
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια αρχοντοπούλα η Ελευθερία. Ζούσε στο κάστρο της Μονεμβασίας με τη φαμελιά της. Ήθελε να ταξιδέψει στα Κύθηρα και να προσκυνήσει στην Αγία Μόνη[1].
Μια μέρα η Ελευθερία ρώτησε την βάβω της: «Κυρούλα, τι ξέρεις για την Αγία Μόνη στα Κύθηρα;» Η βάβω αποκρίθηκε: «Έχω προσκυνήσει εκεί την εικόνα της Παναγίας, όταν ήμουν παιδί. Πήγα με τον πατέρα μου. Η ιστορία της μονής συνδέεται με τον αγωνιστή της λευτεριάς μας, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη[2], που το 1803 κατέφυγε στα Κύθηρα στην φαμελιά του Αλβανάκη . Όταν πήγε στα Κύθηρα κι είδε τη μονή κατεστραμμένη, έκανε τάμα: ‘‘Παναγιά μου, αν μας βοηθήσεις την απελευθέρωση, θα ξαναφτιάξω το μοναστήρι σου’’. Το είπε και το έκαμε ο Κολοκοτρώνης».
Η Ελευθερία ρώτησε: “Βάβω, πως βρέθηκε η εικόνα της Παναγιάς;» Τότε η βάβω άρχισε να ιστορεί: «Σε ένα βουνό των Κυθήρων υπήρχε, εκείνα τα χρόνια, παλαιό εξωμόνιο για τη λατρεία της Παναγίας. Το έλεγαν ‘‘Αγία Μόνη’’, γιατί ο τόπος ήταν έρημος. Οι ντόπιοι λένε πως ο βοσκός Βιάρος είδε εκεί κοντά μέσα σε σκίνο την εικόνα της Παναγίας[3]. Στο τόπο που βρήκε την εικόνα είχε πέσει αστροπελέκι κι είχε κάψει ολόγυρα. Ο βοσκός είδε τον καπνό, πήγε και βρήκε την εικόνα απείραχτη. Είχε την επιγραφή: ‘‘η Μόνη των πάντων ελπίς’’. Στην πίσω όψη της υπήρχε η εικόνα του Αγίου Γεωργίου»[4].
Η Ελευθερία είπε: «Σε ευχαριστώ, βάβω, για την ιστόρησή σου. Θέλεις να πάμε μαζί στην Αγία Μόνη;». «Ελευθερία, θα έρθω για σένα. Δύσκολα βγαίνω πια από το κάστρο για να ταξιδέψω».
Το άλλο πρωί βάβω κι εγγονή μπήκαν στην άμαξα, πήγαν στο λιμάνι της Νεάπολης και πήραν στο καράβι για τα Κύθηρα. Έφτασαν κατά το γιόμα. Έμειναν σε ένα πανδοχείο. «Αύριο με το χάραμα θα ξεκινήσουμε για την Αγία Μόνη. Θα μας πάει εκεί ένας γνώριμός μου», είπε η βάβω στην Ελευθερία.
Την άλλη μέρα ένας αρχοντάνθρωπος σταμάτησε με μια άμαξα έξω από το πανδοχείο. Υποδέχτηκε την βάβω και την Ελευθερία: «Μπείτε στην άμαξα να ξεκινήσουμε για τη μονή. Είναι κάμποσο δρόμο από δω», είπε.
Σαν έφτασαν στην Αγία Μόνη, ο συνοδός τους τις ξενάγησε στο μοναστήρι. Μπήκαν στην εκκλησιά και προσκύνησαν την εικόνα της Παναγιάς. Η βάβω συγκινήθηκε και είπε: «Σε ευχαριστώ, Ελευθερία, που με παρακίνησες να έρθω εδώ. Ξεθώριασαν οι μνήμες από την πρώτη μου επίσκεψη. Πάνε τόσα χρόνια από τότε». Η Ελευθερία την αγκάλιασε και είπε: «Βάβω μου, θα έχω να θυμάμαι πως αυτό το προσκύνημα το κάναμε μαζί». Και ζήσανε αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: enromiosini.gr - Το 1886 υπήρχε εκεί ένας παπάς, ένας μοναχός και τέσσερις γερόντισσες που συντηρούνταν με δικά τους έξοδα. Τότε την εικόνα λιτάνευαν για εφτά μήνες σε όλα τα χωριά των Κυθήρων.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: enromiosini.gr - Στα απομνημονεύματα του αναφέρει: «… Μιά φορά επήγα εις το πανηγύρι της Αγίας Μόνης. Αυτό μοναστήρι ήταν μεγάλο και εχαλάσθη εις την πρώτη Τουρκιά. Όταν επέρασα ήτο μιά μάνδρα χαλασμένη και σκεπασμένη η εκκλησιά με κλάδους δένδρων. Τότε έταξα ότι «Παναγία μου βοήθησέ μας να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα μας από τον Τύραννο και θα σε φκειάσω καθώς ήσουν πάντα (1803)». Με εβοήθησε, και εις τόν δεύτερον χρόνον της επαναστάσεώς μας επλήρωσα το τάμα μου και την έφκειασα…».
[3] Πηγή: διαδίκτυο: enromiosini.gr - Η εύρεση της εικόνας έγινε στις 23 Σεπτεμβρίου του 1766.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: enromiosini.gr - Ο τότε επίσκοπος Κυθήρων, Νικηφόρος Μόρμορης, πήγε εκεί και είδε τα ερείπια της παλαιάς εκκλησιάς και των κελιών. Τότε παρακάλεσε τους Κυθηρίους πιστούς να βοηθήσουν για να ξαναφτιαχτεί η εκκλησιά κατά τις δυνάμεις του ο καθένας.