
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γερόντισσα, η Λαμπρινή. Ζούσε στη Σκιάθο με το γέρο της. Η καταγωγή τους ήταν από τα Βουρλά[2] της Μικρασίας. Με την καταστροφή της Σμύρνης γλίτωσαν και έφτασαν στην Ελλάδα, στο Βόλο. Μετά έφυγαν για τη Σκιάθο κι έμειναν εκεί.
Η γερόντισσα Λαμπρινή αγαπούσε το νησί της Σκιάθου, τη φύση και τις εκκλησιές του. Πολλές θαυματουργές εικόνες της Παναγίας βρεθήκαν στον άγιο αυτό τόπο και η γερόντισσα ήξερε την ιστορία της καθεμιάς ξεχωριστά. Μερικά βράδια οι γειτόνισσες της Λαμπρινής έκαναν νυχτέρια[3] στο σπίτι της. Εκείνη, την ώρα της εργασίας, για να ψυχαγωγήσει τις γυναίκες, τους ιστορούσε για βίους αγίων από τη Μικρασία, τους μιλούσε για μοναστήρια και για την εύρεση πολλών αγίων εικόνων στο νησί τους.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, που είχαν μαζευτεί οι γειτόνισσες για γνέσιμο στο φτωχικό της, η Λαμπρινή τους είπε: «Σήμερα θα σας ιστορήσω για την εικόνα της Παναγίας της Κουνίστρας που βρίσκεται στο νησί μας. Ίσως κάποιες από σας να την έχετε ακούσει. Τι λέτε; Να ξεκινήσω;»
Μια γειτόνισσα είπε: «Γνωρίζουμε για την εικόνα της Παναγιάς. Μα εσύ, κυρά Λαμπρινή, διηγείσαι τόσο όμορφα... Κρεμόμαστε όλες από τα χείλη σου!»
Έτσι, ξεκίνησε η γερόντισσα να διηγείται: «Την εικόνα της Παναγίας της Κουνίστρας βρήκε το 1650 με τρόπο θαυμαστό ο ασκητής γέροντας ιερομόναχος Συμεών. Είδε ένα φως μέσα από το δάσος να φωτίζει το ασκητήριό του. Ήθελε να πλησιάσει το φως, μα αυτό χανόταν. Ένιωσε ότι πρόκειται για θαύμα. Μετά από προσευχή και νηστεία κατάφερε να πλησιάσει το μέρος όπου κρεμόταν η εικόνα στα κλαδιά ενός πεύκου. Τότε είδε τη μορφή της Παναγίας της Κουνίστρας. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να κατεβάσει την Εικόνα. Ίσως ήταν θέλημα της Παναγίας να γίνουν και άλλοι μάρτυρες του θαύματος».
Μια γυναίκα ρώτησε: «Τι απόκαμε ο ασκητής τελικά, γερόντισσα;» Η Λαμπρινή αποκρίθηκε: «Έμεινε εκεί όλη νύχτα και προσευχόταν. Το άλλο πρωί έτρεξε στην πόλη της Σκιάθου, στο Κάστρο. Είπε στους ντόπιους για το θαύμα. Τον ακολούθησαν οι προεστοί μαζί με τους παπάδες και τον λαό. Σαν έφτασαν στο δάσος, είδαν την εικόνα επάνω στο δένδρο και δάκρυσαν από χαρά».
«Μας συγκίνησες πάλι κυρά Λαμπρινή», είπε μία γειτονοπούλα. Μια άλλη την μάλωσε: «Μη διακόπτεις, χριστιανή μου. Μπα, σε καλό σου! Κάτσε να ιδούμε τι απόγινε. Συνέχισε, γερόντισσα!»
Η Λαμπρινή συνέχισε: «Ένας νέος παπάς, ο Ιωάννης, κατέβασε την Εικόνα από το δέντρο. Την έβαλε στο ασκητήριο του Γέροντα. Εκεί έχτισαν μετά το μοναστήρι Της που γιορτάζει στα ‘‘Εισόδια της Παναγίας’’. Η εικόνα παρέμεινε στο μοναστήρι μέχρι το 1846. Μετά την πήγαν στην εκκλησιά των Τριών Ιεραρχών. Κάνει θαύματα σε όσους την παρακαλούν με πίστη[4]».
Μια από τις γυναίκες είπε: «Αυτή η εικόνα έχει κάτι το ξεχωριστό. Η Παναγία εικονίζεται χωρίς το Χριστό και μοιάζει με μικρό παιδί». Οι άλλες έγνεψαν ότι συμφωνούν. «Αλήθεια, κυρά Λαμπρινή, γιατί οι Σκιαθίτες ονόμασαν την εικόνα «Εικονίστρια ή Κουνίστρα;»
Η Λαμπρινή αποκρίθηκε: «Θα σας πω τι άκουσα κάποτε από έναν παλιό δάσκαλο από τα Καλύβια. Έλεγε ότι από το θείο φως που έβγαινε από την εικόνα την ονόμασαν ‘‘Εικων Αστρία’’ εικόνα που λάμπει σαν άστρο και μετά ‘‘Εικονίστρια’’. Τη λένε και ‘‘Κουνίστρα’’ ή ‘‘Κουνίστρια’’, ίσως από τα κωνοφόρα δένδρα της περιοχής».
Οι γυναίκες ευχαριστήθηκαν με τη διήγηση της κυρά Λαμπρινής. Η πιο μεγάλη στα χρόνια της είπε: «Να είσαι καλά! Ούτε καταλάβαμε πως πέρασε η ώρα με την ιστόρησή σου. Μακάρι η Παναγία η Κουνίστρα, η πολιούχος μας να προστατεύει πάντα τη Σκιάθο και τους Σκιαθίτες. Ας συνεχίσουμε τώρα το γνέσιμο. Όποια άλλη θέλει μας λέει κάνα παραμύθι ή καμιά ιστόρηση από τον τόπο μας. Άντε, να βγάλουμε όλη τη δουλειά, να τελέψουμε καμιά φορά».
Έτσι κι έγινε. Οι γυναίκες και η κυρά Λαμπρινή συνέχισαν το νυχτέρι τους, όπως κάθε φορά. Και ζήσανε αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1]Το μοναστήρι της Παναγίας της Κουνίστρας ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα. Η Παναγία Εικονίστρια ή Κουνίστρα είναι η πολιούχος της Σκιάθου. Η εικόνα της βρίσκεται στο μητροπολιτικό ναό της Σκιάθου. Κάθε χρόνο στις 21 Νοεμβρίου οργανώνεται μεγάλο πανηγύρι. Κάθε προσκυνητής εντυπωσιάζεται από τις εξαιρετικές αγιογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν το 1741 και το 1805. / Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση η εικόνα της Παναγίας βρέθηκε κρεμασμένη σε ένα πεύκο και κουνιόταν. Από εκεί βγήκε και η ονομασία «Κουνίστρα».
Στην Παναγία την Κουνίστρα (Ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη)
Εις όλην την Χριστιανοσύνη μια είναι μόνη Παναγία αγνή,
κόρη παιδίσκη, Άσμα των Άσμάτων, χωρίς Χριστόν, θείο παιδί, στά χέρια,
και τρεφομένη με αγγέλων άρτον!..
Εσύ' σαι η μόνη Παναγία Κουνίστρα, που εφανερώθης στης Σκιάθου το νησί,
εις δένδρον πεύκου επάνω καθημένη, κ' αιωρουμένη εις τερπνήν αιώραν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν...
Εφανερώθης, κι όλος ο λαός μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία σε παρέπεμψε - κ' εσήκωσεν ωραίον λευκόν ναόν,
που με πιατάκια ελληνικά σου στόλισε!..
Κι όλος ο ήλιος έλαμπεν εις τον ναόν σου, και φως τον πλημμυρούσε μαργαρώδες,
όλα τ' άστέρια εφεγγοβολούσαν, και η σελήνη εχάιδευε γλυκά
τα απλά της εκκλησίας σου καντιλάκια !..
Κ' είδες, η Κόρη, του λαού την πίστιν, είδες και την πτωχείαν κ' ευσπλαχνίσθης,
όπως το πάλαι είχε σπλαχνισθή ο Υιός σου τους προγόνους του ίδιου του λαού,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα...
Κι άρχισες να γιατρεύης τους αρρώστους και να γιατρεύης τους δαιμονισμένους -
που ήρχετο ώρα κ' εις τους τοίχους εχτυπώντο με φοβερόν συγκλονισμόν -
κι άρχισες, θεία, να θαυματουργής!..
Κ' η χάρη σου ξαπλώθηχε ως τα πέρατα του ειρηνικού νησιού της Σκιάθου -
ω Παναγιά μου, κόρη πάναγνη, καλή! ...Κ' ίσως να φτάση κι ως εμένα και
ν' απλώση γαλήνη στην ψυχή μου, την αμαρτωλή...
[2] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Τα Βουρλά είναι πόλη της επαρχίας της Σμύρνης στην Τουρκία. Βρίσκονται στης χερσόνησο της Ερυθραίας. Ήταν σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, όπως αποδεικνύεται από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις από την εποχή του Χαλκού. Ήταν αρχικά η περιοχή της Ιωνικής πόλης των Κλαζομενών και ίσως το αρχαιότερο λιμάνι στον κόσμο. / Τα Βουρλά είναι συνδεδεμένα με δύο σημαντικά πρόσωπα των γραμμάτων. Είναι ο τόπος γέννησης του Έλληνα ποιητή Γιώργου Σεφέρη και η πόλη όπου μεγάλωσε ο Τούρκος μυθιστοριογράφος Necati Cumalı (γεννήθηκε στη Φλώρινα και εγκαταστάθηκε στην Τουρκία στα πλαίσια της ανταλλαγής του 1923 των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών). Στα Βουρλά γεννήθηκαν ο νεομάρτυρας Μιχαήλ ο Βουρλιώτης (μαρτύρησε στις 16 Απριλίου του 1772) και η Φιλιώ Χαϊδεμένου, που αφιέρωσε τη ζωή της στην διατήρηση της πολιτισμικής παράδοσης των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: nathkapsid.blogspot.com - Εργασία που γίνεται σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της νύχτας. // Τα νυχτέρια ήταν ένα είδος διασκέδασης, κυρίως των γυναικών. Οι γυναίκες με αφορμή το γνέσιμο του μαλλιού, το καθάρισμα φασολιών, των καλαμποκιών, μαζεύονταν στα σπίτια, όπου πολλές φορές, λόγω του προχωρημένου της ώρας, και κοιμόντουσαν. Εκεί ενώ δούλευαν, περνούσε ο λόγος από σπίτι σε σπίτι και δεν έμεινε τίποτε μυστικό. Στήνονται οι βάσεις για κάποιο προξενιό, καθώς αξιοποιούνται οι πληροφορίες που συλλέγονται. / Ενώ προχωρούσε η νύχτα, τα αδράχτια δεν σταματούσαν να περιδινούνται μαζί με τα σφοντύλια, οι ρόκες να στολίζονται με το μαλλί που μετατρέπονταν σε κλωστή κατάλληλη για ύφανση στον αργαλειό. Τα υφάσματα που θα προέκυπταν, έργα απαράμιλλης λαϊκής τέχνης, ήταν χρήσιμα για την οικογένεια, κατάλληλα και ωφέλιμα για ένδυση, αλλά και για την προίκα των θυγατέρων που θα παντρεύονταν. // Το νυχτέρι θα έκλεινε είτε με ένα λουκούμι ως γλύκισμα είτε με το σουσαμένιο χαλβά (είδος παστελιού) που θα έκαμνε η οικοδέσποινα εκείνη τη στιγμή.(Εύκολη η παρασκευή του. Το τηγάνι στην αναμμένη σόμπα, μια χούφτα ζάχαρη που έλιωνε αμέσως και άλλο τόσο σουσάμι που υπήρχε πάντα στα σπίτια από δική τους παραγωγή, και το παστέλι ήταν έτοιμο. Απλά πράγματα από απλούς ανθρώπους.) // Άλλοτε πάλι μαζεύονταν οι νεαρές κοπέλες με τα κεντήματά τους. Έριχναν με περισσή χάρη τις βελονιές και κεντούσαν τα αριστουργήματα της λαϊκής τέχνης. Αυτά θα αποτελούσαν την προίκα τους και θα εκθέτονταν στο γάμο τους. Τι άραγε να απασχολούσε τα κορίτσια στις συζητήσεις τους; Τι άλλο παρά το πώς θα αποκατασταθούν όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ποια θα παντρεύονταν σε λίγο και ποιον θα έπαιρνε. Ο ένας έτσι, ο άλλος αλλιώς. // Οι συνάξεις αυτές δεν έμεναν μυστικές από τα παλικάρια. Ήξεραν που ήταν μαζεμένες οι κοπελιές, και από το καφενείο μια ομάδα, που έκρυβε ερωτικά αισθήματα και θα ήθελε να τα γνωστοποιήσει στα κορίτσια και να προκαλέσει την προσοχή τους, έκανε την εμφάνισή της στη γειτονιά. Τραγούδια που μαθαίνονταν εξ ακοής, άρχιζαν να ακούγονται. Κάποια μειδιάματα των κοριτσιών δήλωναν ότι ο καλός τους είναι κάπου έξω. Και εδώ το νυχτέρι έκλεινε με κάποιο γλύκισμα. // Το καθάρισμα των καλαμποκιών ήταν μια διαδικασία που δεν μπορούσε να γίνει μόνο από τα άτομα της οικογένειας. Συγγενείς, φίλοι, και γείτονες συνεργάζονται. Γύρω από τη στοίβα των καλαμποκιών αραδιάζονται όλοι οι συμμετέχοντες, γυναίκες αλλά και άνδρες. Αρκετοί σε αριθμό ώστε να τελειώσουν σε μια νύχτα τη δουλειά. Ο Σεπτέμβρης είναι η εποχή, που ωριμάζουν τα καλαμπόκια και οι νύχτες αρχίζουν να δροσίζουν. Το φως του φεγγαριού φωτίζει το χώρο καθώς δεν υπάρχει ρεύμα στο χωριό. // Τα κορίτσια στοιχίζονται σε μια πλευρά, και παρότι φορούν τις μαντίλες τους, λόγω της σκόνης και των χνουδιών των καλαμποκιών, δεν αργούν να εντοπισθούν από τα αγόρια, που δε θα μπορούσαν να λείψουν. Κάποια από αυτά ανεβαίνουν στην κορυφή της στοίβας, με το πρόσχημα να βοηθήσουν στην προώθηση των καλαμποκιών και έτσι να πλησιάσουν προς τα κορίτσια. Κάποτε τους πετάνε και καλαμπόκια στο κεφάλι που προκαλούν σχετικό πόνο αγάπης, προς βαθιά ικανοποίηση της αποδέκτριας! // Το Λουκούμι είναι η κατακλείδα και η αμοιβή για τον κόπο. // Την ίδια βραδιά μπορεί να υπήρχαν στο χωριό περισσότερα τέτοια νυχτέρια. // Κανένα νυχτέρι δεν γίνονταν έτσι για να χαζολογάνε. Πάντα υπήρχε κάποιος λόγος. Άλλο είναι να γνέθει επί δέκα μέρες μόνη της μια γυναίκα και άλλο να το κάνουν αυτό δέκα μαζί. Άλλωστε η συζήτηση, όπου η κάθε μια έβγαζε τα εσώψυχά της, λειτουργούσε και ως ψυχοθεραπεία.
[4] Εορτάζει δυο φορές το χρόνο. Στις 21 Νοεμβρίου μεταφέρεται με πομπή από την πόλη στον τόπο της Ευρέσεως, στο Μοναστήρι. Η εικόνα μεταφέρεται από χέρι σε χέρι. Πλήθος κόσμου συνοδεύει την εικόνα με τα πόδια. Η διαδρομή διαρκεί κάπου 3 ώρες. Εκεί τελείται Αγρυπνία. Τις πρώτες πρωινές ώρες η Εικόνα επιστρέφει με τα πόδια ξανά στην πόλη. Μετά τη Θεία Λειτουργία στους δύο ενοριακούς Ναούς τελείται Λιτανεία στην πόλη της Σκιάθου. Την μνήμη της Ευρέσεως πανηγυρίζει η Σκιάθος το πρώτο σαββατοκύριακο μετά την 1η Ιουλίου. Την γιορτή αυτή καθιέρωσαν ο παπα-Γιώργης Ρήγας, Λαογράφος και Δάσκαλος, μαζί με τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, που συνέγραψε την Ακολουθία της.