του Βασίλη Βλαχάκου
Ήταν καλοκαίρι του 2008, που πήγα και φωτογράφισα την υπεραιωνόβια βελανιδιά στο προαύλιο της «Σωτηρίτσας», όπως λέγαμε τον Ι.Ν. της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, που εκκλησιάζονται μέχρι σήμερα οι κάτοικοι των χωριών Βαφειού και Ριζάς (Ρίζα), 6,5 χιλ. ΝΑ της Σπάρτης, καθότι όπως έτρωγε το σαράκι του χρόνου το κορμί της, έδειχνε ότι «λίγα είναι τα ψωμιά της» και θα ήταν κρίμα να χαθεί η κορμοστασιά της και να ξεχαστεί η ύπαρξή της.
Αφού τη φωτογράφισα, πήγα και κάθισα στο πεζούλι που ήταν γύρω από τον κορμό της, ακούμπησα πίσω το κορμί μου στο κορμί της, κάτω από τη διάτρητη πλέον σκιά της, να χαλαρώσω και να θυμηθώ την αξέχαστη συντροφιά της.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, με ανοιχτά ή όχι τα μάτια, ξύπνιος ή κοιμισμένος, κι αν αυτό που άκουσα ήταν όνειρο, αυτό όμως που έχει σημασία και αξία είναι ότι αυτά που άκουσα, μόνο μια γέρικη βελανιδιά θα μπορούσε να πει το βιογραφικό της αφήγημα που έμοιαζε με παραμύθι.
Μέσα σε νεκρική σιγή, καθώς οι νεκροί πλάι στο νεκροταφείο δεν ξυπνούν από τον αιώνιο ύπνο τους, είδα να τρέμουν τα λιγοστά φύλλα της από χαρά και συγκίνηση (ανάμεικτα συναισθήματα που φτιάχνουν τη ζωή πότε γλυκιά και πότε πικρή, όπως τον καφέ που πίνουμε), μήπως διάβασε τις σκέψεις μου; Μάντεψε ότι ήθελα να την ακούσω να μιλάει; Θέλησε να πει τον πόνο της; Ή μήπως ήταν μια εξομολόγηση;
Δεν ξέρω, μα στη συνέχεια, καθώς άρχισε να μιλάει, κατάλαβα ότι ήσαν όλα αυτά.
“Γεννήθηκα, καλέ μου άνθρωπε, από ένα βελανίδι που έπεσε με πολλά άλλα αδέρφια του στην αγκαλιά της μάνας γης, από μια γέρικη μάνα-βελανιδιά, ναι-ναι.., τα δέντρα δεν είναι σαν τους αθρώπους που δε γεννοβολάνε στα γεράματά τους. Του λόγου μας δε σταματάμε να σπέρνουμε απογόνους.
Σε μια πλαγιά του Ταΰγετου, λοιπόν, όπως έχω ακούσει να λένε κάποιοι, εκεί ψηλά στην «Πάνω Ρίζα», κοντά στου Ευρώτα τις πηγές, με πήρε και μ’ έφερε εδεπά μια κατεβασιά. Και με μία άλλη ιστορία, εδεκεί στη «Κάτω Ρίζα», πιο πάνου από τους Γοράνους, με πήρε κάποιος, με έφερε και με φύτεψε εδεπά.
Μη στα πολυλογάω και σε κουράζω, φίλε μου, αφού όμως ήρθες να με δεις, θα σου πω μερκά πράματα, να ξέρουνε οι αθρώποι από πού κρατάει η σκούφια μου, που όσο με έχουνε στη μνήμη τους θα ζω, όσο θα λένε τ’ όνομά μου θα υπάρχω, και μετά από φτούνο το μαραφέτι που μου έκλεινες το μάτι, λες και ήμουνα καμιά μικρούλα, αν με βλέπουνε στο χαρτί και αν γράψεις και κάτι, τότες θα με μνημονεύουνε κι ας μη με ξέρουνε. Αλλιώς…, μουτζοφασκελωκουκούλωτα.
Αχ.., ξεκουτιάστηκα η δόλια και δε θυμάμαι τί έκρενα..., αχ, ναι. Μετά, που λες, από ώρες δρόμο -και ρολόι να είχα πού να θυμάμαι η δύστυχη μετά από τόσα χρόνια και με τόση ταλαιπωρία. Άσε που τότε μετράγαμε τη μέρα με τον ήλιο και τη νύχτα με τα κοκόρια. Εκείνο, όμως, που γίνηκε κάποια στιγμή, με ξέβρασε η κατεβασιά εδεπά και για καλή μου τύχη «με αρπάξανε τα βάτα από τα μαλλιά» μαζί με ξερά φύλλα και με ξαπλώσανε σαν ναυαγό φαρδιά-πλατιά πάνου στον όχτο. Δε ξέρεις, κείνα τα χρόνια ο Ίρις έφτανε με τις κατεβασιές του μέχρι εδεπά και αργότερα πέρναγε το αυλάκι που ποτίζανε στα Βαφειά οι συχωριανοί σου οι Μαρμπαλαίοι τα κηπουρικά τους.
Εδεπά, λοιπόν, κύλησα από τον όχτο, σκεπάστηκα με λίγο χώμα για να μην κρυώνω και σαν ήρθε η άνοιξη άνοιξα το ματάκι μου, άρχισα να ριζοβολάω και να βγάζω φυλλαράκια, μακριά όμως από τα αδερφάκια μου και τα φιλαράκια μου καρούμπαλα και κουκουνάρες.
Μπορεί να τα στερήθηκα και δε περνάει στιγμή που να μη τα σκέφτουμαι εδεκεί στην ερημιά που ζούνε, όμως χαίρουμαι που ήρθα στην παράδεισο. Οι αθρώποι καλοί και φιλόξενοι, με είχανε από την αρχή «μη βρέξει και μη στάξει» καλύτερα κι από παιδί τους, και του λόγου μου, χρόνο με το χρόνο άπλωνα τις κλάρες μου σαν ομπρέλα καλοκαιρινή και όσο περνούσανε τα χρόνια τους αγκάλιαζα κάτου από την πράσινη φουστάνα μου.
Και στη μνήμη της Σωτηρίτσας -πού να στα λέω τώρα, αφού τα έχεις και του λόγου σου λίγο-πολύ περασμένα- αλλά πέρα από τα γλέντια με κείνους τους κουρντισμένους οργανοπαίχτες, πώς να ξεχάσω το Βασίλη το Μασούρα που στραβοκαθότανε στη καρέκλα με το ένα πόδι τεντωμένο κ’ έπαιζε το ακορντεόν, το Γιώργη Καλημέρη με το κλαρίνο που φούσκωνε και ξεφούσκωνε τα μάγουλά του σαν τα παιδιά όταν φουσκώνανε τη φούσκα του γουρουνιού και τηνε κάμανε μπάλα για αν παίζουνε, το Παναγιώτη Νικολακάκο «Γεράκο» όπως τονε λέγανε, που στραβολαιμιαζότανε με το βιολί κ’ έκαμε τις χορδές να κλαίνε κι άλλοτε να γελάνε, το Μήτσο το Δημητρόπουλο με το λαγούτο που κράταγε το μπάσο να πιάνουνε οι άλλοι το ρυθμό με λάσο, και δεν παίρνανε τα μάτια τους από τη καρέκλα που είχανε μπροστά τους για κουμπαρά.
Τί ωραία που πέρναγα με τα γλέντια και τους χορούς τρογύρω μου, που στεκόμουνα καμαρωτή-καμαρωτή και βάραγα παλαμάκια με τα φύλλα μου και πέταγα και κανα-βελανίδι για κουφέτο στο γάμο του καραγκιόζη.
Κείνο, όμως, που μου έχει μείνει περσσότερο από τους αθρώπους, δεν ήτανε το φτωχό ντύσιμό τους, αλλά ο πλούτος που είχανε ούλοι στη καρδιά τους. Πώς να ξεχάσω τις κουρουνίτσες τις γυναίκες που ρίχνανε το τσεμπέρι πίσω και γύρω από τις πλάτες τους και μπαίνανε πρώτες στο χορό, τα γερόντια που πέταγε η σκούφια τους, σηκώνανε τη μαγκούρα και τουφεκορίχνανε στον αέρα και με τις μποτίλιες και τις ταμπουτζάνες πίνανε τα ποτήρια «άσπρο-πάτο» για να «πάνε κάτου τα φαρμάκια».
Τί να ειπώ για τις τσαπερδόνες με τα κουνήματά τους και την ομορφιά που είχανε στην ψυχή τους, οι νιοι με τη λεβεντιά τους, την αγάπη και το σεβασμό που είχανε στην καρδιά τους κι ας μην είχανε δεκάρα τρύπια στην τσέπη τους, ούλοι τους «όξω φτώχεια και καλή καρδιά».
Πλούσιος άθρωπος, φίλε μου, δεν είναι αυτός που δεν ξέρει τί έχει και από τη τσιγκουνιά του ζει φτωχά για να κάνει περισσότερα, αλλά κείνος που έχει πλούσια καρδιά με αιστήματα και συναιστήματα και τη ψυχή του γιομάτη με αγάπη και καλοσύνη.
Δε μποράω να σου περιγράψω πόσο αγαλλίαζε η ψυχή μου με τις ψαλμωδίες που άκουγα, τί χαρά που ένοιωθα όταν σταλίζανε στον ίσκιο μου τα πρόβατα και με ξύνανε τα κριάρια με τα τσέπια τους, με έτρωγε-δε με έτρωγε το κορμί μου, οι καρακάξες που έφτιαχναν τις φωλιές τους, και τα παιδιά τόσα χρόνια που με πετροβολάγανε για να τους δώκω, ντε και καλά, τα βελανίδια μου, τις (γ)κουάνες, όπως τις λέγανε για να παίξουνε.
Πώς να ξεχάσω και κείνα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, που ερχόντουσαν τα χρόνια της τουρκοκρατίας, κρυφά δω από κάτου για να μάθουνε πέντε αράδες γράμματα, με το ευαγγέλιο και το ψαλτήρι.
Δε μπορώ να πω, ένοιωθα αρχόντισσα του κάμπου, με το παρατσούκλι όπως ξέρεις «το δέντρο της Σωτηρίτσας». Μεγάλη η χάρη της, που αν δεν ήτανε εδεπά, δε ξέρω πού θα βρισκόμουνα και αν θα είχα φυτρώσει κιόλας, αν θα είχα επιζήσει και αν θα με είχε αφήσει το χέρι κάποιου ξυλοκόπου, που όπως γλέπω από αυτό θα πάω, κοντός ψαλμός αλληλούια.
Αχ…, έχουνε δει τα μάτια μου τόσους και τόσους να τους θάβουνε και όταν περνούσανε τρία ή πέντε χρόνια, ξεθάβανε ένανε-ένανε και θάβανε άλλονε. Πού να βρούνε λεφτά για νεκρικές βίλες με μάρμαρα. Κ’ ενώ τελευταία μου επιθυμία ήτανε να με θάψουνε εδώ δίπλα, ποιος ξέρει σε πόσα τζάκια θα με κάψουνε, σαν να μην είμαι χριστιανή.
Η ζωή, φίλε μου, δεν είναι ούλο χαρές. Η χαρά κρατάει λίγο και η λύπη πολύ. Το κλάμα που έχω ρίξει και το δάκρυ που έχω χύσει από τους θρήνους και από τα μοιρολόγια, δε λέγεται.
Έτσι γίνεται. Όταν έρχεται ο άθρωπος στη ζωή κλαίει και γελάνε οι άλλοι τρογύρω του, και όταν πεθαίνει ούτε κλαίει μήτε γελάει και κλαίνε οι ζωντανοί από πάνου του.
Οι άθρωποι, φίλε μου, δεν είναι αυτοί που φαίνουνται, αλλά αυτοί όπως συμπεριφέρουνται. Άθρωποι που κλειδώνουνε την καρδιά τους σαν την εξώπορτα του σπιτιού τους και ασφαλίζουνε το παράθυρο της ψυχής με κοντομήρι, άθρωπος που δεν έχει πιει από το χέρι τους, όχι τον καφέ τους, αλλά ούτε ένα ποτήρι νερό, όταν πάει κάποιος από αυτούς στον Άγιο Πέτρο και τονε ρωτήσει ο Άγιος «τί καλό έκαμες στη ζωή σου» και του απαντήσει ότι «έδωκα μια φορά σε ένα διακονιάρη μια δεκάρα..», τότες θα πει ο Θεός, «Πέτρο! δώσε ’του τη δεκάρα και στείλε ’τον στο δ.... , στην κόλαση.
Τί να τους κάμω, που ο Θεός έκαμε τα ψηλά δέντρα να κάμουνε μικρούς καρπούς, Έπρεπε να είναι τα βελανίδια μου μεγάλα σαν κολοκύθια και να ’γλεπες πώς θα τους έσπαζα τα κεφάλια αν ερχόντουσαν στον ίσκιο μου.
Αμ’ το άλλο; Τί έδωκες, Θε μου συχώρα ’με, σε ούλους του αθρώπους σχεδόν το ίδιο κεφάλι και μάλιστα στους μπουμπούνες μεγαλύτερο, αφού δεν έχουνε κουκούτσι μυαλό; Κανονικά θα ’πρεπε να έχουνε ένα κεφάλι ίσα με ένα πορτοκάλι, να ξεχωρίζουνε για να μη κάμουνε τους ξύπνιους.
Αχ…, να ’ξερες πόσες Κυριακές που δεν είχε παπά, πόσες λειτουργίες έχω κάμει, πόσα μνημόσυνα έχω ψάλλει σε νεκρούς ξεχασμένους από τους δικούς τους και σε πόσες εξόδιες ακολουθίες όταν ο παπάς και οι ψαλτάδες ψέλνανε αιωνία η μνήμη, η αφεντιά μου έλεγα «αθώος!»
Ναι, έτσι πρέπει να λένε οι άθρωποι, σαν ένορκοι της κοινωνίας που δικάζει εκείνονε προτού πέσει στη γούβα, προτού πάει στο μεγάλο Κριτή-Δικαστή και βγάλει την απόφαση: ισόβια στην κόλαση, ή αιώνια στο παράδεισο.
Στα δικαστήρια, φίλε μου, δεν δικάζεται το ψέμα, αλλά δοκιμάζεται η αλήθεια. Να ’ξερες τί έχω κρυφακούσει με τις ρίζες μου απλωμένες κάτου από τους τάφους και τί μου έχουνε ξομολογηθεί πεθαμένοι, που ούτε στον παπά δεν τα έχουνε ειπωμένα, πράματα και θάματα.
Όσο για κείνους που στη ζωή είχανε ένα ή περισσότερα χούγια, τα παίρνουνε κοντά τους, τρώγουνται με τα ρούχα τους στην αρχή και αφού λειώσουνε, μετά τρώγουνται με τα κόκαλά τους. Γι’ αυτό λέει και η παροιμία, «πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι».
Κι αφού με ορκίσανε να μη πω τίποτα σε κανένανε, δε μπορώ να σου ανοίξω το στόμα μου και την καρδιά μου και να σου τα μολοήσω, γιατί προτιμώ να καεί το κορμί μου ένα χειμώνα στα τζάκια, παρά να καίγουμαι αιώνια στη κόλαση.
Είναι λάθος μεγάλο που λέει ο κόσμος, ότι, ο άθρωπος όταν φεύγει από τη ζωή δε παίρνει τίποτα κοντά του. Στη πραματικότητα παίρνει τόσα πολλά, που μονάχα στο παπά λέει κάποια στη τελευταία του ξομολόγηση, αν ξομολογηθεί και αν τα πει.
Μυστικά, λοιπόν, πνευματικά αγαθά, ιστορίες άγνωστες, όπως και τόσα άλλα, τα τρώει το χώμα, εκεί που διαφεντεύει το σκοτάδι, που χαίρουνται οι ψυχές με ένα λουλούδι, ευχαριστιούνται με ένα κερί και είναι ευτυχισμένες με αναμμένο το καντήλι.
Κάθε τάφος είναι και ένα θησαυροφυλάκιο, ένας κρυμμένος θησαυρός με ανεκτίμητης αξίας μυστικά, όπως ο τάφος του Βαφειού, που δε ξέρουμε ή δε θέλουνε να μας πούνε σε ποιόνε ανήκει και ποια τα μυστικά του. Κάπως έτσι, αν θέλει να πει κάποιος ένα μυστικό του, περμένει από τον άλλονε να του πει πρώτα ότι «είμαι τάφος» και τότε ανοίγει το στόμα του και τη καρδιά του.
Στη ζωή, φίλε μου, από τους αθρώπους που γεννιούνται φτωχοί, είναι πολλοί που πεθαίνουνε στη ψάθα, χωρίς στον ήλιο μοίρα, κάποιοι με το «Δός ἡμῖν σήμερον…» ζούνε ευχαριστημένοι, άλλοι με το «Δόξα να ’χει..» είναι και με τα λίγα ευτυχισμένοι και κάποιοι άλλοι με το «Έχει ο Θεός» δε βαρυγκομάνε και ζούνε με την ελπίδα.
Κ’ εγώ εδεπά, ζω μια ζωή μέσα σε δύο κόσμους. Από τη μια οι ζωντανοί κι από την άλλοι οι πεθαμένοι. Τη μια χαρούμενη κ’ ευτυχισμένη κι από την άλλη στενοχωρημένη και δυστυχισμένη, με τη χαρά να έρχεται και να φέγει και τη λύπη να έρχεται και να μένει. Μα, Δόξα να ’χει,, γνώρισα κόσμο και κοσμάκη, που αν δεν ήμουνα εδεπά δε θα με ήξερε κανένας.
Φέγοντας από τούτη τη ζωή, θα μου λείψει της Μεταμόρφωσης το τροπάρι, οι αθρώποι με τα γλέντια τους τη Λαμπρή. Θα μου λείψουνε ακόμα τα παιδιά που παίζανε με τα βελανίδια μου, και η φύση, αυτή η παράδεισος που, με το συμπάθιο, την έχουτε κάμει κόλαση.
Δε θα ακούω τον Ίρι να μουγκρίζει στις κατεβασιές του, τη Σοχά να φιδοσέρνεται και να πανωχτυπιέται στις πέτρες, τον Ούρντε που έχει πιάσει βούρκο από την τεμπελιά του και τη Ρωμαίικη συκιά που πρέπει σαν τα μάτια σας να τηνε προσέχουτε, μην αφήκει χρόνους όπως εμένανε.
Γίνηκα γριά όπως γλέπεις, όργωμα οι φλούδες μου από τις ρυτίδες, που από την οστεοπόρωση, με το παραμικρό φύσημα του αέρα σπάζουνε τα κλαριά μου και του χρόνου το σαράκι τρώει τα σωθικά μου. Και μη με ρωτήσεις πόσο χρονών είμαι, γιατί δε θυμάμαι. Θα σου ειπώ όμως κάτι που δε θα το έχει σκεφτεί κανένας μέχρι σήμερα και ψάχνουτε ούλοι σας να βρείτε πόσο χρονών είμαι, λες και με προξενεύουτε για παντρειά.
Όταν, λοιπόν, έρθει κείνη η ώρα που θα μου κόψει ο ξυλουργός τα πόδια, πιστεύω να μου αφήκει, λίγο πάνου από το χώμα, τη σφραγίδα μου που θα γράφει την ηλικία μου. Ξέρουνε οι ’πιστήμονες και θα τη βρούν. Όσο για την ηλικία της Σωτηρίτσας, όταν ήρθα τη βρήκα γερασμένη. Έχει όμως αφήκει κάτι, όπως εμένανε, που από αυτό θα βρείτε την ηλικία της, αρκεί να βάλουτε το νιονιό σας να δουλέψει.
Αχ…, μ’ έπιασε ένας πόνος…, συγγνώμη, καλέ μου άνθρωπε, έσπασε κάποιο κόκκαλο-ξερό κλαρί μου…, ωχ…!”
Μπαμ! πετάχτηκα, πέταξα ένα ξύλο από πάνω μου, ευτυχώς που ήταν μικρό, μα δυστυχώς, έπαψα να ακούω τη φωνή της.
Κρίμα…, ούτε ένα «ευχαριστώ» δε πρόκαμα να της πω, και ποιος ξέρει πόσα ακόμη θα μου έλεγε.
Σηκώθηκα, έκανα λίγα βήματα πιο πέρα, σήκωσα τα μάτια μου, θαύμασα την κορμοστασιά της, που αν και γέρικη, άρρωστη και τραυματισμένη, στεκόταν αγέρωχη στο ύψος της.




