«Τρικύμισα
όπως κάβος πάτησα βαθιά
που αέρα πήρανε οι σπηλιές
Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα
και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι
Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
ν’ ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ’ τον ουρανό
ψιθύρισε όταν ρώτησα:
Τι το καλό; Τι το κακό;
- Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ’ αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ’ αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
- Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ’ αυτό απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε
να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!»
Οδυσσέας Ελύτης - Tο Άξιον εστί
Η Γένεσις
Ελένη Σαραντίτη
Φωτογραφία: Ο Κάβο-Μαλιάς (για τους παλιούς Πορτογάλους ναυτικούς και Κάβος του Αγίου Αγγέλου λόγω της μεταβυζαντινής εκκλησίας των Ταξιαρχών που βρισκόταν εκεί μαζί με τριάντα επτά άλλες)




