Ο Νικηφόρος στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου (Μυτιλήνη)

Το παραμυθοδιήγημα της εβδομάδας στον «Λακωνικό Τύπο»

Παρασκευή, 04 Νοέμβριος 2022 12:41 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Ο Νικηφόρος στον Ταξιάρχη του Μανταμάδου (Μυτιλήνη)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παλικάρι, ο Νικηφόρος. Ζούσε στη Χίο κι είχε χωράφια με μαστιχόδεντρα.  Ήθελε να πάει στη Μυτιλήνη στο μοναστήρι του ‘‘Ταξιάρχη του Μανταμάδου’’. Είχε ακούσει ότι η εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ, που βρισκόταν εκεί, είχε φτιαχτεί με τρόπο θαυμαστό.  Επιθυμούσε να μάθει την ιστορία της και να την δει από κοντά.

Μια μέρα ο Νικηφόρος πήγε στο σπίτι μια γριάς γειτόνισσας, για να της πάει μαστίχα. Η γριά τον δέχτηκε και τον φίλεψε γλυκό του κουταλιού. Ο Νικηφόρος της έδωσε το σακουλάκι με τη μαστίχα. Ύστερα τη ρώτησε: «Κυρά Μαρία, τι ξέρεις για το μοναστήρι του Μανταμάδου και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ;» Η γριά του λέει: «Θέλεις να πας;» «Ναι, κυρά!» αποκρίθηκε εκείνος.

Τότε η κυρά Μαρία άρχισε να του ιστορεί: «Γύρω στο 10ο αιώνα, οι Σαρακηνοί πειρατές ρήμαζαν τα νησιά του Αιγαίου. Λήστευαν, έκαιγαν, κι άρπαζαν ανθρώπους, για τους πουλήσουν σα σκλάβους στα παζάρια της Ανατολής. Πολλές φορές ήρθαν στη Χίο για την ξακουστή μαστίχα μας. Κάποτε έβαλαν στο μάτι και τη Μυτιλήνη[1]. Ήξεραν ότι το μοναστήρι στο Μανταμάδο ήταν σαν κάστρο με τείχη και πύργο. Θέλησαν να το πατήσουν, γιατί πίστευαν ότι θα βρουν εκεί θησαυρούς.

Ο αρχικουρσάρος ήταν ένας μελαψός άντρας, γεροδεμένος και δυνατός. Τον έλεγαν Σιρχάν. Μια μέρα κάλεσε τους δικούς του και είπε: «Θα μπούμε στο μοναστήρι του Μανταμάδου. Από τους θησαυρούς, εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, που λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τα άλλα σας τα χαρίζω. Όποιος λιποτακτήσει θα τον κρεμάσω από τα άρμενα. Αν δεν πάρουμε το μοναστήρι, θα σας αφήσω στο νησί και θα σαλπάρω. Το ακούσατε; Θα αράξουμε στο παλιό μας λημέρι. Όταν σκοτεινιάσει, θα ξεκινήσουμε για να τους ριχτούμε τα χαράματα, που δεν θα μας περιμένουν[2]».

Έτσι, έβαλαν πλώρη για τη Μυτιλήνη. Έφτασαν εκεί μεσάνυχτα. Βγήκαν στη στεριά. Κρύφτηκαν στα δέντρα γύρω από το μοναστήρι. Περίμεναν να βρουν την ευκαιρία, για να μπουν στη Μονή. Όταν χτύπησε το σήμαντρο για τον Όρθρο, οι μοναχοί[3] κατέβηκαν από τα κελιά τους και μπήκαν στην εκκλησιά.

Τότε ο Σιρχάν έδωσε διαταγή στο πρωτοπαλίκαρό του: ‘‘Ρίξε το γάντζο, σκαρφάλωσε στα τείχη και έμπα στο μοναστήρι. Άνοιξε την καστρόπορτα’’. Έτσι κι έκανε  εκείνος. Έριξε το γάντζο, πήδηξε στην αυλή του μοναστηριού και ξεαμπάρωσε την καστρόπορτα. Οι κουρσάροι όρμησαν στην είσοδο του μοναστηριού και τράβηξαν με κραυγές για την εκκλησιά.

Οι μοναχοί σάστισαν. Δεν περίμεναν τέτοια επίθεση. Οι κουρσάροι μπήκαν στην εκκλησιά. Έγινε μεγάλη σφαγή… Νομίζω ότι ένας μοναχός μόνο σώθηκε με θαύμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Το όνομά του ήταν Γαβριήλ. Παρακάτω δε θυμάμαι… Αν πας στο μοναστήρι, θα σου πουν τι απέγινε εκείνος». Ο Νικηφόρος είπε: «Σε ευχαριστώ, κυρούλα! Θα πάω αύριο στο Μανταμάδο. Τι θέλεις να σου φέρω;» Η γριά είπε: «Θέλω να μου φέρεις λιβάνι». Το παλικάρι είπε: «Θα γίνει!» κι έφυγε.

Την άλλη μέρα ο Νικηφόρος μπαρκάρισε στο καράβι που ταξίδευε για Μυτιλήνη. Ο καπετάνιος έβαλε πλώρη για μια παραλία κοντά στον Άγιο Στέφανο. Άφησε εκεί, όσους ήθελαν να πάνε στη μονή του Ταξιάρχη.

Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε ο Νικηφόρος, συναντάει ένα γέρο που τραβούσε δύο μουλάρια. Τόνε ρωτάει: «Είναι μακριά το μοναστήρι του Ταξιάρχη Μιχαήλ;» Ο γέρος αποκρίθηκε: «Με τα πόδια είναι πολύς δρόμος. Αν θες, σάλτα στο ένα μουλάρι να σε πάω. Ό,τι θες μου δίνεις για τον κόπο μου». Έτσι κι έγινε. Σαν προχώρησαν κάμποσο, ο Νικηφόρος είπε: «Γέροντα, πες μου για το θαύμα με τον μοναχό Γαβριήλ. Πως σώθηκε από τους κουρσάρους;»

Ο γέρος του λέει: «Σώθηκε, γιατί, όταν οι κουρσάροι μπήκαν στην εκκλησιά, εκείνος ήταν μέσα στο ιερό. Σκαρφάλωσε τότε με γρηγοράδα στη στέγη της εκκλησιάς. Οι κουρσάροι τον πήραν καταπόδι. Αλλά, μόλις πάτησαν τα ποδάρια τους στη σκεπή του μοναστηριού, έγινε κάτι θαυμαστό… Η σκεπή έγινε σα φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στα κύματα φάνηκε ένας αγριωπός Στρατιώτης, με σπάθα που έβγαζε φωτιές. Όρμησε καταπάνω τους. Εκείνοι παράτησαν τα κλοπιμαία κι όπου φύγει - φύγει».

Ο Άγγελος ρώτησε: «Οι ντόπιοι δεν πήραν χαμπάρι τι έγινε στο μοναστήρι;» Το γεροντάκι είπε: «Ενώ στο μοναστήρι γίνονταν αυτά, ένα τσοπανόπουλο, που αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε τα κουρσάρικα καράβια. Πήδηξε στο άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να πει στους μοναχούς να φυλαχθούν. Όταν μπήκε στην εκκλησιά του μοναστηριού, είδε τους μοναχούς σφαγμένους και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην αγία Τράπεζα![4] Δεν είδε τον Γαβριήλ, γιατί δεν είχε κατέβει από τη σκεπή. Είχε ταραχτεί από το θαύμα του Αρχάγγελου και βρισκόταν εκεί λιπόθυμος.

Το τσοπανόπουλο, έτρεξε να βρει τον άρχοντα Αλέξη της περιοχής του Στένακα, για να του πει τι έγινε. Σαν άκουσε ο Αλέξης τα μαντάτα, ξεκίνησε για το μοναστήρι με πενήντα καβαλάρηδες, για να καταδιώξει τους κουρσάρους. Σαν έφτασε στη Μονή, ακολούθησε τα χνάρια των κουρσάρων, που οδηγούσαν σε ένα πλάτωμα. Τότε ο Αλέξης έδωσε διαταγή: ‘‘Ετοιμαστείτε για επίθεση...’’ Σαν προχώρησαν οι καβαλαραίοι, είδαν τους κουρσάρους νεκρούς ένα γύρω στο πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε από το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά τους,  άνοιγε τα κορμιά τους στα δύο. Ή μαχαιριά ήταν ή ίδια σε όλα τα άψυχα κορμιά. Κανείς από τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ‘‘ποιος το έκανε;’’. Ήξεραν... ‘‘Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, αρχάγγελε Μιχαήλ!’’ είπαν και έκαναν το σταυρό τους[5]. Ο Αλέξης δεν βρήκε το κορμί του Σιρχάν ανάμεσα στα άλλα, όσο κι αν το γύρεψε. Τότε είπε: ‘‘Ο Σιρχάν το έσκασε. Δε θα ησυχάσουμε από αυτόν’’. Ύστερα έφυγαν, για να γυρίσουν στο Στένακα».

Ο Νικηφόρος ξαναρώτησε το γεροντάκι: «Κι ο μοναχός Γαβριήλ, τι απέγινε;» Ο γέρος αποκρίθηκε: «Όταν συνήλθε ο Γαβριήλ, κατέβηκε από τη σκεπή και μπήκε στην εκκλησιά. Οι δεκαεφτά μοναχοί ήταν άψυχοι. Ο Γαβριήλ πήγε και γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου. Ζήτησε φώτιση… Σήκωσε τα μάτια και το πρόσωπο του Ταξιάρχη Μιχαήλ φάνηκε σα ζωντανό. Ο Γαβριήλ θέλησε να το ζωγραφίσει. Παρακάλεσε: ‘‘Ταξιάρχη μου, αξίωσέ με να ζωγραφίσω την μορφή σου’’. Έκανε τον σταυρό του κι ένιωσε σαν να έβλεπε μπροστά του το πρόσωπο του Αρχάγγελου της σκεπής. Ύστερα ο Γαβριήλ πήρε ένα σφουγγάρι και μάζεψε με αυτό το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη. Το ανακάτεψε με χώμα και άρχισε να πλάθει μια εικόνα με το πρόσωπο του Ταξιάρχη Μιχαήλ[6].

Παλικάρι μου, η εικόνα, που θα ιδείς στο μοναστήρι είναι ανάγλυφη. Πολλά θαύματα έχει κάνει ο Ταξιάρχης σε όσους προσκυνούν τη Χάρη του[7]».

Ο Νικηφόρος ρώτησε το γέροντα: «Ο Σιρχάν τι έγινε; Γλίτωσε;» Ο γέρος είπε: «Ο Σιρχάν δε μπήκε ποτέ στο μοναστήρι. Άφησε τους δικούς του εκεί και γύρισε στο κουρσάρικό του. Δυο κουρσάροι του, που είχαν μείνει στην παραλία και περίμεναν τους συντρόφους τους, ανησύχησαν που δε φαίνονταν πουθενά. Πήγαν να τους βρουν. Όταν είδαν στο πλάτωμα τους νεκρούς κουρσάρους, γύρισαν έντρομοι στα καράβια. Ιστόρησαν στο Σιρχάν όσα έγιναν. Αυτός έκρινε ότι ο Αλέξης και οι σύντροφοί του έσφαξαν τους δικούς του. Τότε είπε: ‘‘Δε θα ησυχάσω, αν δεν πάρω εκδίκηση. Θα καταλάβω το Στένακα’’.

Δεν πέρασε ένας χρόνος και ο Σιρχάν ξεκίνησε για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι κουρσάροι βγήκαν στην παραλία. Ήθελαν να επιτεθούν τα χαράματα. Τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ παρουσιάστηκε στο Στέφανο, το γιο του άρχοντα Αλέξη. Του είπε: ‘‘Στέφανε, πήγαινε στον πατέρα σου να του πεις ότι έρχονται οι Σαρακηνοί. Μη φοβηθείτε! Θα είμαι στο πλευρό σας μαζί κι ο Άγιος Στέφανος… Οι κουρσάροι έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη. Κάποιοι θα σκαρφαλώσουν στο κάστρο, για να σκοτώσουν το φρουρό της πύλης και να ανοίξουν την καστρόπορτα… Θα επιτεθούν πριν φέξει. Προσοχή στην πύλη!’’[8]

Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους φρουρούς στις επάλξεις. Καβαλάρηδες με αρχηγό το Στέφανο, πήγαν στην παραλία κι έκαψαν στα κουρσάρικα καράβια. Οι κουρσάροι είδαν τη φωτιά και τα έχασαν. Έτρεξαν προς τη θάλασσα. Τους καταδίωξαν οι καβαλαραίοι Στενακιώτες και τους αφάνισαν. Ο Σιρχάν και λίγοι σύντροφοι του ξέφυγαν μέσα από το δάσος. Έπεσαν πάνω σε αυτούς που έκαψαν τα καράβια και παγιδεύτηκαν. Αυτό ήταν το τέλος τους».

Ο Νικηφόρος είπε: «Τι ωραία ιστορία! Μα να, φτάσαμε στο μοναστήρι…» Ο γέρος είπε: «Η εκκλησιά αυτή δεν είναι η παλαιά. Χτίστηκε έπειτα. Το χτίσιμο της νέας εκκλησιάς άρχισε και τελείωσε με ένα θαύμα. Μα αυτή είναι μια άλλη ιστορία… Μακάρι να είχα καιρό να στη διηγηθώ, αλλά πρέπει να γυρίσω στη γριά μου». Ο Άγγελος πλήρωσε το γεροντάκι κι αποχαιρέτησε. Ύστερα μπήκε στην εκκλησιά.

Προχώρησε κι έφτασε μπροστά στην εικόνα του Ταξιάρχη. Θυμήθηκε την ιστόρηση του γέρου κι ανατρίχιασε. Η εικόνα έμοιαζε με πρόσωπο ζωντανού ανθρώπου. Ο  Νικηφόρος είπε: «Θαρρείς πως τώρα δα θα ανοίξει ο Αρχάγγελος το στόμα του και θα μιλήσει!» Ύστερα το παλικάρι προσκύνησε την εικόνα και συλλογίστηκε: «Άξιζε τούτο το ταξίδι μου στη Μυτιλήνη. Είναι θαυμαστά όσα είδα κι άκουσα». Κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.


Δήμητρα Μπουμποπούλου

 

[1] Πηγή: διαδίκτυο: www.taxiarhismantamadou.gr - Η Μυτιλήνη υπήρξε στόχος των Σαρακηνών. Η πλούσια γη της και το ανεπτυγμένο εμπόριο των κατοίκων των παραθαλασσίων συνοικισμών, έκαμαν τα αρχοντικά σπίτια τους, να είναι γεμάτα από γεννήματα, πολίτικα και Βενετσιάνικα ασημικά και χρυσαφικά, που ήταν κίνητρο για τους αρπαγές.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: www.taxiarhismantamadou.gr
[3]Πηγή: διαδίκτυο: www.taxiarhismantamadou.gr - Οι 18 μοναχοί είχαν οχυρώσει το μοναστήρι με τείχη και πύργο, για να αποκρούουν τις επιδρομές των Σα¬ρακηνών. Τα κατάφεραν πολλές φορές. Ο αρχιπειρατής Σιρχάν είχε πεισμώσει και θυμώσει. Περισσότερο από γινάτι παρά από λεηλασία ήθελε να κάψει το μοναστήρι. / Οι μοναχοί, μετά από την ανάπαυλα του χειμώνα, με τις πρώτες ανοιξιάτικες μέρες, άρχισαν τις προετοιμασίες για το Πάσχα. Τα κελιά, η αυλή και όλοι οι χώροι του Μοναστηριού ασπρίζονταν και έπαιρναν εορταστική όψη. Ο χειμώνας έκαμε τους μοναχούς να ξεχάσουν κάπως τους φοβερούς πειρατές και να μην προσέχουν όσο έπρεπε τη φρούρηση του Μοναστηριού. Η σκέψη τους ήταν στις κατανυκτικές ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: - www.pigizois.gr
[5] Πηγή: διαδίκτυο: - www.pigizois.gr
[6] Πηγή: διαδίκτυο: - www.pigizois.gr
[7] Πηγή: διαδίκτυο: - www.pigizois.gr - Πέρασαν αιώνες. Η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως τη φιλοτέχνησε ο Γαβριήλ. Παραμένει άφθορη από το χρόνο. Στο μέτωπο και στα μαγουλά του οι πιστοί κολλάνε μεταλλικά νομίσματα, πού αφήνουν σημάδια στο πρόσωπο του, αλλά γρήγορα εξαλείφονται. Κάθε τόσο τα μάτια του αρχαγγέλου βουρκώνουν. Οι χριστιανοί σκουπίζουν με μπαμπάκι τα δάκρυα του. Το ίδιο κάνουν με τον ίδρωτα, όταν συμβαίνει το πρόσωπο του να Ιδρώνει. Θαύματα επιτελεί ή χάρη του σε όσους προστρέχουν με πίστη κοντά του.
[8] Πηγή: διαδίκτυο: - http://www.pigizois.gr

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση