
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μία πλύστρα. Ζούσε σε ένα χωριό. Ήταν φτωχή. Έπλενε τα ρούχα των χωριανών για να βγάλει λεφτά. Ήθελε να παίρνει νερό από ένα πηγάδι που ήταν μέσα σε μια σπηλιά. Το πηγάδι το λέγανε Λούκι.
Μια μέρα είπε στη θεία της: «Θα φορτώσω το κάρο βαρέλια και θα πάω στο Λούκι να τα γεμίσω. Έτσι θα έχω κάμποσο νερό για το πλύσιμο. Δε θα χρειάζεται να πηγαίνω στην πηγή του χωριού και να περιμένω στην ουρά». Λέει η θεία της: «Μην πας, κόρη μου! Το πηγάδι αυτό είναι στοιχειωμένο. Εκεί ζει ένα στοιχειό με φτερά. Βγαίνει τις νύχτες. Κυνηγά τους διαβάτες κι όποιον πλησιάζει τη σπηλιά». «Πιστεύεις, θειά, τέτοια πράγματα;» «Δεν ξέρω, κόρη μου! Να προσέχεις!» «Θα προσέχω!» είπε η πλύστρα κι έφυγε.
Πήγε σπίτι της κι έβαλε τα βαρέλια στο κάρο. Πήρε ψωμί και ξεκίνησε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε η πλύστρα, συναντά μια γριά ζαλωμένη με ένα σακί.
«Τι έχεις, κυρούλα, στο σακί;» τη ρώτησε. «Έχω ψωμιά, παιδί μου! Τα πάω να φάνε τα εγγόνια μου», είπε η γριά. «Ανέβα στο κάρο να σε πάω!» της λέει η πλύστρα. «Μη σε βγάλω από το δρόμο σου», είπε η γριά. «Μη σε μέλλει. Θα πάω μετά στο Λούκι», λέει η πλύστρα. «Στο Λούκι, παιδί μου, είναι το στοιχειό. Τα φτερά του χτυπούν, όταν λούζεται στο νερό. Τα έχω ακούσει η ίδια. Από το νερό του πηγαδιού δεν πίνει κανείς, αν δεν κάνει το σταυρό του». «Γιατί;» ρώτησε η πλύστρα. «Γιατί παθαίνει κακό. Ένας χωριανός τρελάθηκε, όταν ήπιε. Δεν πίστεψε που του είπαμε να μην πιει, χωρίς να προσευχηθεί». «Καλά, κυρούλα! Εγώ σε πιστεύω», λέει η πλύστρα.
Έφτασαν στο καλύβι της γριάς. Η πλύστρα την άφησε. Συνέχισε μόνη. Έφτασε στη σπηλιά. Ξεφόρτωσε τα βαρέλια. Πλησίασε το πηγάδι. Έκανε το σταυρό της, όπως της είπε η γριά. Έριξε μέσα τον κουβά. Άρχισε να γεμίζει τα βαρέλια. Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Μόλις ανέβασε τον τελευταίο κουβά, ακούει φτερούγισμα μέσα στο πηγάδι. Κοιτάει και βλέπει ένα ασχημομούρικο πλάσμα με φτερά. Λουζότανε στο πηγάδι. Μόλις την είδε αυτό, άρχισε να σκούζει. Πέταξε προς το άνοιγμα του πηγαδιού. Τράβηξε τον κουβά. Παραλίγο να την τραβήξει κι αυτήν κάτω.
«Πως τολμάς και παίρνεις το νερό μου; Θα ιδείς τι θα πάθεις», της είπε. Η πλύστρα φώναξε: «Άφησέ με! Θα κάνω ό,τι μου ζητήσεις». Το στοιχειό την άφησε και είπε: «Θέλω να βρεις το τελώνιο του δάσους. Ζει στο μεγάλο πεύκο. Θα αρπάξεις το μαγικό μπαστουνάκι του. Με αυτό θα λύσω την κατάρα που με κρατάει στοιχειωμένο. Όταν θα λούζεται το τελώνιο στο ποτάμι, θα το αρπάξεις». «Θα κάνω, όπως με ορμήνεψες», λέει η πλύστρα.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε η κοπέλα για το δάσος. Βρήκε το μεγάλο πεύκο. Είδε ένα κατάμαυρο πλάσμα να βγαίνει από τον κορμό του. Φορούσε κόκκινη σκούφια και στηριζόταν σε ένα μπαστούνι. «Αυτό είναι το τελώνιο», είπε. Θα το ακολουθήσω.
Το τελώνιο τράβηξε για το ποτάμι. Η πλύστρα ξοπίσω του κρυβόταν στα δέντρα. Σαν έφτασαν, το τελώνιο άφησε τη σκούφια και το μπαστούνι στο χώμα. Βούτηξε στο ποτάμι. Κολυμπούσε, γελούσε, φώναζε. Η πλύστρα άρπαξε το μπαστούνι κι έφυγε. Έτρεξε στο πηγάδι. Το στοιχειό πήρε το μπαστουνάκι. Τότε μεταμορφώθηκε σε ένα ωραίο παλικάρι. Η πλύστρα τα έχασε.
Το παλικάρι της είπε: «Η κατάρα λύθηκε. Θα παίρνεις νερό άφοβα από το πηγάδι, εσύ κι οι χωριανοί». Μετά βοήθησε την πλύστρα να φορτώσει τα βαρέλια στο κάρο. «Δε θα ξεχάσω το καλό που μου έκανες», της είπε. Οι άλλοι με φοβούνταν κι έτρεχαν μακριά. Μόνο εσύ είχες το θάρρος».
Η πλύστρα γύρισε στο χωριό. Ιστόρησε σε όλους τι έγινε με το στοιχειό στο Λούκι. Από τότε οι χωριανοί έπαιρναν νερό από το πηγάδι, χωρίς φόβο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου