
«‘Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια’. Με αυτή τη φράση η συγγραφέας ‘απομυθοποιεί’ και ταυτόχρονα ‘μυθοποιεί’ το βίο και την πολιτεία του Εμμανουήλ Γαλανάκη του Δημητρίου και της Αικατερίνης Παπαματθαιάκη, του Δημητρίου, ευγενών με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο όρος, γονέων της!
Και δεν είναι παραμύθια, εφόσον τα αφηγημένα, οι ιστορίες των προγόνων, των φίλων και συγγενών, διασταυρώνονται μεταξύ τους ταυτοποιούνται με αποδεικτικά στοιχεία, άρθρα, φωτογραφίες, κ.λ.π. Είναι όμως και παραμύθια, προσωπικές αφηγήσεις, όπως βίωσε τα γεγονότα ο κάθε αφηγούμενος, μέσα από τους δικούς του ηθικούς κώδικες, τη δική του οπτική, τα δικά του εκπληρωμένα ή ανεκπλήρωτα όνειρα, τις προσδοκίες, τη θέση και τη στάση του στο κοινωνικό γίγνεσθαι και το βαρύ ή ελαφρύ ηλικιακό φορτίο που φέρει τον καιρό της αφήγησης…
Όλες αυτές οι αφηγήσεις, οι διαπιστώσεις, οι εξομολογήσεις, τα ντοκουμέντα, δημιουργούν ένα ιδεολόγημα , που λειτουργεί παράλληλα με αυτή καθεαυτή την ιστορία στην ρεαλιστική της εκδοχή και έχει ‘’καλούς και κακούς μάγους’’, όπως μπορεί π.χ να είναι ένας ευεργέτης, ένας επώνυμος δοτικός συγγενής, ή ένας στυγνός δικτάτορας, ένας καταδότης, αντίστοιχα. Επίσης έχει νεράιδες , από μηχανής Θεούς, φοβιστικά τέρατα, όπως μπορεί να είναι ο πόλεμος ή ο θάνατος π.χ. Μέσα σ’ αυτό το βιωματικό ‘’μύθευμα’’ η συγγραφέας, αναπλάθει τις προσωπικές ιστορίες των γεννητόρων της, χωρίς φόβο ή πάθος! Χωρίς φόβο, γιατί έχουν εξομαλυνθεί οι συνθήκες, υπάρχει η ‘απόσταση’ μισού αιώνα και πλέον, έχουν εξορθολογιστεί τα ήθη, έχουν απομυθοποιηθεί τα ‘ιερά’ και τα ‘όσια’. Χωρίς πάθος πλέον, γιατί το πάθος ως γνωστόν είναι προϊόν νεότητας ενώ τώρα, ‘…αχνοφέγγει επάνω μας χρυσή η δύση της ζωής’.
Διανύοντας αυτή τη χρυσή δύση της ζωής της συμφιλιώνεται για ακόμη μία φορά με τις γονεϊκές φιγούρες, τους αγαπημένους της ‘ίσκιους’. Συνομιλεί άλλοτε με τους ίδιους, άλλοτε χρησιμοποιεί κοινούς ενδιάμεσους, παίρνει τις απαντήσεις που χρειάζεται για να καλύψει κάποια, όχι όλα τα κενά, χωρίς να εκβιάζει ‘ηχηρές’ αποκαλύψεις, αλλά παρατηρώντας και ερμηνεύοντας, αξιολογώντας και τοποθετώντας στο ‘χρονοντούλαπο της μνήμης’ ό,τι μπορεί να αποτελέσει ‘αδιάψευστο στοιχείο’ και να κλείσει έτσι τον κύκλο «γονείς», όπως πράττουν οι περισσότεροι, δεδομένου ότι … «η οικογένεια είναι ο βαθύς εκρηκτικός πυρήνας κάθε δράματος».
Η ίδια στο συγγραφικό αυτό πόνημά της, τους αντιμετωπίζει ως κεντρικούς ήρωες μιας μυθοπλασίας αλλά και ως υποκείμενα έρευνας, και στρέφει επάνω τους το φως του ερευνητή συγγραφέα, με το σεβασμό της κόρης που προσπαθεί να ιχνογραφίσει το πορτρέτο του καθενός, πινελιά την πινελιά και ν’αλληλεπιδράσει μαζί τους, προκειμένου να δώσει απαντήσεις σε ερωτηματικά, να θεραπεύσει πληγές και να κατευθύνει τα προκύπτοντα νέα στοιχεία στη σωστή τους θέση, ώστε να συμπληρώσει το παζλ των γεγονότων της ζωής εκείνων, επίσης και της δικής της ζωής.
Χρησιμοποιεί μάρτυρες-μαρτυρίες γι αυτό το σκοπό… Όταν τις απαντήσεις δεν μπορούν να δώσουν ούτε η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, ούτε η ‘’Περιηγητική’’ ούτε η Λέσχη των ‘’Επιστημόνων Ν.Ηρακλείου’’, ούτε ακόμα οι ‘’παλιοί φίλοι’’ και οι ‘’πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγενείς’’ με κατευθυνόμενες ‘εξομολογήσεις’ και ‘επιθανάτιους μονολόγους’, έρχονται να καλύψουν τα κενά, οι αναρτημένες φωτογραφίες στις ιστορικές φυλακές του προμαχώνα Μαρτινέγκου, οι κλειδωμένες σε κάποιο συρτάρι νεανικές φωτογραφίες του Μανώλη και της Κατίνας από τα φοιτητικά χρόνια, τις πρώτες επαγγελματικές ενασχολήσεις, τους έρωτες, τις εκδρομές και τις συμμετοχές σε συλλόγους και σε νόμιμες ή σε αντικαθεστωτικές δραστηριότητες.
Έτσι αποκαλύπτονται κομμάτια από τη στάση-δράση του καθενός σε σκοταδιστικές και επικίνδυνες εποχές, όπου η έκφραση, οι μετακινήσεις, οι συναναστροφές, η ενασχόληση και οι επιλογές, είναι αντικείμενα λογοκρισίας και τιμωρούνται ανάλογα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο πατέρας, παρά τις αγκυλώσεις του όσον αφορά τη στάση της γυναίκας, ανήλικης και ενήλικης, εργαζόμενης ή άνεργης, παντρεμένης ή ανύπανδρης και παρά την αντίδρασή του στην δική της ‘επανάσταση’ αποδεικνύεται αφανής ήρωας των ημερών του, επίμονος και υπόμονος θασιώτης της Δημοκρατικής παράταξης με ηγετικές ικανότητες, καταρτισμένος επιστήμονας, ενεργός πολίτης, μέσα στην δίνη των γεγονότων, υπεύθυνος και τελειομανής, προστατευτικός σύζυγος και οικογενειάρχης, που προβλέπει για όλους και πριν απ’ όλους.
Η μητέρα ανταποκρίνεται κατά μεγάλο ποσοστό στο μέτρο της συζύγου μητέρας και επιστήμονος που έχει ορίσει γι’ αυτήν το αστικό-συζυγικό-επαρχιακό κατεστημένο της Ηρακλειώτικης ζωής, της τριακονταετίας ’45-’75. Τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι το’90, όταν η άνοια και η κατάκλιση την προετοιμάζουν για την έξοδό της από τον ‘μάταιο’ τούτο κόσμο, τα γεγονότα την ‘προσπερνούν, δεν μπορεί πλέον να τους αντισταθεί, όμως παρά τις πρωτοπόρες για την εποχή της σπουδές και την επαγγελματική εξέλιξη, οι παλιές αγκυλώσεις της ‘καθωσπρέπει’ αστής δεν της επιτρέπουν ούτε να φέρει στο φως κάποιες κρυμμένες πτυχές, ούτε να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους!
Δέσμια αυτών των αγκυλώσεων αποστασιοποιείται από τις νεανικές επιλογές της ανήλικης Ρέας και τάσσεται με την πλευρά του συζύγου, μολονότι επιμένει να μην εγκαταλείψει η δεύτερη τις σπουδές της , εφόσον είναι προϊόν μόχθου και συνεχίζει να τις χρηματοδοτεί.
Αποκαλύπτοντας όλα αυτά η απόγονός τους , γνωστή και καταξιωμένη συγγραφέας κ.Ρέα Γαλανάκη, παίρνει μερικές από τις απαντήσεις που ήθελε, ωστόσο αναρωτιέται: «… γιατί με το πέρασμα του χρόνου επιμένουμε σ’ ένα ταξίδι νόστου όλο και πιο αποσπασματικό που σχεδόν αδυνατεί ν’ αποκτήσει μια γραμμική συνέχεια, ένα καθαρό συμπέρασμα ζωής…».
Ωστόσο σε μια μοναδική και ακριβή όσο ένας θησαυρός φωτογραφία,(…γι αυτό τη λέω ‘αχειροποίητη’ όπως εκείνα τα παμπάλαια και θαυματουργά εικονίσματα …), τραβηγμένη στο αυλιδάκι του σπιτιού της γιαγιάς Μαριγώς, όπου όπως φαίνεται οι δυο τους αντάλλαξαν όρκους και στέφανα, σε μια μικρή λευκή κόγχη, ποζάρουν ο Εμμανουήλ και η Αικατερίνη.«…αυτοί οι συνειδητοί με τόση περηφάνια και σκληρότητα αστοί». «. . .Κυριολεκτικά ζωσμένοι στα άρματα…» «Ο Εμμανουήλ κοιτάζει με περίσσιο θάρρος το φακό , ενώ κάτω από το παχύ χωριάτικο μουστάκι του χαμογελά με γενναιόδωρη χαρά…» «Η Αικατερίνη τον κρατά σφικτά με το αριστερό της χέρι ενώ το βλέμμα της ξεφεύγει το βόλι του φακού.
«. . . Είναι πανέμορφοι την ώρα που ανοίγονται, νικητές και αισιόδοξοι στο κοινό ταξίδι της ζωής τους ως «Αντάρται του 1844, Ηράκλειον Κρήτης». Αυτό για την συγγραφέα αποτελεί και την πεμπτουσία της ένωσής τους και της κοινής τους πορείας προς ένα άγνωστο μέλλον. «Αφού στα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια, σημασία έχει μόνον η ουσία της ζωής».
Για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης
Κώστας Παπαϊωάννου