Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Ελένη. Ζούσε σε ένα χωριό με τον αδερφό της. Ήθελε να δουλεύει στα χωράφια. Της άρεσε η φύση.
Μια μέρα την επισκέφτηκε η προξενήτρα του χωριού, η κυρά Αγγέλα. Της έφερε προξενιά.
«-Ελένη μου, να σε παντρέψω και να σε νοικοκυρέψω».
«-Κυρά Αγγέλα, να μη σε κακοκαρδίσω, μα δε σκέφτομαι ακόμη το γάμο».
«-Πως, πως κοκόνα μου! Άκουσέ με πρώτα κι ύστερα αποφασίζεις».
«-Να σε ακούσω…»
«-Να σου δώσω έναν τσαγκάρη, ένα τίμιο παλικάρι;»
«-Δεν τον θέλω τσαγκάρη, τον σουγλάρη, που τραβάει τα πετσιά με τα δόντια τα μακριά».
«-Να σου δώσω φούρναρη, όμορφο και μπεσαλή;»
«-Αγγέλα μου, δεν τόνε θέλω, κάλλιο πέφτω και πεθαίνω. Όλη μέρα να φουρνίζει και το βράδυ να ροχαλίζει».
Η προξενήτρα δαγκώθηκε, αλλά δεν έχασε το θάρρος της. Ρώτησε:
«-Να σου δώσω το μπακάλη, να έχεις γεμάτο το τσουκάλι;»
«-Δεν τον θέλω τον μπακάλη, θα βρωμάει τυρί και άρμη».
«-Να σου δώσω ένα ραφτάκι, όμορφο παλικαράκι;»
«-Όλη μέρα εκείνος ράφτει και το βράδυ μύγες χάφτει».
«-Να σου δώσω ένα ναύτη, να βουρλίζεται για να έρθει;»
«-Όλη μέρα στο κατάρτι; Κι άμα η θάλασσα τον πνίξει, χήρα εμένα θα με αφήσει;»
Η προξενήτρα υπομόνεψε και ξαναρώτησε:
«-Να σου δώσω κηπουρό, ταίρι σου ζωγραφιστό;»
«-Να με σέρνει στα παλιούρια και να με ταΐζει αγγούρια;»
Τότε η κυρά Αγγέλα σηκώθηκε από την καρέκλα κι έφυγε σαν βουρλισμένη από το σπίτι της Ελένης. Δεν ξαναπάτησε εκεί το πόδι της.
Έτσι η Ελένη, όταν το θέλησε, διάλεξε μόνη τον άντρα της. Πήρε ένα καλόκαρδο παλικάρι που έφτασε στο χωριό από ξένο τόπο. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου




