
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λεβεντόγερος. Ήταν ψηλός, σωματώδης, γερός. Ζούσε σε ένα χωριό στην κορυφή ενός βουνού. Ήταν ξυλοκόπος. Είχε χτίσει εκεί ένα καλύβι. Ήθελε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια του κοντά στη φύση και να γνωρίσει τον τόπο του.
Μια μέρα είχε πάει στο δάσος να κόψει ξύλα για το τζάκι του. Ήταν χειμώνας. Είχε χιονίσει. Έκανε τσουχτερό κρύο. Έκοψε τα ξύλα κι ετοιμαζόταν να γυρίσει. Τότε είδε μπροστά του έναν μαυροφορεμένο άντρα με χλωμό πρόσωπο και σκοτεινό βλέμμα. «Που πας γέρο;» τον ρώτησε ο ξένος. «Πάω σπίτι μου να ζεσταθώ», είπε ο λεβεντόγερος. «Αύριο το βράδυ θα έρθω να σε πάρω», του είπε ο ξένος. «Που να με πας;» ρώτησε ο λεβεντόγερος που δεν είχε καταλάβει ποιος ήταν ο ξένος. «Εκεί που θα σε πάω, δεν έχει γυρισμό. Δεν κατάλαβες με ποιον μιλάς; Είμαι ο Χάρος!» είπε. Ο λεβεντόγερος σάστισε. «Φοβάσαι γέρο;» τον ρώτησε ο Χάρος. «Δε φοβάμαι. Μα δεν περίμενα ότι θα φύγω έτσι. Είμαι μια χαρά». «Όλοι τα ίδια λένε. Φεύγω τώρα. Αύριο να με περιμένεις. Θα έρθω πριν τα μεσάνυχτα», είπε ο Χάρος και χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα.
Ο γέρος γύρισε στο καλύβι του με τη ζαλιά τα ξύλα. Δεν περίμενε τέτοια συνάντηση στο δάσος. «Αύριο!» σκέφτηκε. «Ένα χρόνο να ζούσα ακόμη κι ας με έπαιρνε. Θέλω να γνωρίσω τη φύση, πριν φύγω. Αλλά λογάριαζα κι αλλιώς μου ήρθαν», είπε. Ένα ποντίκι που ήταν στη γωνία στο τζάκι τον είδε σκεφτικό και του είπε: «Τι τρέχει, γέροντα;» «Ο Χάρος θα έρθει αύριο για μένα», είπε ο γέρος. «Δε μπορείς να του ξεγλιστρήσεις;» ρώτησε το ποντίκι. «Κανείς δε μπορεί. Ούτε είμαι κιοτής», αποκρίθηκε ο γέρος. «Δεν ξέρεις τι λες, είπε το ποντίκι. Κανείς δε σε είπε κιοτή. Απλά θα καθυστερήσεις λίγο καιρό. Αυτό είναι όλο. Αν κλείσεις την πύλη που οδηγεί φέτος στον κάτω κόσμο, δε θα καταφέρει να σε πάρει». «Μα πως;», ρώτησε ο γέρος;
«Πρώτα, πρώτα θα είσαι ολόχαρος. Δεν αρέσει στο Χάρο να χαίρονται οι άνθρωποι. Θέλει να τον φοβούνται. Μετά θα προσεύχεσαι στο Θεό να σε κρατήσει ακόμη. Τέλος θα πας στη βελανιδιά του δάσους που βγαίνουν τα παγανά. Είναι οι μέρες τους. Θα βρεις τον Λιγδιάρη. Θα του ζητήσεις να σε βοηθήσει να βρεις την πύλη που άνοιξε φέτος για τον κάτω κόσμο. Θα το κάνει, αλλά θα σου ζητήσει αντάλλαγμα». Ο γέρος είπε: «Σε ευχαριστώ! Θα κάνω όπως μου είπες».
Ύστερα ντύθηκε ζεστά. Έβαλε τη σκούφια του κι ένα χοντρό πανωφόρι. Πήρε μαζί του ψωμί και ένα ασκί με κρασί. Σέλωσε το μουλάρι του. Ξεκίνησε για τη βελανιδιά του δάσους. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε κι έφτασε. Περίμενε, ώσπου άκουσε τριξίματα και γέλια μέσα από την κουφάλα της βελανιδιάς. Τότε πετάγεται από μέσα ένα παγανό βρωμερό, σιχαμερό. Ήταν τριχωτό, μαυριδερό, κοντακιανό, γλοιώδες, με μακριά ουρά. Βλέπει το γέρο μπρος τη βελανιδιά καβάλα στο μουλάρι του. Του ήρθε ξαφνικό. «Όρε θεριό!» φώναξε το παγανό που δεν έβλεπε καλά μέσα στη νύχτα. Έκανε να ξαναμπεί στην κουφάλα.
