![Ο Γιάννης και η Παναγία η Κυρά Ψηλή[1] (Κάλυμνος)](/media/k2/items/cache/25cc636b1928d07960eaf1fe1adbc941_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήρα, η Βαγγελιώ. Ζούσε στην Κάλυμνο. Αγωνιζόταν μοναχή να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της. Ήτανε μοδίστρα και με τα λεφτά που έβγαζε, ζούσανε φτωχικά. Ήθελε να έχει υγεία και ψωμί η φαμελιά της.
Ένα πρωί πέρασε από το σπίτι της Βαγγελιώς ο Γιάννης ο βοσκός. Της έδινε χάρισμα γάλα για τα παιδιά της. Συμπονούσε τα ορφανά και σεβόταν τη μάνα τους. Η γυναίκα είδε το Γιάννη σκεφτικό. Τον ρώτησε: «Τι έχεις;» «Βαγγελιώ, δυό μέρες τώρα που πάω τα πρόβατα για βοσκή, γίνεται κάτι ανεξήγητο». «Σαν τι, Γιάννη;» «Ένας τράγος φεύγει από το κοπάδι μου και γυρίζει με τη μουσούδα του μούσκεμα. Μα εκεί κοντά, κυρά μου, δεν υπάρχει νερό. Αν ξαναπάω, θα πάρω το τραγί στο κατόπι, να δω που μουσκεύεται». «Σε ποιο μέρος είχες πάει, Γιάννη;» «Σε εκείνη τη βουνοκορφή». Η Βαγγελιώ του λέει: «Εκεί βλέπω τα βράδια ένα φως να λάμπει . Να πας να δεις τι είναι». «Θα το κάνω!»
Το γιόμα πήγε ο Γιάννης στον ίδιο τόπο για βοσκή τα γίδια του. Ακολούθησε το τραγί και βρέθηκε σε μια σπηλιά. Μπήκε μέσα κι από το βράχο έτρεχε νερό. Προχώρησε κι είδε σε μια γωνιά ένα εικόνισμα της Παναγίας. Το πήρε και το πήγε στο χωριό στον παπά. Εκείνος έβαλε την εικόνα στην εκκλησιά. Μα το πρωί, που άνοιξε την εκκλησιά, το εικόνισμα της Παναγίας είχε γίνει άφαντο. Ο παπάς το είπε στον Γιάννη.
Ο βοσκός πέρασε από το σπίτι της Βαγγελιώς και της είπε: «Αυτό κι αυτό έγινε με ένα εικόνισμα της Παναγίας που βρήκα». «Γιάννη, κάνε τον κόπο και πήγαινε πάλι εκεί που βρήκες την εικόνα». «Θα πάω, κυρά! Μα πώς να εξηγήσω αυτό που έγινε;» «Αυτά, Γιάννη, είναι του Θεού πράματα. Δεν τα φτάνει ο νους του ανθρώπου».
Ο Γιάννης δρόμο πήρε, δρόμο άφησε για το βουνό. Βρήκε την εικόνα στο ίδιο μέρος. Την πήγε πάλι στο χωριό. Μα η εικόνα γύρισε πίσω στη σπηλιά άλλες δύο φορές. Η Βαγγελιώ τον ορμήνεψε: «Φαίνεται, ότι η Παναγία θέλει να μείνει εκεί. Μην την ξαναπάρεις, Γιάννη. Να χτίσουμε εκεί εκκλησιά, για να την τιμούμε. Ζήτα την ορμήνια του καλόγερου , που ασκητεύει στη μονή των Αγίων Πάντων. Να ιδείς, τι θα σου πει».
Τότε ο Γιάννης πήγε στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, βρήκε τον καλόγερο και του είπε: «Έτσι κι έτσι έγινε. Κι αν η Παναγία θέλει να χτίσουμε εκεί εκκλησιά; Πως θα κουβαλήσουμε τόσο ψηλά τα υλικά;» Ο καλόγερος αποκρίθηκε: «Θα προσευχηθώ τρεις μέρες στην Παναγία, να δω τι θα με φωτίσει. Έλα ύστερα να με βρεις».
Την τρίτη βραδιά ο καλόγερος είδε στο όνειρό του την Παναγία. Του υπέδειξε το μέρος που θα έβρισκαν άμμο και ασβέστη, για να χτίσουν την εκκλησιά. Ο καλόγερος είπε στον Γιάννη: «Η Παναγία μου φανέρωσε αυτό κι αυτό. Θα χτίσουμε την εκκλησιά εκεί που βρήκες την εικόνα. Θα την ονομάσουμε ‘‘Παναγία η Κυρά Ψηλή’’».
Έτσι, ο Γιάννης με άλλους ντόπιους βρήκαν τα υλικά κι έχτισαν την εκκλησιά. Οι χωρικοί από τα γύρω χωριά, σαν έμαθαν για τον θαυμαστό τρόπο που βρέθηκε η εικόνα, έτρεξαν να προσκυνήσουν τη Χάρη της. Πήγε κι η Ευαγγελία με τα παιδιά της. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: www.golden-greece.gr -Το εγκαταλελειμμένο σήμερα πλέον μοναστήρι της Παναγίας Υψηλής, ή Κυρά Ψηλής όπως την ονοματίζουν στην Κάλυμνο, δεσπόζει βόρεια από το Βαθύ. Πρόκειται για παλιό καστρομονάστηρο, που σύμφωνα με το λαϊκό θρύλο το έκτισε ένας Καλύμνιος που είχε αλλαξοπιστήσει και όταν επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του θυμήθηκε τις ρίζες του και πίστεψε ξανά στο Θεό. / Άλλος θρύλος πάλι λέει πως κάποιος βοσκός ψάχνοντας το τράγο του που εξαφανίστηκε βρήκε τη σπηλιά και στο εσωτερικό της μια εικόνα της Παναγίας. Ο βοσκός πολλές φορές προσπάθησε να κατεβάσει την εικόνα στο χωριό αλλά στα μισά του δρόμου αυτή επέστρεφε στη σπηλιά. Οι ντόπιοι διαμόρφωσαν το σπήλαιο σε εκκλησία και κατέβασαν με λιτανείες την εικόνα στο Βαθύ. Κάθε χρόνο τον Δεκαπενταυγούστο την ανεβάζουν στο εκκλησάκι και γίνεται ολονύκτια γιορτή. Ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο, γίνεται μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι στο Βαθύ, στην εκκλησία της Παναγίας της Κυράς Ψηλής.
φωτο: kalymnos-news.gr