![Ο γέρο Στέφανος και η Οσία Σοφία της Μονής της Παναγίας της Κλεισούρας[1] (Καστοριά)](/media/k2/items/cache/7f7969de8cee0cd6912e5c0cb99064dd_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα γεροντάκι, ο Στέφανος. Ζούσε στην Καστοριά. Του άρεσε να διηγείται ιστορίες από τα μέρη του στον Πόντο. Ήθελε να μιλά για απλούς ανθρώπους που αγίασαν. Ο παππούς είχε φτάσει εκεί σαν πρόσφυγας μαζί με τη μάνα και την αδερφή του. Πάλευε μια ζωή για κείνες. Δεν έκαμε δική του φαμελιά. Αγαπούσε τα παιδιά και διηγιόταν στα γειτονόπουλα τις ιστορίες του.
Ένα βράδυ ο παππούς βγήκε στο κατώφλι του και φουμάριζε σιγαρέτο. Ύστερα φώναξε τα παιδιά, που έπαιζαν στην αλάνα και είπε: «Ελάτε δω να πούμε για πράματα και θάματα. Γέρασα και μπορεί αύριο να μη ζω. Μάθετε τις ιστορίες μου να τις λέτε και εσείς. Σήμερα, θα σας πω για μια πατριώτισσά μου, που πήγε στο μοναστήρι στην Κλεισούρα και υπηρέτησε την Παναγία. Το πατρικό της όνομα ήταν Σοφία Σαουλίδου».
Τότε τα παιδιά, άφησαν το παιχνίδι κι έτρεξαν κοντά στο Γέρο Στέφανο. Αυτός τα φίλεψε φρούτα. Μετά κάθισε σε μια καρέκλα και ξεκίνησε να ιστορεί…
«Η Σοφία[2], παιδιά, καταγόταν από τον Πόντο, από το χωριό Σαρή – παπά[3] όπου ζούσα κι εγώ. Από μικρή έτρεχε να φροντίζει τις εκκλησίες και τα ξωκλήσια στα βουνά της πατρίδας της, της Τραπεζούντας. Στα βουνά της παρουσιάστηκε κάποτε ο Άγιος Γεώργιος και της μίλησε. Από τότε ο Άγιος ήταν φύλακας και βοηθός της Σοφίας. Σαν έγινε η Σοφία 24 χρονών, παντρεύτηκε τον Ιορδάνη Χοτοκουρίδη από το χωριό Τογρούλ. Γύρω στα τρία χρόνια μετά η Σοφία απέκτησε ένα παιδί. Το 1912 το παιδί της πέθανε. Η λύπη της ήταν μεγάλη. Σα να μην της έφτανε αυτό, δύο χρόνια μετά, με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι Τούρκοι πήραν τον άντρα της, τον Ιορδάνη, να δουλέψει στα ‘‘Αμελέ Ταμπουρού’’, όπου πέθανε».
Ένα αγόρι ρώτησε: «Τι ήταν τα Αμελέ Ταμπουρού, παππού Στέφανε;» Ο παππούς αποκρίθηκε: «Ήταν Τάγματα εργασίας[4]. Τα χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι για να ξεκάνουν τους άντρες. Τους έβαζαν να κάνουν σκληρές εργασίες και δεν άντεχαν… Λίγοι τυχεροί κατάφερναν να βγουν ζωντανοί από κει.
Έτσι, παιδιά, η Σοφία έμεινε έρημη στον κόσμο. Τότε κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Η ίδια διηγιόταν ότι μια μέρα της εμφανίστηκε εκεί ο Άγιος Γεώργιος και της είπε: ‘‘Σοφία, θα επιτεθούν ληστές, οι Τσέτες[5], σε τούτα τα μέρη. Ο κόσμος στα γύρω χωριά κινδυνεύει’’.
Η Σοφία έτρεξε και το είπε στους συγχωριανούς μας, που κρύφτηκαν και δεν κινδύνεψαν. Ήταν θέλημα Θεού να ζήσω κι εγώ. Γύρισα μαζί με τη Σοφία κι άλλους πατριώτες μας στην Ελλάδα με καράβι. Οι Τούρκοι αποφάσισαν με συμφωνία[6] πολλοί χριστιανοί και κάμποσοι μουσουλμάνοι, που επέζησαν, να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα.
Θα σας πω και τι έγινε στο καράβι Άγιος Νικόλαος, που μας μετέφερε. Το έζησα και δεν ξεχνώ την πίστη της Σοφίας. Το καράβι μας κινδύνεψε πολλές φορές να βουλιάξει. Μα η Σοφία έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Προσευχήθηκε στην Παναγία: ‘‘Άφησε να πνιγώ, Δέσποινά μου, μα να σωθούν οι συγχωριανοί μου’’. Η Παναγία μας έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε κι έλεγε: ‘‘Κάποιον άγιο έχουμε’’. Οι χωριανοί του είπαν: ‘‘Τη Σοφία’’».
Ένα κορίτσι ρώτησε: «Τι απέγινε το καράβι που ταξίδευες, παππού;» Ο γέρο Στέφανος είπε: «Βγήκαμε όλοι γεροί από τη θαλασσοταραχή. Φτάσαμε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Από κει άρχισε μια περιπέτεια μέχρι να δούμε που θα εγκατασταθούμε. Βρέθηκα στην Καστοριά. Ξεκίνησα από την αρχή τη ζωή μου στην Ελλάδα.
Μετά από κάμποσα χρόνια έμαθα τι απέγινε η Σοφία, από μια τυχαία συνάντηση μαζί της. Βλέπετε, στην αρχή η Σοφία βρέθηκε στη Φλώρινα στη μονή Αγίου Μάρκου. Ύστερα από δύο χρόνια η Παναγία είπε στην Σοφία: ‘‘Να έρθεις στο σπίτι μου, στην Κλεισούρα’’.
Η Σοφία πήγε στο μοναστήρι της Παναγίας εκεί. Βρήκε τον μοναχό Γρηγόριο από το Άγιο Όρος. Αυτός της έμαθε για τη μοναχική ζωή. Η Σοφία έμεινε εκεί και ασκήτεψε σα λαϊκή με τα μαύρα ρούχα της χηρείας της για πενήντα χρόνια. Κάποτε πήγα να προσκυνήσω στο μοναστήρι της Παναγίας της Κλεισούρας. Είδα μπροστά μου τη Σοφία. Τα έχασα, γιατί δεν το περίμενα. Καθόταν πάνω στο τζάκι και άλειφε το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά της. Την αναγνώρισα. Κι εκείνη με γνώρισε.
Ύστερα έμαθα ότι τα πολλά χρόνια τα πέρασε μόνη της, με τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους βαρείς χειμώνες με 15 βαθμούς κάτω από το μηδέν και την υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν να ανάψει φωτιά, αυτή φώναζε: «Όχι!».
Η Σοφία περπατούσε ξυπόλητη με ρούχα κουρελιάρικα και αλαφρά για το κρύο της περιοχής. Της έδιναν καινούργια, μα αυτή δεν τα φορούσε. Τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν πάνω σε άχυρα. Από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δε λουζόταν ποτέ, ούτε χτενιζόταν. Τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει, μα το κεφάλι της Σοφίας μοσχοβολούσε».
Τα παιδιά ρώτησαν: «Τι έτρωγε, παππού;» Εκείνος είπε: «Έτρωγε ό,τι έβρισκε εκεί γύρω: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ντομάτα τουρσί με μπόλικη μούχλα. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και λάδι. Άλλες φορές έτρωγε κονσέρβα ψάρι. Το έτρωγε όταν είχε πιάσει μούχλα. Ήθελε, όπως έλεγε, να ‘‘παιδεύει τη σάρκα της’’».
Η Σοφία ήταν γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε τα χρήματα που της έδιναν. Τα έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Τα κοριτσάκια[7], που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της κι ας μην καταλάβαιναν τα ποντιακά. Συμβούλευε τις άγαμες κοπέλες που παραστρατούσαν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε και τους έλεγε: ‘‘Δεν θα σας χάσει η Παναγία’’. Η Σοφία ποτέ δεν πλήγωσε κανέναν. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε στενοχώρια μέσα του, τον παρηγορούσε κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε για κάποιους επισκέπτες του μοναστηριού: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε κανέναν, αλλά έλεγε: ‘‘Να σκεπάζετε, για να σας σκεπάζει ο Θεός’’.
Η Σοφία αγαπούσε τα ζώα. Μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος, την φώναζε «Ρούσα» και την τάιζε με τα χέρια της. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλιά. Κι όταν η Σοφία προσευχόταν, τα πουλιά κελαηδούσαν.
Κάποτε αρρώστησε, ίσως από σκωληκοειδίτιδα. Διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε να την δει γιατρός. Έλεγε: «Θα έρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε πάνω στην πληγή της στουπιά ή φιτίλια από τις καντήλες, ώσπου σάπισε και έβγαζε κακοσμία.
Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή αποκρίθηκε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». «Μια εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έτσι, η Σοφία έγινε καλά. Σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα της ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που της έγινε και έκλεισε μόνη της.
Η Σοφία, παιδιά, μιλούσε για τη σημασία που έχει η ‘‘υπομονή’’ στη ζωή του ανθρώπου[8]. Αυτό ήταν κάτι που μου το είχε μάθει κι η γιαγιά μου. Συνήθιζε να λέει με ήρεμη, γλυκιά φωνή: ‘‘Η υπομονή στον άνθρωπο, αν έχει νου και χάρη, πουλιέται κι αγοράζεται με το μαργαριτάρι’’.
Τα παιδιά κοιτούσαν τον παππού και σκέφτονταν αυτά που τους διηγήθηκε. Μετά από λίγο ένα αγόρι του λέει: «Παππού Στέφανε, μας άρεσε η ιστορία της Οσίας Σοφίας από τον Πόντο. Έχεις έναν τρόπο απλό να διηγείσαι». Ο παππούς είπε: «Να ερχόσαστε εδώ και θα σας μαθαίνω ωραία πράματα. Μα τώρα νύχτωσε για τα καλά… Πρέπει να πάτε στα κρεβάτια σας. Να είμαστε καλά αύριο, να πούμε κι άλλες ιστορίες και παραμύθια. Καλή σας νύχτα, παιδιά μου!».
Έτσι τα παιδιά γύρισαν στα σπίτια τους κι ο παππούς Στέφανος πήγε να ξαπλώσει και να ξεκουράσει το γέρικο κορμί του. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: greekorthodoxreligioustourism. - Η Μονή ιδρύθηκε γύρω στα 1314 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο. Ανακαινίστηκε το 1813 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων, Ησαΐα, μετά από ένα όραμα που είδε με την Παναγία. / Μέσα στο Καθολικό βρίσκεται η θαυματουργός εικόνα της Παναγία της "Κλεισουριώτισσας". / Όταν το 1903 οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό, Βαρικό, πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα η Μονή της Κλεισούρας φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά. Κατά την Γερμανική Κατοχή ήταν ασφαλές κρησφύγετο των διωκόμενων, από τους Γερμανούς, κατοίκων της περιοχής.
[2] Greekorthodoxreligioustourism - Γεννήθηκε το 1883.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: greekorthodoxreligioustourism. - (Ή Σαρή - παπά) της επαρχίας Αρδάσης της Ιερής Μητροπόλεως Τραπεζούντος.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Τα Τάγματα Εργασίας (τουρκικά: Amele Taburları, ελληνική βιβλιογραφία= αμελέ ταμπουρού) χρησιμοποιήθηκαν στη Μικρά Ασία (Ανατολία) κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή στις περιοχές που ελέγχονταν από τους Νεότουρκους ή τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς και από την Τουρκία στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να ετοιμάσουν ενδεχόμενη συμμετοχή της Τουρκίας σε αυτόν. Στα τάγματα αυτά αναγκάζονταν να εργαστούν άνδρες μη μουσουλμάνοι σε βαριές εργασίες υπό απάνθρωπες συνθήκες. / Ήταν μία από τις μεθόδους εθνοκάθαρσης που χρησιμοποιήθηκαν από τους Τούρκους, αφού οι περισσότεροι εργάτες πέθαιναν.
[5]Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Οι Τσέτες («συμμορίτες») ήταν Μουσουλμάνοι υπότροποι κατάδικοι, οπλισμένοι άτακτοι ληστές, που δρούσαν στην Μικρά Ασία την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατολογημένοι και εξοπλισμένοι από τα τοπικά τμήματα της νεοτουρκικής επιτροπής «Ένωση και Πρόοδος». / Ήταν κακόφημοι άνθρωποι, υπεύθυνοι για αμέτρητες βιαιοπραγίες, βιασμούς και δολοφονίες αμάχων, καθώς και λεηλασίες και πλιάτσικο τα οποία πραγματοποιούσαν σε συνεργασία με την Τουρκική Χωροφυλακή ή υπό την ανοχή της. Ήταν υπεύθυνοι για τις θηριωδίες σε βάρος των Χριστιανών Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων, που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1910 και του 1920.
[6] Η Ανταλλαγή πληθυσμών (1923) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας βασίστηκε στην θρησκευτική ταυτότητα. Περιελάμβανε τους Έλληνες ορθόδοξους χριστιανούς πολίτες της Τουρκίας, και τους Μουσουλμάνους πολίτες της Ελλάδας. Ήταν υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεγάλης κλίμακας. Η μοναδική στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορευόταν από διακρατική σύμβαση. / Η Σύμβαση Περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών υπογράφηκε στην Λωζάννη της Ελβετίας στις 30 Ιανουαρίου 1923. Αφορούσε περίπου 2 εκατομμύρια άτομα (περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες της Ανατολίας, και 500.000 Μουσουλμάνους στην Ελλάδα), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων έγιναν πρόσφυγες, χάνοντας την υπηκοότητα της χώρας που άφηναν πίσω. / Το Άρθρο 2 εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους «Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης», και τους «Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης». Από την ανταλλαγή εξαιρούταν, σύμφωνα με το Άρθρο 14 , οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου.
[7] Πηγή: διαδίκτυο: greekorthodoxreligioustourism. - Οι σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας
[8]Πηγή: διαδίκτυο: greekorthodoxreligioustourism. - Κοιμήθηκε στις 6 Μαΐου 1974. Η πρώτη ανακομιδή των λειψάνων της έγινε στις 7 Ιουλίου 1981. Για μέρες ευωδίαζαν βασιλικό. Στις 27 Μαΐου 1998 γίνεται η δεύτερη ανακομιδή των λειψάνων της. / Η Εκκλησία την ανακήρυξε Αγία το 2011. / Ο Τάφος και τα Άγια λείψανά της σώζονται στο μοναστήρι. Το μοναστήρι εορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέθλιο της Θεοτόκου και στις 6 Μαΐου, ημέρα μνήμης της Οσίας Σοφίας.