Γιάννε μου, καὶ δερνοκοπισκᾶσαι
-Ἡ Ρωμανία πέρασε, ἡ Ρωμανία ῾πάρθεν.
-Ἡ Ρωμανία κι ἂν πέρασεν, ἀνθεῖ καὶ φέρει κι ἄλλον.

Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως
(δημοτικό, ἔκδοση W. Wagner, Medieval Greek Texts, Λονδίνο 1870, σ. 147, 149)

Ἐκείνη ἡ μέρα ἡ σκοτεινή, ἀστραποκαϊμένη
τῆς τρίτης τῆς ἀσβολερῆς, τῆς μαυρογελασμένης,
τῆς θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
ἔχασε μάνα τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶν τὴ μάναν,
καὶ τῶν κυρούδων τὰ παιδιὰ ὑπᾶν ἀσβολωμένα,
δεμένα ἀπὸ τὸ σφόνδυλα ὅλα ἁλυσοδεμένα
δεμένα ἀπὸ τὸν τράχηλον καὶ τὸ οὐαὶ φωνάζουν.
μὲ τὴν τρομάραν τὴν πολλήν, μὲ θρηνισμὸν καρδίας·
[...]
νὰ πᾶτε ὅλοι κατ᾿ ἐχθρῶν, κατὰ τῶν Μουσουλμάνων,
καὶ δεῦτε εἰς ἐκδίκησιν, τρέχετε μὴ σταθῆτε,
τὸν Μαχουμέτην σφάξετε, μηδὲν ἀναμελεῖτε,
τὴν πίστιν των τὴν σκυλικὴν νὰ τὴν λακτοπατῆτε.
[...]
ὤ, Κωνσταντῖνε Δράγαζη, κακὴν τύχην ὁποῦ ῾χες,
καὶ τί νὰ λέγω, οὐκ ἠμπορῶ, καὶ τί νὰ γράφω οὐκ οἶδα,
σκοτίζει μου τὸ λογισμὸν ὁ χαλασμὸς τῆς πόλης.

Γιατί πουλί μ’ δεν κελαηδείς;
(Παραδοσιακό Κεσσάνης Ανατολικής Θράκης)

- Γιατί πουλί μ΄ δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα;
- Για πώς μπορώ να κελαηδώ ;
Με κόψαν τα φτερούδια μου, με πήραν τη λαλιά μου
Μας πήρανε μπρ' αμάν την Πόλη μας και την Αγια-Σοφιά μας
Κλαίγει πικρά-ν-η Παναγιά.
Πέρασαν τετρακόσια χρόνια πικρής σκλαβιάς. Οι ραγιάδες, όμως, ποτέ δεν ξέχασαν την Πόλη και τον τελευταίο μαρτυρικό αυτοκράτορά τους τον κυρ-Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Κι όταν έφτασε το πλήρωμα του χρόνου κι επαναστάτησαν, διεκδικώντας την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, ξύπνησε μέσα τους το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, με το οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Ελλήνων, μέχρι να το σκεπάσει η ταφόπετρα της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922. Θα τελειώσουμε την σημερινή αναφορά μας με ένα δημοτικοφανές τραγούδι του ελβετικής καταγωγής Επτανήσιου Γεωργίου Λαμπελέτ (1875-1945) σε στίχους του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που απηχεί όλες αυτές τις μετεπαναστατικές εθνικές προσδοκίες των Ελλήνων.
Τὰ Εὐζωνάκια
Στὴν Ἅγια-Σοφιὰ ἀγνάντια βλέπω τὰ εὐζωνάκια.
Τὰ εὐζωνάκια τὰ καημένα στοὺς πολέμους μαυρισμένα.
Κλέφτικο χορὸ χορεύουν καὶ ἀντίπερα ἀγναντεύουν.
Κι ἀγναντεύοντας τὴν Πόλη τραγουδοῦν καὶ λένε:
-Τοῦτοι εἶναι οἱ χρυσοὶ οἱ θόλοι, ἄχ! κατακαημένη Πόλη,
νὰ ἡ μεγάλη Ἐκκλησιά μας, πάλι θὰ γενεῖ δικιά μας.
Στὴν κυρὰ τὴ Δέσποινά μας, πὲς νὰ μὴ λυπᾶται.
Στὶς εἰκόνες νὰ μὴν κλαῖνε, τὰ εὐζωνάκια μας τὸ λένε.
Κι ὁ παπὰς ποὺ εἶναι κρυμμένος μέσα στὸ ἅγιο βῆμα,
τὰ εὐζωνάκια δὲ θ᾿ ἀργήσει νὰ βγεῖ νὰ τὰ κοινωνήσει.
Καὶ σὲ λίγο βγαίνουν τ᾿ ἅγια μέσα ἀπὸ μυρτιὲς καὶ βάγια.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ηλία Μακρή
Το κλίκ της ημέρας
του Ηλία Μακρή

Πρόσφατα Νέα