
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Ευθυμία. Ζούσε στην Κομοτηνή. Ήταν υφάντρα και δούλευε στον αργαλειό. Έφτιαχνε έργα τέχνης με τη σαΐτα της. Η δουλειά της ήταν κοπιαστική και απαιτούσε σωματική αντοχή. Κάποτε η κοπέλα αρρώστησε βαριά. Δεν είχε άνθρωπο να τη νοιαστεί πέρα από μια φίλη της, την Ανθή.
Η Ευθυμία κάλεσε το γιατρό, που της είπε: «Η αρρώστια σου δεν έχει γιατρειά. Θα σου δώσω φάρμακα για τον πόνο. Από κει κι έπειτα ο Θεός». Η κοπέλα φώναξε την Ανθή: «Αυτά κι αυτά μου κουβέντιασε ο γιατρός», της είπε. «Μη χάνεις το θάρρος σου, Ευθυμία! Θα φέρουμε κι άλλο γιατρό».
Έτσι, η Ανθή έφερε έναν γιατρό, φίλο του πατέρα της. Αυτός είπε: «Δεν έχω τη δύναμη να κάνω πολλά. Εδώ χρειάζεται ένα θαύμα». Η Ευθυμία έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της. Την έπιασε λιποθυμιά. Η Ανθή την έβαλε στο κρεβάτι και τη συνέφερε. Της είπε: «Μην χάνεις την ελπίδα σου. Θα πάμε στην Παναγία τη Ρευματοκράτειρα[1] στη Ραιδεστό . Η εικόνα της είναι θαυματουργή. Πολλοί άνθρωποι προσκυνούν τη Χάρη Της και βρίσκουν γιατρειά». «Ανθή, σε ευχαριστώ! Θα φτιάξω στην Παναγία ένα μεταξένιο υφαντό να στολίζει την εικόνα Της». «Ευθυμία, θα πω στον αδερφό μου να μας πάει στην Ραιδεστό με το κάρο. Προσευχήσου στην Παναγιά να σε γιάνει».
Η Ευθυμία έκαμε ό,τι την ορμήνεψε η φίλη της. Γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι και προσευχόταν στην Παναγιά με δάκρυα στα μάτια. Το γιόμα η Ανθή την επισκέφτηκε και είπε: «Ο Σταύρος λέει να ξεκινήσουμε αύριο για τη Ραιδεστό». Η Ευθυμία χάρηκε. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της στην Παναγιά.
Το άλλο πρωί οι δύο κοπέλες κι ο Σταύρος ξεκίνησαν για τη Ραιδεστό. Στο δρόμο η Ευθυμία ρώτησε την Ανθή: «Από που έμαθες για την Παναγία τη Ρευματοκράτειρα;[2]» «Από μια Θρακιώτισσα γιαγιά, Ευθυμία μου. Έλεγε ότι την Παναγία την τιμούσαν οι ντόπιοι στην Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Έκαναν πανηγύρι και τη γιόρταζαν τη Δευτέρα μετά την Κυριακή του Θωμά. Η εικόνα έχει δύο πλευρές, μπροστά την ‘‘Παναγία’’ και πίσω τη ‘‘Σταύρωση του Χριστού’’. Την ονόμασαν ‘‘Ρευματοκράτειρα’’ γιατί η εικόνα φυλάσσονταν σε ένα εκκλησάκι της Ραιδεστού, κοντά σε χείμαρρο, που πλημμύρισε. Το νερό θα παρέσερνε το εκκλησάκι, το αγίασμα δίπλα του και τα σπίτια. Οι ντόπιοι έκαναν παρακλήσεις και Λιτανεία της Εικόνας. Το ρεύμα του ποταμού άλλαξε πορεία με θαύμα της Παναγίας. Έτσι σώθηκε το εκκλησάκι και τα σπίτια.
Οι ντόπιοι μιλάνε και για δεύτερο θαύμα της Παναγίας. Έγιανε κάποτε έναν τυφλό Αυστριακό άρχοντα που πήγαινε στην Πόλη για να θεραπευτεί. Αυτός παράπλεε με το καράβι του στη Ραιδεστό κ είδε μία φλόγα. Παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε: ‘‘Να πας εκεί που βλέπεις τη φλόγα και να προσκυνήσεις την Εικόνα μου. Μετά να νιφτείς στο αγίασμα’’. Το έκαμε και βρήκε το φως του. Όταν γύρισε ο άρχοντας στην πατρίδα του, έστειλε χρήματα, για να κτίσουν μεγάλη εκκλησιά ».
Η Ευθυμία, σαν άκουσε για τα θαύματα, πίστεψε ότι η Παναγία θα την γιάνει. Είπε: «Μου έδωσες κουράγιο Ανθή! «Η Παναγία είναι μάνα όλων των ανθρώπων και όλους θέλει να τους σώσει», είπε η Ανθή.
Ύστερα από κάμποσο δρόμο οι τρεις νέοι έφτασαν στη Ραιδεστό κατά το σούρουπο. Ο Σταύρος είπε: «Πρέπει να βρούμε ένα πανδοχείο να περάσουμε τη νύχτα». Προχώρησαν και βρήκαν το πανδοχείο που γύρευαν. Μπήκαν μέσα για να φάνε και να ξαποστάσουν. Σε ένα τελευταίο δωμάτιο στριμώχτηκαν και οι τρεις για ύπνο.
Το άλλο πρωί η Ανθή βοήθησε την Ευθυμία, που πονούσε, να βγει στην αυλή του πανδοχείου. Ο Σταύρος ρώτησε τον πανδοχέα: «Πως θα πάω στην τάδε εκκλησιά;» Εκείνος είπε: «Πάρε τον παραγιό μου μαζί σου. Ξέρει τους δρόμους καλά». Έτσι κι έκαμε ο Σταύρος.
Σαν έφτασαν στην εκκλησιά η Ευθυμία γονάτισε μπροστά στην εικόνας της Παναγίας της Ρευματοκράτειρας και προσευχήθηκε. Μετά σηκώθηκε και κρέμασε τον χρυσό σταυρό της στο εικόνισμα. Της φάνηκε ότι η Παναγία χαμογέλασε. Η Ανθή είπε: «Πρέπει να γυρίσουμε στο χωριό, για να μη νυχτωθούμε στο δρόμο». Έτσι, άφησαν τον παραγιό στο πανδοχείο και γύρισαν στο χωριό τους.
Σε κάμποσο καιρό η Ευθυμία ξαναβρήκε τις δυνάμεις της. Κάλεσε τον γιατρό να την δει. Αυτός είπε: «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά είσαι καλά». «Είναι θαύμα της Παναγιάς, γιατρέ», του είπε εκείνη.
Δεν πέρασε καιρός κι η Ευθυμία ύφανε στον αργαλειό της ένα μεταξωτό ύφασμα για την εικόνα της Παναγιάς. Το πήγε στην εκκλησιά και το χάρισε σαν τάμα. Και έζησε αυτή καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: Διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Η Τεκιρντάγ (τουρκικά: Tekirdağ, ελληνικά: Ραιδεστός) είναι πόλη της Τουρκίας. Αποτελεί μέρος της περιοχής που είναι ιστορικά γνωστή υπό την ονομασία Ανατολική Θράκη. Είναι χτισμένη στις όχθες της Θάλασσας του Μαρμαρά. Η Ραιδεστός ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό, άκμασε κατά τους βυζαντινούς χρόνους και έγινε έδρα του μητροπολίτη Ηρακλείας. Στη σύγχρονη ιστορία άλλαξε διαδοχικά κυρίαρχους αρκετές φορές. Στον πρώτο βαλκανικό πόλεμο (1912) καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους, ενώ ανακατελήφθη από τους Τούρκους το 1913. Το 1920, προσαρτήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη των Σεβρών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, ο ελληνικός πληθυσμός της πόλεως μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: www.pemptousia.gr - Είναι η εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας.