![Η Αλίκη στην Παναγία του Μεγάλου Σπηλαίου[1] (Καλάβρυτα)](/media/k2/items/cache/ad7377e2b946e0b15873ce8570d577e7_XL.jpg)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αλίκη. Ζούσε με τη μάνα της σε ένα χωριό της Αχαΐας. Ήθελε να πάει στο Μέγα Σπήλαιο και να μάθει την ιστορία του μοναστηριού.
Μια μέρα η Αλίκη είπε στη μάνα της: «Θα πάω με το άλογο στο Μέγα Σπήλαιο. Θέλω να δω την ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς. Θα μείνω στη μονή το βράδυ». «Μα πως θα πας μονάχη σου, κόρη μου;» «Δεν έχω κάποιον να με συνοδεύσει, μάνα. Θα προσέχω! Μη βάζεις έγνοια!» «Στο καλό να πας, κόρη μου, και με την ευχή μου!».
Η Αλίκη, το άλλο πρωί, σέλωσε το άλογό της και ξεκίνησε. Το Μέγα Σπήλαιο ήταν μακριά. Σαν βγήκε από το χωριό της, πέρασε πέντε-έξι χωριά στη σειρά κι έφτασε στο μεγάλο δρόμο που θα την έβγαζε στα Καλάβρυτα. Ο δρόμος ήταν πέρασμα. Πολλοί έμποροι με τις πραμάτειες τους πορεύονταν από κει, για να πουλήσουν τα προϊόντα τους στις μεγάλες πόλεις.
Καθώς προχωρούσε η Αλίκη, την πλησίασε ένα παλικάρι καβάλα σε ένα άλογο. Τη ρώτησε: «Ταξιδεύεις μόνη; Δε φοβάσαι;» «Τι να φοβηθώ, παλικάρι; «Αν θες τη γνώμη μου, μικρή κυρά, πρόσεχε! Παραμονεύουν ληστές σε τούτα τα μέρη. Ο δρόμος είναι πέρασμα και βρίσκουν εδώ τη λεία τους». «Σε ευχαριστώ, παλικάρι!» «Που πηγαίνεις;» «Πάω στο Μέγα Σπήλαιο!» «Αν θες, κυρά, μπορώ να σου πω για το μοναστήρι». «Θέλω, παλικάρι!».
Το παλικάρι είπε: «Η μονή του Μεγάλου Σπηλαίου κτίστηκε[2] από τους αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο[3]. Όταν βρίσκονταν οι δύο τους στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο καθένας χωριστά μια οπτασία, που είπε: ‘‘Να πάτε στην Αχαΐα και να βρείτε την εικόνα της Παναγίας. Είναι φτιαγμένη από μαστίχα και κερί’’. Οι δύο μοναχοί στην αρχή δίσταζαν, αλλά μετά το αποφάσισαν. Ύστερα από πολλές περιπλανήσεις τα αδέρφια έφτασαν στα μέρη της Αχαΐας. Εκεί συνάντησαν την Ευφροσύνη, μια βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά[4]. Αυτή τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η εικόνα. Την είχε βρει η ίδια, γιατί αυτό ήτανε το θέλημα του Θεού».
Η Αλίκη ρώτησε: «Πως βρήκε την εικόνα;» Το παλικάρι είπε: «Μια μέρα η βοσκοπούλα ακολούθησε έναν τράγο από το κοπάδι της, που πήγαινε σε μια σπηλιά για να πιει νερό από μια πηγή[5]. Η εικόνα βρισκόταν δίπλα στην πηγή. Ο θρύλος λέει πως τη φύλαγε ένας δράκος, που τον έκαψε κεραυνός, όταν επιτέθηκε στους μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο. Τα δυο αδέρφια είχαν πάει εκεί, για να ξεχορταριάσουν τη σπηλιά, όπου ήθελαν να ασκητέψουν. Αργότερα, οι δύο μοναχοί έφτιαξαν εκκλησιά και κελιά στο μέρος εκείνο. Τους βοήθησαν οι πιστοί που πήγαιναν στο Σπήλαιο για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγιάς. Κάποιοι από τους πιστούς παρέμειναν εκεί κι έζησαν σαν ασκητές. Έτσι άρχισε να λειτουργεί η μονή του Μεγάλου Σπηλαίου[6] που έχει μεγάλη ιστορία».
«Τι ιστορία; παλικάρι;» «Κυρά, η μονή στην Επανάσταση του 1821 δέχτηκε πολλές επιθέσεις, αλλά ποτέ δεν την κατέκτησαν οι Τούρκοι. Όταν έγινε η επέλαση του Ιμπραήμ[7], οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης κάλεσαν τους μοναχούς να παραδώσουν το μοναστήρι στον Ιμπραήμ[8]. Η απάντηση του ηγούμενου[9] αποστόμωσε τον Ιμπραήμ. Οι αγωνιστές, Νικόλαος Πετιμεζαίος[10] και Φωτάκος[11], αμύνθηκαν γενναία και ανάγκασαν τον Ιμπραήμ να αποσυρθεί[12]. Μα και στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το μοναστήρι έπαθε πολλές ζημιές[13]. Κάποιοι το ξαναέχτισαν».
«Σε ευχαριστώ, παλικάρι, για την ιστόρηση. Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να προχωρήσω!» «Καλό προσκύνημα, μικρή κυρά!».
Ύστερα, η Αλίκη συνέχισε το δρόμο της. Πριν το σούρουπο, έφτασε έξω από τη μονή, που έστεκε κάτω από θεόρατα βράχια. Ξεπέζεψε, έδεσε το άλογό της σε ένα δέντρο και προχώρησε προς την πόρτα του μοναστηριού. Την υποδέχτηκε ένας μοναχός. Της είπε: «Καλωσόρισες, κόρη μου, στο μοναστήρι της Παναγιάς. Είμαι ο πατέρας Νεκτάριος. Έλα να πιεις νερό να ξεδιψάσεις. Φαίνεται ότι απόκαμες από το δρόμο». «Πατέρα Νεκτάριε, άξιζε ο κόπος μου».
Η Αλίκη δροσίστηκε. Μετά πήγε με τον πατέρα Νεκτάριο στην εκκλησιά που φύλαγαν την εικόνα της Παναγιάς της Μεγαλοσπηλαιώτισσας. Προσκύνησε και μίλησε με τον μοναχό. Έμαθε για την ιστορία της εικόνας και της μονής. Ο πατέρας Νεκτάριος της είπε: «Αφού έρχεσαι από μακριά, να μείνεις σε ένα κελάκι της μονής και φεύγεις αύριο». Ύστερα, πρόσφερε στην κοπέλα φαγητό και την καληνύχτισε.
Το άλλο πρωί η Αλίκη πήγε στη λειτουργία. Μόλις τελείωσε, ευχαρίστησε τον πατέρα Νεκτάριο και τους μοναχούς για τη φιλοξενία. Ύστερα, έφυγε για το χωριό της. Σαν έφτασε εκεί, διηγήθηκε στη μάνα της για το προσκύνημα στο Μέγα Σπήλαιο. Και ζήσανε αυτές καλά κι εμείς καλύτερα.
Δήμητρα Μπουμποπούλου
[1] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή ήταν φάρος της Ορθοδοξίας και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών. Την 21 Ιουνίου του 1827 οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης, υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, κάλεσαν τους μοναχούς να του παραδώσουν το Μοναστήρι με την εξής γραφή: «Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει εύγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος». / Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. Αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. …». / Ο στρατός του Ιμπραήμ αναγκάσθηκε να αποσυρθεί μετά από μάχη στις 24 Ιουνίου, χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο.
[2] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Το 362 μ.Χ.
[3] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Με καταγωγή από τη Θεσσαλονίκη.
[4] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Σημερινή Ζαχλωρού.
[5] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Η πηγή του Μεγάλου Σπηλαίου, με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», είναι σήμερα άγιασμα. Η Ευφροσύνη τιμάται εκεί ως Αγία.
[6] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Η Μονή έγινε γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη. Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934. Πάντοτε, όμως, η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων φέρεται να ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από πυρκαγιά. / Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα. Τότε ο ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα. Με τη μεσολάβηση του έπαυσε την πολιορκία και αποχώρησαν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σε αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.
[7] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια -Την 21 Ιουνίου του 1827.
[8] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Με την εξής γραφή: «Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει εύγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος».
[9] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. … αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού».
[10] Πηγή: διαδίκτυο: www.kalavrita.gr - Πετιμεζαίοι ή Πετμεζαίοι - Κατά την εξέγερση της Πελοποννήσου (1770) εναντίον των Τούρκων και ως το 1800, περισσότεροι από είκοσι Πετιμεζαίοι κλέφτες και αμαρτωλοί έδωσαν τη ζωή τους σε συγκρούσεις με τους Τουρκαλβανούς.
[11] Πηγή: διαδίκτυο: argolikivivliothiki.gr - Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος (1798-1878) Αγωνιστής του 1821, υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Ο πατέρας του ήταν ο ιερέας παπα - Γιαννάκης, για αυτό και τα αδέρφια του (Αναγνώστης, Κωνσταντίνος, Παναγιώτης και Νικόλαος) ονομάσθηκαν Παπαγιαννακόπουλοι, ενώ ο Φωτάκος διατήρησε το πατρικό επώνυμο Χρυσανθόπουλος. Στην ιστορία έμεινε γνωστός ως Φωτάκος. / Γεννήθηκε στα Μαγούλιανα Γορτυνίας. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στο χωριό του με δάσκαλο τον Αγάπιο. Κατόπιν πήγε στη Βυτίνα, όπου είχε δάσκαλο τον Παρθένιο. Επειδή ήταν πολύ ζωηρό, σκληρό και φιλόνικο παιδί, ο πατέρας του φοβούμενος μη φιλονικήσει με τους Τούρκους, τον έστειλε στη Ρωσία, στο Κισνόβι της Βεσσαραβίας ως εμποροϋπάλληλο. Ήταν η εποχή που η Φιλική Εταιρεία όλο και δυνάμωνε με τη μύηση στο μυστικό πολλών ομογενών. Ο Φωτάκος εγκαταλείπει τη δουλειά του και μεταβαίνει στην Οδησσό, όπου το 1814 είχε ιδρυθεί η Φιλική Εταιρεία, και γίνεται φιλικός. Στη συνέχεια παίρνει εντολή να μεταβεί στα Λαγκάδια Γορτυνίας, για να συναντήσει τον πρόκριτο Κανέλλο Δεληγιάννη και να τον ενημερώσει για τις εξελίξεις και για την ημέρα του γενικού ξεσηκωμού. / Τον Οκτώβριο του 1820 ο Φωτάκος, συντροφιά με τον φίλο του και συναγωνιστή Δημήτριο Αρκαδινό, φτάνει στην Ύδρα και στη συνέχεια οι δύο άνδρες μεταβαίνουν στο Ναύπλιο, για να κατασκοπεύσουν, προσποιούμενοι ο Φωτάκος τον ευρωπαίο γιατρό και ο Αρκαδινός τον διερμηνέα. Στη συνέχεια ο Φωτάκος περνώντας από το Άργος, φτάνει στην Τρίπολη με χίλιες προφυλάξεις. Μιλώντας Ρώσικα, έρχεται σε επαφή με Τριπολιτσιώτες φιλικούς, κατόπιν μεταβαίνει στο χωριό του, τα Μαγούλιανα, και στη συνέχεια στο αρχοντικό του Δεληγιάννη στα Λαγκάδια. / Με το ξέσπασμα της επανάστασης ο Φωτάκος ήταν αρχικά με το Δεληγιάννη έξω από την Τριπολιτσά, την οποία άρχισαν να πολιορκούν πολλοί καπεταναίοι με τους στρατιώτες τους, που ολοένα γίνονταν περισσότεροι. Ο Κολοκοτρώνης τον Απρίλιο 1821, εκτιμώντας την προσωπικότητα και αξιοσύνη του Φωτάκου, τον ονόμασε πρώτο καπετάνιο του λόχου που πρωτοΐδρυσε στο χωριό Πιάνα, έξω από την Τρίπολη. Τον πήρε υπασπιστή του και τον είχε μαζί του σε όλες τις εκστρατείες και επιχειρήσεις που διεξήγαγε.
[12] Μετά από σκληρή μάχη στις 24 Ιουνίου 1827.
[13] Πηγή: διαδίκτυο: Βικιπαίδεια - Στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της. Το Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα λεηλάτησαν το μοναστήρι. Εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.