
Ήταν μια φορά και έναν καιρό μια γριά. Ζούσε σε ένα χωριό. Ήθελε να είναι κακιά. Όλη μέρα καταριόταν. Το σπίτι της ήταν άραχλο, σκοτεινό. Γύριζε τα σπίτια του χωριού. Φόβιζε τους γείτονες. Τρόμαζε τα ζωντανά. Μισούσε τα παιδιά. Μια βέργα πάντα κουβαλούσε κι αν τύχαινε κανένα «μούλικο» - όπως αποκαλούσε τα παιδιά - να είναι ζωηρό και φασαριόζικο του τις έβρεχε.
Τα παιδιά δεν έβγαιναν έξω το βράδυ, για να μην την απαντήσουν. Μια μέρα ένα από αυτά, το πιο έξυπνο, κάλεσε τα άλλα παιδιά και τους είπε: «Πρέπει να βρούμε τρόπο να πιάσουμε την κακιά γριά και να τη φοβερίσουμε. Να παραστήσουμε τα δαιμόνια στοιχειά του δάσους. Να την δέσουμε. Να την κάνουμε να τρέμει!».
Έτσι, το άλλο βράδυ, τα παιδιά φορέσανε κλαδιά στα κεφάλια τους. Στα μούτρα τους πασάλειψαν χώματα και στο σώμα τους λάσπη. Έγιναν όμοια με στοιχειά. Πήραν μαζί τους τρία σακιά. Στο ένα είχαν βάλλει κουνάβια, στο άλλο γυμνοσάλιαγκα και στο τρίτο βδέλλες. Πήγανε στον κήπο της κακιάς γριάς. Μόλις αυτή ξεμύτισε, για να ταΐσει το σκύλο της, τα παιδιά την άρπαξαν. Την έδεσαν στη μουριά. Της έκλεισαν το στόμα με πανιά. Την τρύπαγαν με καλάμια. Αμολήσανε πάνω της τα κουνάβια, τα γυμνοσάλιαγκα και τις βδέλλες. Ύστερα τα παιδιά-στοιχειά στήσανε χορό γύρω από το δέντρο.
Της φώναζαν: «Να γίνεις καλή. Να μην κακομελετάς, ούτε να καταριέσαι. Παιδί μην ξανά δείρεις με το ραβδί σου. Αν δεν κάνεις όσα τώρα μελετάμε, θα σε κρεμάσουμε ανάποδα από το δεντρί. Με τα νύχια μας θα σε τσιμπάμε. Θα σε γδάρουμε, θα σε μαγειρέψουμε και θα σε φάμε». Η κακιά γριά άρχισε να τρέμει από το φόβο της. Δεν είχε ξαναδεί τέτοια ζούδια. Πίστεψε όλα αυτά που της είπαν. Τότε υποσχέθηκε: «Θα κάνω ό,τι προστάξετε, αρκεί να με αφήσετε να ζήσω». Στο τέλος τα στοιχειά την έλυσαν και χάθηκαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Από εκείνη την ημέρα η γριά σταμάτησε να κάνει κακίες. Το πάθημα της έγινε μάθημα. Άλλαξε τρόπους. Έγινε γλυκομίλητη, καλότροπη και καλόγνωμη. Οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους, μα ούτε και στα αφτιά τους. Όποιος έβλεπε τη γριά δεν την αναγνώριζε. «Πως άλλαξε έτσι αυτή;» έλεγαν με το νου τους. Μα τα παιδιά του χωριού ήξεραν που οφειλόταν αυτή η αλλαγή. Το κράτησαν μυστικό από τους μεγάλους. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου