
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παλικάρι, ο Στέλιος. Ζούσε με τη μάνα του σε ένα χωριό της Ζακύνθου. Ήθελε να πάει να προσκυνήσει την εικόνα της Παναγίας της Θαλασσομαχούσας στη Μονή Στροφάδων[1].
Μια μέρα ο Στέλιος λέει στη μάνα του: «Θα πάρω τη βάρκα και θα πάω στα Στροφάδια[2]». «Γιατί, γιε μου;» «Θέλω να προσκυνήσω την εικόνα της Παναγίας της Θαλασσομαχούσας. Η βάβω μου ιστορούσε για αυτήν». «Να πας, γιε μου!».
Έτσι ο Στέλιος κατέβηκε στο γιαλό να ετοιμάσει τη βάρκα του. Συνάντησε ένα γέρο ψαρά, τον Λάμπη. Τόνε ρώτησε: «Γέροντα, έχεις πάει στα Στροφάδια;» «Έχω πάει, παιδί μου, στη Σταμφάνη και στην Άρπυια. Στη Σταμφάνη πήγα στο Καστρομονάστηρο. Το λένε έτσι γιατί το τείχος του φτάνει τα εικοσιπέντε μέτρα. Είναι παλαιό, Βυζαντινό. Χτίστηκε[3] από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Ά Λάσκαρη, ύστερα από επιθυμία της κόρης του Ειρήνης[4]. Η αρχοντοπούλα χάρη σε αυτά τα νησάκια σώθηκε μετά από ένα ναυάγιο. Αν δεις τις καμπάνες της Μονής, θα θαυμάσεις. Έχουν πάνω ανάγλυφες εικόνες από την Παναγία και σκηνές της μοναστικής ζωής[5]. Πηγαίνω στο νησί για να αφήσω προμήθειες στον μοναχό, όποτε κάνει καιρό. Ειδικά το χειμώνα η πρόσβαση είναι δύσκολη».
«Είναι εύκολο να φτάσω εκεί με τη βάρκα, γέροντα; «Τα πιο επικίνδυνα νερά, Στέλιο, βρίσκονται ανάμεσα στη Σταμφάνη, το μεγάλο νησί και στην Άρπυια, το μικρό. Είναι νερά αβαθή με σκοπέλους και υφάλους. Τα άλλα νερά ολόγυρα είναι άξενα και με μεγάλο βάθος».
«Γέροντα, θέλω να προσκυνήσω την εικόνα της Παναγίας της Θαλασσομαχούσας’’. Θα βρω κανέναν στο Καστρομονάστηρο; Ο ψαράς είπε: «Θα βρεις, παιδί μου, τον τελευταίο μοναχό, τον πατέρα Γρηγόριο. Θα σε δεχτεί με αγάπη. Θα σου δείξει τις ομορφιές της Σταμφάνης. Αφού διάλεξες να πας Απρίλη μήνα, θα δεις και τα πουλιά, που φτάνουν εκεί από την Αφρική, από τις σαβάνες της Σαχάρας και την Κένυα. Είναι μικρά πουλιά, αρπακτικά. Πολλά από αυτά δεν αντέχουν το μακρινό ταξίδι και πεθαίνουν από εξάντληση. Έχω δει κάμποσα ψόφια γύρω από τις ακτές του νησιού. Την άνοιξη καταφθάνουν και πουλιά της πατρίδας μας, οι συκοφάγοι, οι μελισσοφάγοι, οι τσαλαπετεινοί, οι κεφαλάδες, οι καστανολαίμηδες, οι μυγοχάφτηδες, τα σταβλοχελίδονα, τα οχθοχελίδονα, τα σπιτοχελίδονα, οι τσιροβάκοι, οι χουλιαρομύτες, οι κούκοι, τα αρπακτικά, οι τριλιστίδες και οι ποταμίδες. Στα μέσα του Απριλίου αρχίζει το μεγάλο πέρασμα των τρυγονιών. Στα νησάκια φωλιάζουν τα Αρτίνια - οι μύχοι και οι αρτέμηδες - για αυτό τα αποκαλούν Αρτινονήσια[6]. Αν είσαι τυχερός μπορεί στην πορεία σου με τη βάρκα να δεις φώκιες και δελφίνια[7]». «Σε ευχαριστώ, γέροντα!» «Με το καλό να πας, Στέλιο! Να πεις χαιρετίσματά στον μοναχό Γρηγόριο, Είναι φίλος μου από χρόνια».
Ο Στέλιος μπήκε στη βάρκα του κι έβαλε πλώρη για τη Σταμφάνη. Ο καιρός ήταν καλός και η θάλασσα γαλήνια. Σαν έφτασε κοντά στο νησί, βρήκε μέρος απάνεμο και πρόσδεσε. Έριξε άγκυρα. Βγήκε στο νησί και προχώρησε προς το Καστρομονάστηρο. Ήξερε από τη βάβω του πως ήταν αφιερωμένο στη «Μεταμόρφωση του Σωτήρα».
Σαν έφτασε στην πύλη του μοναστηριού, χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξε ο πατέρας Γρηγόριος. Είπε: «Καλώς τόνε! Ζακυνθινός είσαι; Πέρασε μέσα, παιδί μου».
Ο Στέλιος μπήκε στη Μονή. Ο μοναχός τον ρώτησε: «Ήρθες να δεις τον τάφο του Αγίου Διονυσίου;» «Πατέρα Γρηγόριε, ήρθα για να προσκυνήσω την εικόνα της Παναγίας της Θαλασσομαχούσας». «Που ξέρεις, για αυτήν την εικόνα, παιδί μου;» «Από τη βάβω μου. Μου είχε πει ότι έφτασε εδώ από την Κωνσταντινούπολη τα χρόνια της εικονομαχίας». Ο μοναχός είπε: «Ναι, οι χριστιανοί της Πόλης την έριξαν στη θάλασσα, για να σωθεί. Αφού πάλεψε με τα κύματα, βρέθηκε στη μονή μας, χωρίς να καταστραφεί. Για αυτό οι μοναχοί που ζούσαν τότε εδώ, την ονόμασαν ‘‘Θαλασσομαχούσα’’». «Πάμε, πατέρα Γρηγόριε να την δω;» «Πάμε, παιδί μου. Θα σε ξεναγήσω στη μονή. Μετά, θα σου δείξω και τη φύση ολόγυρα. Ευτυχώς, το Καστρομονάστηρο στέκει ακόμα, παρά τους σεισμούς». «Υπάρχει φόβος να γκρεμιστεί η μονή από σεισμό, πατέρα Γρηγόριε;» «Αν δεν στερεωθεί ο Πύργος πιο μόνιμα, γιε μου, στον πρώτο σεισμό θα πέσει. Κι αν πέσει, κανένας δεν μπορεί να χτίσει τέτοιον τώρα».
Ο Στέλιος, με συνοδό τον μοναχό, προσκύνησε τη «Δέσποινα τη Θαλασσομαχούσα». Είπε: «Η Παναγία ξεχειλίζει από αγάπη για τον Κύριό μας. Τι όμορφη εικόνα!». «Πάμε τνα δεις και το νησί, παιδί μου». «Είδα ένα φάρο, καθώς ερχόμουν με τη βάρκα. Δεν έχει φαροφύλακα;» «Γιε μου, πέντε φαροφύλακες πέρασαν από το νησί πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Έμεναν στο σπιτάκι κοντά στο φάρο. Άλλαζαν βάρδια κάθε δεκαπέντε μέρες. Ονόμασαν το φάρο, το ‘‘παγκάκι της απελπισίας’’, γιατί κοίταζαν προς τη Ζάκυνθο, πότε θα έρθει κάποιος να τους αλλάξει. Επειδή αργούσε η αλλαγή βάρδιας, τον ονόμασαν έτσι[8]. Τώρα ο φάρος λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια. Θα σου δείξω τον ταρσανά και το κιόσκι για τις βάρκες». «Πατέρα Γρηγόριε, έχεις χαιρετίσματα από το Λάμπη το βαρκάρη». «Να έχει την ευλογία του Κυρίου! Είναι ο μόνος άνθρωπος που βλέπω το χειμώνα. Φέρνει λάδι και πετρέλαιο για τις λάμπες».
«Πότε ήρθες εδώ, πατέρα Γρηγόριε;» «Ήρθα εδώ πριν από πολλά χρόνια. Δεν είχε σκεφτεί τότε να μονάσω. Αυτό έγινε μετά. Ήθελα τότε να βοηθήσω, μήπως αναστηλωθεί ο πύργος. Είναι υποχρέωσή μας να τον κρατάμε όρθιο. Είναι προπύργιο της Ορθοδοξίας μας. Η μονή με την ιστορία που έχει, θα έπρεπε να το προστατεύει το ελληνικό κράτος».
«Πως περνάς εδώ;» «Περνάω, παιδί μου, με προσευχές, πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Καθαρίζω το μοναστήρι. Ασχολούμαι με αγροτικές δουλειές. Το νησί είναι ευλογημένο. Έχει δεχτεί το άγγιγμα του Θεού. Σκαλίζω, οργώνω, θερίζω με τα χέρια. Σέβομαι τη φύση και δουλεύω. Δε μου λείπει τίποτα. Στο μικρό κήπο έχω λεμονιές, πορτοκαλιές, αμυγδαλιές, συκιές και μουριές. Φροντίζω και τα πρόβατά μου. Φτιάχνω γάλα και τυρί». «Νερό, που βρίσκεις πάτερ, για να ποτίσεις τα δέντρα και τα κηπευτικά;» «Το νερό δε λείπει από τη Σταμφάνη. Δεκαοχτώ πηγάδια έχει το νησί. Τρία πηγάδια έχει η Άρπυια. Έχουν κρυστάλλινο, πόσιμο νερό. Μερικοί λένε ότι το νερό έρχεται από τις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου»[9].
«Από βλάστηση, τι υπάρχει εδώ, πατέρα Γρηγόριε;» «Από δέντρα, γιε μου, υπάρχουν κέδροι και μυρτιές. Τα λιβάδια των νησιών, είναι γεμάτα κίτρινες μαργαρίτες, ροδί γλαδιόλες, σπάνιες ορχιδέες του Ιονίου, ίριδες και παπαρούνες». «Να με συγχωρείς, πάτερ, που ρωτάω, αλλά πες μου, το νησί τούτο είχε ποτέ ζωή;» «Παιδί μου, τα μεσαιωνικά χρόνια η Σταμφάνη είχε ζωή από τους καλογέρους, που έμεναν εδώ. Σαράντα με πενήντα ψυχές αγωνίζονταν σε τούτα τα χώματα. Δούλευαν στα χωράφια με σπαρτά, κουμαντάριζαν τα άλογα στο ζωοκίνητο μύλο κι έψηναν δεκάδες ψωμιά στους τρεις φούρνους του μοναστηριού. Είχαν πρόβατα, γίδια, και κότες».
«Οι άνθρωποι δε σου λείπουν, πάτερ;» «Κάποτε μου έλειπαν. Μα τώρα σκοπός της ζωής μου είναι η αφοσίωση στο Θεό[10]». «Πάτερ, αυτό είναι το νόημα της ζωής. Σε ευχαριστώ! Πρέπει να γυρίσω στη Ζάκυνθο πριν βραδιάσει, αλλά θα ξανάρθω. «Να πας στην ευχή της Παναγίας! Όποτε θες, να έρθεις πάλι. Θα σε περιμένω».
Έτσι ο Στέλιος μπήκε στη βάρκα και ξεκίνησε για τη Ζάκυνθο. Καθώς έπλεε πλάι στη Σταμφάνη, είδε δύο σταχτοδέλφινα[11]. Ακολουθούσαν τη βάρκα και έκαναν πήδους στον αέρα.
Από τότε ο Στέλιος πήγαινε συχνά στο Καστρομονάστηρο και στον πατέρα Γρηγόριο. Έμαθε από κείνον για τη ζωή του προστάτη της Ζακύνθου, του Αγίου Διονυσίου[12], και για τον εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε, που είχε μονάσει στα Στροφάδια, πριν ανέβει στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης». Ο Στέλιος επισκέφτηκε και την Άρπυια, το πανέμορφο μικρό Στροφάδι. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1]Πηγή πληροφόρησης: διαδίκτυο matrix24.gr - Σύμφωνα με την μυθολογία, η ονομασία των Στροφάδων, οφείλεται στη "στροφή" των Βορεάδων, φτερωτών γιων του Βορέα που καταδίωξαν ως εδώ τα μυθικά τέρατα, δεν μπόρεσαν να τα αντιμετωπίσουν και πήραν το δρόμο της επιστροφής για να συναντήσουν τους υπόλοιπους Αργοναύτες.
[2]Πηγή: διαδίκτυο maxmag.gr: Ο μύθος του ονόματος - Κατά τους αρχαίους χρόνους, τα Στροφάδια αποκαλούνταν «Πλωταί», λόγω του σχήματος και του χαμηλού υψομέτρου τους. Με το πέρασμα του χρόνου επικράτησε το όνομα Στροφάδες ή Στροφάδια. Το όνομα αυτό προκύπτει από τη μυθολογία και σχετίζεται με την Αργοναυτική Εκστρατεία. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, οι Άρπυιες - φτερωτά τέρατα με σώμα πουλιού και κεφάλι γυναίκας - παρενοχλούσαν διαρκώς τον σοφό γέροντα και τυφλό μάντη Φινέα αφήνοντάς τον νηστικό. Ο Φινέας, σε αντάλλαγμα με το μυστικό που αποκάλυψε στον Ιάσονα, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διέλθει ανέγγιχτη η Αργώ από τις Συμπληγάδες Πέτρες, του ζήτησε να τον απαλλάξει από τις Άρπυιες. Τότε, ο Ιάσονας έστειλε τους φτερωτούς γιους του θεού Βορέα και της Ωρειθυίας (το όνομά της σημαίνει «αυτή που τρέχει σαν τρελή στο βουνό»), Ζήτη και Κάλαϊ, να τις καταδιώξουν σε στεριά και θάλασσα. Η καταδίωξη τους οδήγησε πάνω από τα συγκεκριμένα νησιά όπου τόσο οι θεοί -άνεμοι όσο και οι Άρπυιες έστριψαν απότομα και κατευθύνθηκαν προς τους Αργοναύτες. Η «στροφή» αυτή συνέβη καθώς η Ίριδα, η πτερωτή αγγελιοφόρος του Δία, συγκράτησε τους δύο αδερφούς δίνοντας όρκο ότι οι Άρπυιες δε θα ενοχλούσαν ξανά το Φινέα. Έκτοτε τα νησιά αποκαλούνται ως «Στροφάδες».
[3] Πηγή: διαδίκτυο Βικιπαίδεια - Το 1241.
[4] Πηγή: διαδίκτυο archaiologia.gr
[5] Πηγή: διαδίκτυο Βικιπαίδεια
[6] Πηγή: διαδίκτυο greenapple.gr
[7] Πηγή: διαδίκτυο gozakynthos. gr
[8] Πηγή: διαδίκτυο mixanitouxronou.gr
[9] Πηγή: διαδίκτυο greenapple.gr
[10] Πηγές «Χώρα Του Αχώρητου» - Διαδίκτυο
[11]Πηγή maxmag.gr: Στην περιοχή υπάρχουν μεσογειακές φώκιες (Μonachus monachus), θαλάσσιες χελώνες (Caretta caretta),δελφίνια, σταχτοδέλφινα, ρινοδέλφινα, και φυσητήρες.
[12] Πηγή: διαδίκτυο: monastiria.gr: Το 1568 σε κάποια εκκλησία της Ζακύνθου, ο Ζακυνθινός Κόντες Δραγανίγος Σιγούρος, γίνεται μοναχός της Ιεράς Μονής Στροφάδων με το όνομα Δανιήλ (Διονύσιος ονομάστηκε, όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος). Γίνεται Ηγούμενος της Μονής το 1570. Τάφηκε στην Ιερά Μονή Στροφάδων στις 17 Δεκεμβρίου 1622. / Ύστερα από λίγα χρόνια έγινε η ανακομιδή του λειψάνου του. Κατά θαυματουργικό τρόπο βρέθηκε άφθαρτο και άθικτο από το χρόνο. Το λείψανο του Αγίου Διονυσίου μένει στα νησιά Στροφάδες μέχρι τις 19 Αυγούστου 1717, που έγινε επίθεση των Τούρκων στο Καστρομονάστηρο. Οι Τούρκοι σκότωσαν και αιχμαλώτισαν τους μοναχούς. Μόνο δύο μοναχοί, που είχαν κρυφτεί στο λόγγο, γλίτωσαν. Πήραν το λείψανο του Αγίου και το έφεραν στη Ζάκυνθο. Από τότε μέχρι σήμερα ο Άγιος παραμένει στο νησί του, προστάτης και πολιούχος του.