
Μια φορά κι έναν καιρό, στα χρόνια της Τουρκιάς, ήταν ο Παναγής. Ζούσε στο χωριό Θύαμος[1] και ήταν αγρότης. Έπασχε από αρρώστια της ψυχής. Ήθελε να γιατρευτεί, μα δεν ήξερε τον τρόπο.
Μια μέρα ο Παναγής πήγε στο σπίτι μιας γριάς του χωριού. Της είπε: «Κυρά Γαλήνη, θέλω κάτι να σε ρωτήσω». Η γριά του είπε: «Πέρασε μέσα, Παναγή».
Ο άντρας μπήκε στο σπίτι και κάθισε πλάι στο παραγώνι. Η γριά του πρόσφερε φασκόμηλο και ρώτησε: «Τι γυρεύεις, γιε μου;» «Κυρούλα, θέλω να μου πεις πως θα γιάνει η ψυχή μου. Μια αρρώστια μου τρώει τα σωθικά. Νιώθω μελαγχολία». «Μήπως έχεις κάνει κανένα κρίμα, Παναγή μου; Για θυμήσου! Γιατί, αν είναι έτσι, μία είναι η γιατρειά». Ο Παναγής είπε: «Κάποτε αδίκησα μια γυναίκα».
Η κυρά Γαλήνη του λέει: «Άκου την ορμήνια μου… Θα πας στη μονή της Παναγίας του Αρέθα. Θα βρεις τον ηγούμενο, θα εξομολογηθείς την πράξη σου. Ό,τι σου πει, θα κάνεις. Σου τρώει τα σωθικά το άδικο που έκανες και πρέπει να φύγει από πάνω σου. Αν μετανόησες για ό,τι έκαμες, ζήτα συγχώρεση από τον Κύριο. Εκείνος, που είναι φιλεύσπλαχνος, θα σε βοηθήσει. Να προσκυνήσεις και τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς.
Από παλιά το μοναστήρι της Παναγίας της Αρεθιώτισσας, ή ‘‘Κυράς του Βάλτου’’ - όπως τη λέει ο λαός - ήταν τόπος όπου κατέφευγαν άνθρωποι με ψυχικές αρρώστιες. Όλοι αυτοί προσεύχονταν στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας για να τους θεραπεύσει και γίνονταν καλά. Στην είσοδο του μοναστηριού της Παναγιάς υπάρχει πέτρινος στύλος με κρίκους, που χρησίμευαν για την ‘‘καθήλωση’’ των ανθρώπων αυτών. Η θεραπεία τους κρατούσε καιρό, ακόμα και μήνα[2]».
Ο Παναγής σάστισε με την ορμήνια της Κυρά Γαλήνης. Ήξερε ότι το μοναστήρι της Παναγίας πανηγύριζε στις 8 Σεπτεμβρίου. Είχε ακούσει ότι πλήθος προσκυνητές πήγαιναν εκεί με τάματα και λαμπάδες. Όταν ήταν παιδί, η βάβω του τον είχε πάει στη μονή. Μα δε θυμόταν πολλά από τότε. Είπε: «Κυρά Γαλήνη, πως να σε ευχαριστήσω για την ορμήνια σου;» «Να έρχεσαι να με βλέπεις, Παναγή μου. Δεν έχω κανέναν. Πότε-πότε μία γειτόνισσα μου κάνει παρέα». Ο Παναγής είπε: «Θα έρχομαι!»
Το άλλο πρωί ο Παναγής σέλωσε το μουλάρι του για να πάει στο μοναστήρι. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε και προχωρούσε μέσα στο δάσος.
Συναντάει έναν αγωγιάτη. Τόνε ρωτάει: «Καλά πάω για τη μονή της Παναγίας της Αρεθιώτισσας;» «Καλά πας, παλικάρι! Η μονή του Αρέθα είναι ξακουστή σε τούτα τα μέρη. Έχει μεγάλη ιστορία».
Ο Παναγής είπε: «Πες μου για την ιστορία της μονής». «Το όνομα του μοναστηριού, παλικάρι μου, προέρχεται από τον Άγιο Αρέθα, που πέρασε από την περιοχή του Βάλτου και έμεινε εκεί καιρό. Η φύση γύρω από τη μονή έχει το άγγιγμα του Θεού[3]. Η μονή ήταν καταφύγιο των αγωνιστών[4] στην επανάσταση του 1821».
Ο Παναγής είπε: «Ώστε ο τόπος είναι ευλογημένος. Να είσαι καλά, άνθρωπέ μου!». Ο αγωγιάτης είπε: «Εσύ να είσαι καλά! Όταν φτάσεις στη μονή, άναψέ μου μια λαμπάδα στη Χάρη της. Να με φυλάει η Παναγία στις στράτες που περπατώ. Είναι δύσκολη η δουλειά μου». Ύστερα, ο αγωγιάτης συνέχισε το δρόμο του και ο Παναγής το δικό του.
Κατά το σούρουπο, έφτασε ο Παναγής έξω από το μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα. Σε λίγο ακούστηκε κάποιος να ξεαμπαρώνει την πόρτα από μέσα. Του άνοιξε ένας μοναχός και ρώτησε: «Επισκέπτης είσαι ή περαστικός;» Ο Παναγής είπε: «Επισκέπτης είμαι! Δεν υπολόγισα το δρόμο και νυχτώθηκα». «Πέρασε μέσα, παιδί μου, να ιδείς τον ηγούμενο. Μακάρι η φιλοξενία μας να σε αναπαύσει».
Ο Παναγής μπήκε μέσα και συνάντησε τον ηγούμενο. Εκείνος του είπε: «Μπορείς να μείνεις σε ένα κελί της μονής. Ετούτη την ώρα οι μοναχοί προσεύχονται στα κελιά τους. Θα φας, θα κοιμηθείς και το πρωί θα μιλήσουμε». Ο Παναγής συμφώνησε. Ύστερα ο μοναχός συνόδευσε τον Παναγή μέχρι την τραπεζαρία. Έπειτα τον πήγε σε κελί της μονής. Καθώς είχε αποκάμει από το δρόμο, έπεσε να κοιμηθεί.
Το άλλο πρωί ο Παναγής ξύπνησε από τον ήχο του σήμαντρου του μοναστηριού. Το έκρουαν οι μοναχοί πριν από τον όρθρο[5]. Σηκώθηκε και βγήκε στον περίβολο της μονής. Πήγε στο εκκλησάκι να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. Όταν τελείωσε η λειτουργία ο Παναγής ζήτησε να δει τον ηγούμενο. Αυτός τόνε δέχτηκε.
Το παλικάρι τον ρώτησε: «Η εικόνα της Παναγίας της Αρεθιώτισσας με γαλήνεψε. Ποια είναι η ιστορία της;» «Θα σου πω τι λέει η παράδοση του τόπου, παιδί μου. Ένας βοσκός βρήκε την εικόνα της Παναγίας στα χρόνια της Τουρκιάς[6]. Εδώ που στέκει η μονή, κάποιο σούρουπο, είδε ο βοσκός, που έβοσκε τα πρόβατά του πιο χαμηλά, ένα γαλάζιο φως. Αυτό άλλοτε δυνάμωνε και άλλοτε τρεμόσβηνε. Ο βοσκός ακολούθησε το φως, ανέβηκε το λόφο και έφτασε μπροστά σε μια μεγάλη κουμαριά[7]. Χαμηλά, από τις ρίζες της έβγαινε το φως. Τα μάτια του βοσκού θόλωσαν…
Όταν συνήλθε, είδε μια παλιά εικόνα της Παναγιάς στις ρίζες της κουμαριάς. Από το πρόσωπό της ξεχυνόταν γαλάζιο άκτιστο φως. Γονάτισε και προσκύνησε. Είπε: ‘‘Δόξα να έχεις Θεέ μου που με αξίωσες να ζήσω τέτοιο θαύμα. Θα φτιάξω εδώ μια μονή της Παναγιάς’’. Ύστερα ο βοσκός σκέφτηκε πως του λείπουν τα λεφτά. Είπε: ‘‘Πως εγώ ο φτωχός ξεστόμισα τέτοιο τάμα; Λεφτά χρειάζονται κι εγώ άνθρωπος του παρά δεν είμαι’’.
Τότε έγινε κάτι θαυμαστό. Τα λεφτά έφτασαν στο βοσκό από άγνωστο άντρα, που οραματίστηκε την Παναγία. Αυτός, ύστερα από εντολή Της, φόρτωσε με χρυσάφι τρία μουλάρια και τα άφησε μόνα τους να προχωρούν. Τα ζωντανά, λες και χέρι αόρατο τα οδηγούσε, πέρασαν από δάση και ποταμιές. Το πρώτο σταμάτησε στο Δρυμονάρι. Εκεί χτίστηκε έπειτα η μονή της Φλωριάδος ‘‘Της Κοίμησης της Παναγίας’’. Το δεύτερο προχώρησε κι έφθασε στο σημερινό μοναστήρι ‘‘Του Αποστόλου Θωμά’’, κοντά στον Εμπεσό. Το τρίτο μουλάρι συνέχισε για δυο μερόνυχτα, δίχως να ξαποστάσει. Πέρασε από βουνά, λαγκάδια και ρεματιές, ώσπου έφτασε δίπλα στην κουμαριά. Οι ώρες περνούσαν και το μουλάρι έστεκε εκεί.
Ο βοσκός άνθρωπο συνοδό δεν είδε. Αποφασίζει να το ξεφορτώσει. Όταν το ξεφόρτωσε, το μουλάρι έφυγε και χάθηκε στο δάσος. Ο βοσκός κοιτάζει το φορτίο. Χρυσά φλουριά ήτανε. Σαν σημάδι της Παναγιάς το πήρε, για να χτίσει το μοναστήρι της. Το χτίσιμο ξεκίνησε γύρω στο 1400».
Ο Παναγής θαύμασε τη διήγηση του ηγούμενου. Ύστερα είπε: «Ήρθα εδώ, γιατί έμαθα ότι η Παναγία η Αρεθιώτισσα γιατρεύει όσους πάσχουν από μελαγχολία. Τι να κάνω για να γίνω καλά;» «Να εξομολογηθείς, παιδί μου! Η γιατρειά της ψυχής ξεκινάει από κει. Ύστερα θα νηστέψεις και θα κοινωνήσεις. Μετά θα ζητήσεις από την Παναγία του Βάλτου να μεσιτεύσει στον Κύριο για σένα». «Γέροντα, θα κάνω όπως με ορμήνεψες».
Έτσι, ο Παναγής ακολούθησε την ορμήνια του ηγούμενου για εξομολόγηση, νηστεία, θεία κοινωνία και προσευχή. Προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας της Αρεθιώτισσας κι άναψε την λαμπάδα για τον αγωγιάτη. Το ίδιο βράδυ ένιωσε ειρήνη στην ψυχή του. Του έφυγε η μελαγχολία. Δε μπορούσε να το εξηγήσει με τη λογική.
Ο ηγούμενος του είπε: «Να εξομολογείσαι τακτικά στον παπά του χωριού σου και να κοινωνάς. Μόνο τότε θα σου περάσει ολότελα η αρρώστια. Θέλει συνεχή αγώνα, για να είναι η ψυχή σου ανάλαφρη. Γιατί οι άνθρωποι, παλικάρι μου, ολοένα αμαρτάνουμε».
Ο Παναγής ευχαρίστησε τον ηγούμενο και τους μοναχούς από καρδιάς. Προχώρησε προς το στάβλο της μονής. Ετοίμασε το μουλάρι του για το ταξίδι του γυρισμού. Ποτέ δεν ξέχασε τις ορμήνιες του ηγούμενου κι έπραξε όσα του είπε. Κάθε χρόνο, στη γιορτή του μοναστηριού, πήγαινε εκεί και προσκυνούσε την Παναγία, την Κυρά του Βάλτου, όπως την έλεγαν οι ντόπιοι. Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Στην Αιτωλοακαρνανία.
[2] Πηγή: διαδίκτυο www.agriniopress.gr
[3] Πηγή: διαδίκτυο www.agriniopress.gr - Η μονή βρίσκεται σε λόφο του Μακρυνόρους, σε δάσος από δρυς και πλατάνια, στην επαρχία Βάλτου. Λέγεται ότι κτίστηκε το 1400. / Η ονομασία της περιοχής «Αρέθα» ίσως προϋπήρχε. Την συναντάμε σε πολλά έγγραφα που σώζονται, στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος και στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. /Ο Μεγαλομάρτυς, Άγιος Αρέθας, έζησε τον 6ο αιώνα. Ήταν προύχοντας σε μία πόλη Ναζράν, σημερινή Νεγράν της Υεμένης. Η πόλη αυτή είχε μεγάλη χριστιανική παράδοση. Υπεύθυνος ήταν ο ενάρετος Αρέθας, αποδεκτός από όλους τους χριστιανούς της περιοχής. Τον γέροντα αυτό, μαζί με άλλους πιστούς, συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες. Τους ζήτησαν να απαρνηθούν το Χριστό. Ο Αρέθας απάντησε: «Στη διάρκεια της ζωής μου διέπραξα πολλά αμαρτήματα. Ο Ιησούς Χριστός με καθάρισε από αυτά δια της θυσίας Του και με την πίστη μου προς Αυτόν. Και από άνθρωπο απώλειας με έκανε κληρονόμο του ανέσπερου φωτός και της αιώνιας ζωής. Τώρα μου προσφέρει και άλλη τιμή. Μου δίνει την ευκαιρία, από τη σάρκα ενός γέροντα, να προβάλει αθλητής, αποδεικνύοντας ότι η ισχύς και η ελευθερία του πνεύματος μπορούν να καταφρονήσουν κάθε άνομη απειλή και βία και να καταισχύνουν τους δυνατούς της γη». / Η απάντηση του Αγίου εξαγρίωσε τους δήμιους. Θανάτωσαν αυτόν και τους άλλους πιστούς με αποκεφαλισμό. Τα τίμια λείψανά τους στεφανώθηκαν με δόξα Θεού. Ο Άγιος Αρέθας ήταν 93 ετών. Εορτάζει στις 24 Οκτωβρίου.
[4]Πηγή: διαδίκτυο www.agriniopress.gr - Στα κελιά του φιλοξενούταν άρρωστοι και τραυματίες πολεμιστές. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ομολογεί ότι οι Βαλτινοί έβγαλαν από το Στρατόπεδο του Βάλτου πολλά άρματα. Εννοούσε το Μοναστήρι της Παναγίας της Ρεθιώτισσας. / Τον Απρίλιο του 1836, ο Κίτσος Τζαβέλας πρωτοστάτησε στα Ρέθα και με τα κανόνια του χτύπησε τους επαναστάτες στην εξέγερση των Ακαρνάνων. Το ίδιο έκανε και ο Θοδωρής Γρίβας. Οι μάχες αυτές σήμαναν την καταστροφή του μοναστηριού. Οι καλόγεροι έφυγαν και πήγαν σε άλλα χωριά της περιοχής. Μαζί με αυτούς είναι και ο ιερομόναχος Άνθιμος που στη συνέχεια έγινε η μεγάλη Μορφή του Μοναστηριού. Με την κατάρρευση του μοναστηριού κάποιοι άρχοντες της περιοχής αναζήτησαν τον Άνθιμο. Τον παρακάλεσαν να επιστρέψει στο Μοναστήρι. Ο Άνθιμος, για να γυρίσει, τους ζήτησε να μετατραπεί το μοναστήρι σε διατηρητέο. Έτσι και έγινε. Ο Ιερομόναχος έρχεται ξανά στο Μοναστήρι. Αρχίζει τον αγώνα της αποκατάστασής του. Με επιστολές προς την Δημαρχία και την Επισκοπή Αιτωλίας και Ακαρνανίας, ζητούσε κάθε είδους βοήθεια. Μετά από λίγα χρόνια η Μονή της Παναγίας άρχισε να λειτουργεί ξανά με τις υπεράνθρωπες θυσίες του Άνθιμου. / Ο Αρχιμανδρίτης Αυγουστίνος Κατσαμπίρης γράφει για τον Άνθιμο. «…Άνθιμος Βρετός Ιερομόναχος, κατήγετο από την Ιθάκη. Κατά την Ελληνική Επανάσταση υπηρέτησεν εις τον στρατόν των Ελλήνων οπλαρχηγών της περιοχής ως Αξιωματικός δια τας ανάγκας των πολεμιστών. Μετά το τέλος του Ιερού Αγώνος επανήλθεν εις την Ιεράν Μονήν Ρέθα, όπου διήλθεν τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του ως Ηγούμενος και εφημέριος της Ιεράς Μονής. / Εκοιμήθη μετά το 1865, εις βαθύ γήρας και ετάφη εκεί, καταλείψας φήμη Αγίου… Ενεφανίζετο οφθαλμοφανώς εις αυτόν η Παναγία, συνωμίλει μαζί του και του έδινε οδηγίες δια το Μοναστήρι… Την 7 Σεπτεμβρίου 1963, εγένετο η ανακομιδή των λειψάνων του και ευωδίαζον, πράγμα το οποίον αποδεικνύει, ότι ο Ιερομόναχος Άνθιμος είναι Άγιος…».
[5] Πηγή διαδίκτυο: «Βικιπαίδεια». Όρθρος ονομάζεται η πρωινή ακολουθία που τελείται πριν από τη Θεία Λειτουργία. Μπορεί να τελεσθεί και ανεξάρτητα κατά τις πρωινές ώρες. Η Εκκλησία το πρωί ξεκινά τη λατρεία της με την ακολουθία του όρθρου, που είναι από τις αρχαιότερες. Η ακολουθία του Όρθρου είναι μία δοξολογία και ευχαριστία στον Χριστό. Είναι μία παράκληση προς τον Κύριο με την ανατολή της καινούργιας ημέρας. Είναι η καλύτερη πνευματική προετοιμασία για τη Θεία Λειτουργία, που θα επακολουθήσει μετά το πέρας της ακολουθίας του Όρθρου. Ο Όρθρος είναι ακολουθία δοξολογίας και ευχαριστίας προς τον Θεό, που αξίωσε τον άνθρωπο να διέλθει τη νύχτα και να δει και πάλι το φως της ημέρας, που είναι τύπος του αληθινού φωτός, του Χριστού.
[6]Πηγή: διαδίκτυο: Romfea.gr - Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Βάλτος υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες εστίες αντίστασης κατά του Οθωμανικού κατακτητή. Εδώ έδρασαν οι κλέφτες και αρματολοί Κατσαντώνης, Σταθάς Ίσκος, πατέρας του Γεωργίου Καραϊσκάκη και πολλοί αγωνιστές.
[7] Πηγή: διαδίκτυο: Romfea.gr