«Στάσου!» φώναξε ο γέρος. Είσαι ο Λιγδιάρης;» Το ξωτικό γύρισε και τον κοίταξε. Είπε: «Αυτός είμαι! Ποιος είσαι εσύ; Τι γυρεύεις;» «Θέλω να μου πεις που βρίσκεται η ανοιχτή πύλη που οδηγεί στον κάτω κόσμο». «Χαχαχα!» γέλασε ο Λιγδιάρης και φάνηκαν τα σάπια δόντια του. Πολλά ζητάς γέρο. Έχω δουλειές τέτοιες μέρες. Άλλωστε τι έχω εγώ να κερδίσω; Κινδυνεύω αν σου πω». «Τι ζητάς για να με βοηθήσεις;» ρώτησε ο λεβεντόγερος. «Θέλω να με βάλλεις μαζί με τους συντρόφους μου στο πιο πλούσιο σπίτι του χωριού». «Θα σε βάλλω! Για αυτό σκας;» είπε ο λεβεντόγερος. «Θέλω ακόμα τηγανίτες με μέλι για όλους». «Θα σας φτιάξω», είπε ο γέρος. «Θέλω και κρασί». Τότε ο λεβεντόγερος έβγαλε το ασκί με το κρασί του και είπε στο παγανό: «Πιες την πρώτη ρουφηξιά στην υγειά σου!». «Θα τα πάμε καλά εμείς οι δύο. Στάσου να φωνάξω μερικούς από τους συντρόφους μου», είπε ο Λιγδιάρης. Τότε τραγούδησε:
«Έλα καλέ μου Παρωρίτη, με τη μελιτζανιά τη μύτη.
Κόπιασε βρε Στραβολαίμη, που τρως ψητά από το μαντέμι.
Έλα Περίδρομε λιμάρη, ρε κουτορνίθι, Κασιδιάρη.
Έλα κι εσύ φίλε Ξεφτέρη, που ο νους σου κόβει σα μαχαίρι
Δώσε παρόν βρε Μαλαγάνα, που έχεις αυτούκλες σα λαγάνα
Έλα μεθύστακα Τρικλοπόδη, στην καθισιά σου πίνεις σα βόδι.
Έλα κι εσύ Γεροβελόνη, που έχεις ξινίσει σαν το λεμόνι
Έβγα εσύ βρε Κουλοχέρη, που πολεμάς με το ένα χέρι».
«Αυτοί είμαστε όλοι, λεβεντόγερε. Μα δε μου λες, γιατί θέλεις να βρεις την πύλη του κάτω κόσμου; Βγήκε ο χάρος παγανιά;» είπε ο Λιγδιάρης και άρχισε τα χάχανα. «Βγήκε και όποιον πάρει ο Χάρος! Θέλω να κλείσω την πύλη μόνο για φέτος σε τούτον τον τόπο», είπε ο Λεβεντόγερος. «Είναι άλλες δύο πύλες μακριά από δω. Μα εκείνες δε μας ενοχλούν», είπε ο Λιγδιάρης.
Τότε ο Λιγδιάρης φανέρωσε στα άλλα παγανά τη συμφωνία που έκανε με τον λεβεντόγερο. Τα ρώτησε αν θα βοηθήσουν. Αυτά δέχτηκαν. Χωρίστηκαν σε ζευγάρια. Σκορπίστηκαν παντού. Έφαγαν τον τόπο για να βρουν την πύλη. Και τη βρήκαν ο Ξεφτέρης με το Λιγδιάρη. «Τώρα τι κάνουμε;» ρωτάει ο Λιγδιάρης.
«Θα φωνάξω τον λεβεντόγερο να τη δει», απαντάει ο Ξεφτέρης. «Πάρε μαζί σου τούτο το κουβάρι. Να το ξετυλίξεις να σου δείχνει το δρόμο του γυρισμού», είπε ο Λιγδιάρης.
Ο Ξεφτέρης πήρε το κουβάρι και ξεκίνησε. Στο δρόμο τραγουδούσε:
«Κόκκινη κλωστή κουβαριασμένη, σε χέρι παγανού δεμένη
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, στο ξέφωτο να με οδηγήσει»
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε το παγανό, ώσπου βρήκε το γέρο στο ξέφωτο του δάσους. Είχαν πει να συναντηθούν εκεί. Ο Λεβεντόγερος περίμενε με αγωνία. «Τη βρήκαμε την πύλη. Άιντε τώρα να ιδούμε πως θα την κλείσουμε. Ακολούθησέ με!» λέει ο Ξεφτέρης. Ο Λεβεντόγερος πήρε καταπόδι το παγανό με το νήμα. Έφτασαν στην πύλη. Αυτή έβγαζε σε μια σπηλιά με νυχτερίδες που οδηγούσε στον κάτω κόσμο. Ο γέρος κοίταξε στη σπηλιά. Είδε σκοτάδι και καταχνιά μέσα εκεί.
«Τώρα πως θα κλείσουμε την είσοδο της σπηλιάς;» ρώτησε. «Με πέτρες και μικρούς βράχους. Όλα τα παγανά θα κουβαλήσουμε μεγάλες πέτρες. Σε λίγο θα έχουμε τελειώσει. Μετά η σειρά σου να τηρήσεις την υπόσχεσή σου», είπε ο Ξεφτέρης. Ο Λιγδιάρης φώναξε τα άλλα παγανά. Κουβαλήσανε πέτρες από το βουνό, που ήταν πάνω από τη σπηλιά. Άλλα κυλούσαν βράχους και τους κατέβαζαν μέχρι εκεί. Έβαλαν τόσες πέτρες και βράχια μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς που κανείς δε θα κατάφερνε να βγει από εκεί μέσα. «Καλά τα ταιριάξαμε!» φώναζαν τα παγανά και χόρευαν σαν τρελά. «Πάμε τώρα για τις Τηγανίτες», φώναξε ο Περίδρομος. «Πάμε!» είπε ο λεβεντόγερος.
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν στο καλύβι του γέρου. Μπήκανε μέσα. Στρωθήκανε μπροστά στο παραγώνι. Ο γέρος έφτιαξε χυλό με αλεύρι. Έβαλε ένα τηγάνι στη φωτιά. Με μια κουτάλα έχυνε μέσα το χυλό. Έφτιαξε τηγανίτες. Μετά τις έβαλε σε ένα ταψί κι έριξε πάνω μέλι. Τα παγανά έκαναν σαν λιμασμένα. Βουτούσαν τις χερούκλες τους στο ταψί και όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε. Γέμισαν μέλια τα μούτρα τους και όλο τον τόπο.
«Τώρα ώρα για λίγο κρασάκι», τους είπε ο γέρος. Πήρε τη νταμιτζάνα του με το κρασί. Γέμισε τις πήλινες κούπες, που είχε βάλει για τα παγανά, ως επάνω. Γέμισε και τη δική του. «Στην υγειά μας!» είπε. Στράγγιξε το ποτήρι. Τα παγανά έκαναν το ίδιο. Δε χόρταιναν το κρασί. Ο λεβεντόγερος γέμιζε τις κούπες, τα παγανά τις άδειαζαν. Ήπιαν όλη την νταμιτζάνα. Ο γέρος φυλάχτηκε. Ήπιε μόνο μια κούπα. Το κρασί ήταν παλιό και δυνατό.
«Τώρα να μας πας στο σπίτι, που υποσχέθηκες, για να συνεχίσουμε το γλέντι», φώναξε ο Μαλαγάνας. «Ναι, ναι!» φώναξαν όλα τα παγανά. «Πάμε. Μα προσέχετε. Σήμερα δεν έχει φεγγάρι. Μη γκρεμιστούμε πουθενά», είπε ο γέρος.
Μια και δυο ξεκίνησαν από το καλύβι για να φτάσουν στο χωριό, στο πλούσιο αρχοντικό. Στο δρόμο πέρασαν από μια στάνη. Τα σκυλιά μυρίστηκαν τα παγανά και γάβγιζαν. Τα παγανά τρόμαξαν. Όπως ήταν σουρωμένα έτρεχαν, χωρίς να βλέπουν που πάνε. Μπουρδουκλώνονταν, σκόνταφταν, έπεφταν το ένα πάνω στο άλλο. Μέχρι να φτάσουν στο χωριό είδανε και πάθανε. Ο λεβεντόγερος τα οδήγησε έξω από το αρχοντόσπιτο. Τους λέει: «Εδώ είναι! Κάνετε ησυχία! Όλοι κοιμούνται. Θα σας βάλλω μέσα από το παράθυρο. Κατέχω να το ανοίξω». Έτσι κι έγινε. Ο γέρος άνοιξε το ξύλινο παράθυρο με ένα σιδερικό. «Μπείτε μέσα!» λέει στα παγανά. «Σε ευχαριστούμε!» λέει ο Λιγδιάρης. «Εγώ ευχαριστώ! Τέτοια ώρα θα με είχε πάρει ο Χάρος!» είπε ο γέρος και χαμογέλασε.
Τα παγανά σκαρφάλωσαν στο παραθύρι. Μπήκαν μέσα, σιγά-σιγά, στο σαλόνι του σπιτιού. Τα έχασαν όταν είδαν πάνω στην τραπεζαρία ένα σωρό καλούδια: κουλούρια, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, βασιλόπιτες, μπουκάλια με κρασί. «Τέτοιο φαγοπότι δε θα ξαναγίνει», είπε ο Περίδρομος. Έβαλε χέρι στα μελομακάρονα. Κερνούσε όλα τα παγανά. Εκείνα σπρώχνονταν ποιο θα πρωτοπάρει. Ξερογλείφονταν. Ξαφνικά ο Κασιδιάρης, το κουτορνίθι, έσπρωξε από απροσεξία με τον αγκώνα του ένα μπουκάλι κρασί. Έπεσε στο πάτωμα. Ακούστηκε δυνατός κρότος.
Τα άλλα παγανά έβαλαν τα γέλια. Είχαν σουρώσει με το κρασί του γέρου. Άρχισαν να κοροϊδεύουν τον Κασιδιάρη. «Κουτορνίθι, πάλι την έκανες την κουτουράδα σου», του έλεγαν. «Δεν είμαι κουτορνίθι. Κατά λάθος έγινε», φώναξε εκείνος. Είχε νευριάσει τόσο ο Κασιδιάρης από τα περιγέλια των άλλων που βουτάει άλλα δύο μπουκάλια και τα σπάζει στο πάτωμα. «Γιατί χαλάς το κρασί ρε κουτορνίθι;» του λέει ο Τρικλοπόδης ο μεθύστακας και του δίνει μια στο κεφάλι. Το τι έγινε μετά δε λέγεται. Άρχισε ο καβγάς αναμεταξύ τους. Πιαστήκανε στα χέρια. Έπεσαν επάνω τους και τα άλλα παγανά να τους χωρίσουν. Μπλέχτηκαν όλα στον καβγά. Έγινε μεγάλη φασαρία.
Ο Λεβεντόγερος που είχε κάτσει απέξω να καπνίσει το στριφτό του στη σιγαλιά της νύχτας, άκουσε τη βαβούρα. «Τώρα θα ξυπνήσουν τα αφεντικά», σκέφτηκε. Κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο. Περίμενε να ιδεί τι θα γίνει.
Έτσι κι έγινε. Ο πλούσιος σπιτονοικοκύρης με το γιο του πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους. Πήραν τα τουφέκια τους. Νόμιζαν πως μπήκαν κλέφτες στο σπίτι. Κατέβηκαν με προφύλαξη. Μόλις είδαν τα παγανά να δέρνονται μεταξύ τους, έριξαν στον αέρα. Ο Ξεφτέρης τότε φώναξε: «Μας χτυπάνε! Τρεχάτε ποδαράκια μου». Όλα τα παγανά άρχισαν να τρέχουν προς το παράθυρο. Για πότε σκαρφάλωσαν και πήδηξαν στην αυλή δε λέγεται. Εκεί, όμως, τα περίμενε η γριά υπηρέτρια που είχε καταλάβει ποιοι ήταν οι εισβολείς. Κρατούσε ένα μπουκαλάκι με αγιασμό. «Τώρα θα σας ραντίσω για τα καλά. Ελάτε μου δω», τους είπε κι έτρεξε να τα αγιάσει.
Τα παγανά δεν ήξεραν κατά που να πάνε. Άρχισε κι ο κόκορας να λαλάει. Ξημέρωνε. Άμα έβγαινε ο ήλιος, θα έκαιγε τα παγανά και θα τα έκανε κουτσούρια. Μόλις αυτά άκουσαν τον πετεινό πήδηξαν ένα-ένα πάνω σε ένα τραπεζάκι στην αυλή. Έγιναν άφαντα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Ο Λεβεντόγερος τα είδε να τρέχουν με τα πόδια στο κεφάλι και να πηγαίνουν προς το δάσος. Γέλασε με την ψυχή του με το πάθημά τους. «Βρε, τι ημέρα ήταν η σημερινή», αναλογίστηκε. «Βρε το Χάρο περίμενα, γέλια και χαρές με βρήκανε. Τι σου είναι τούτη η ζωή η άτιμη. Άλλα περιμένει κανείς κι άλλα γίνονται», είπε κι έφυγε για το καλύβι του. Κι έζησε αυτός καλά κάμποσα χρόνια, γιατί τον ξέχασε ο Χάρος κι εμείς ακόμα καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου