Για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης, γράγει η Ιωάννα Σταθοπούλου
Το μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη «Οι γυναίκες της ζωής της» είναι χτισμένο πάνω στο μοτίβο της συζυγικής απιστίας. Κεντρική ηρωίδα είναι η Άννα, μια γυναίκα που έχει αναλάβει και “υποδύεται” τους ρόλους της συζύγου, της μητέρας, της εργαζόμενης και της νοικοκυράς. Συμβιβασμένη, στη σκιά του συζύγου, εφησυχασμένη, ζει μια ζωή “επίπεδη”, με την ψευδαίσθηση της κανονικότητας και της σιγουριάς.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά. Τότε ξαφνικά μεταμορφώνεται και ακριβώς αυτή η μεταμόρφωση είναι το θέμα του μυθιστορήματος.
Το συγκεκριμένο θέμα είναι συνηθισμένο στην λογοτεχνία, ο τρόπος όμως που το προσεγγίζει η συγγραφέας είναι πρωτότυπος. Διαλέγει τη δομή της αρχαίας τραγωδίας, για να οργανώσει το υλικό της, δηλώνοντας έτσι ότι αποτελεί τραγωδία για μια γυναίκα η συνθήκη της απιστίας.
Υπάρχει “Είσοδος” και “Έξοδος”, που αποτελούν το πρώτο και το τελευταίο προφανώς τμήμα του βιβλίου. Σ’ αυτά τα μέρη μιλάει η ίδια η Άννα, που μας δίνει αρχικά πληροφορίες για την υπόθεση και τα πρόσωπα, όπως στον πρόλογο της τραγωδίας και στο τέλος, με δικά της λόγια οδηγούμαστε στη “λύση”. Σε κάθε επόμενο κεφάλαιο επιλέγεται ως τίτλος ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα και σε καθένα από αυτά μια γυναίκα αφηγείται τα γεγονότα από τη δική της οπτική γωνία, εκτός από το πρώτο κεφάλαιο, που ακούμε πάλι την Άννα.
Μιλούν η κόρη της, μια ομοιοπαθής της γυναίκα, η μάνα της, μια παλιά φίλη, η συγκάτοικος και η εργοδότρια της. Αυτές που είδαν τη ζωή της να γίνεται κομμάτια: ένα αμάρτημα η κάθε μία, Φθόνος, Οργή, Ακηδία, Λαγνεία, Λαιμαργία, Ματαιοδοξία, Απληστία. Οι αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο, με το ιδιαίτερο ύφος και λεξιλόγιο της καθεμιάς από αυτές, που έπαιξαν σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό ρόλο στη ζωή της Άννας. Οι άντρες, ο σύζυγος Βασίλης και ο γιος της Χάρης, έχουν ρόλο δευτεραγωνιστή.
Είναι προφανές ότι οι αφηγήσεις τους εστιάζουν στην ψυχολογία της απατημένης συζύγου, της γυναίκας που νιώθει παραγκωνισμένη, προδομένη, υποτιμημένη. Της γυναίκας, που όταν καταφέρει να αποδεχτεί το γεγονός και να βιώσει το πένθος, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αναδυθεί στην επιφάνεια, να αλλάξει ζωή και να αποδείξει στον εαυτό της και στους άλλους την αξία της, πολλές φορές καθ’ υπερβολήν, θέτοντας πολύ ψηλά τους στόχους της.
Η γλώσσα ρέουσα, αυθόρμητη, ταιριάζει απόλυτα στην προσωπικότητα και στην ηλικία της κάθε αφηγήτριας. Είναι γλώσσα σημερινή, κυνική και “χυδαία” ενίοτε, χωρίς ωραιοποίηση και τυποποίηση με μια προφορικότητα αξιοζήλευτη.
Η Άννα και η εξέλιξη του χαρακτήρα της είναι ρεαλιστική, δείχνει τις ψυχικές της δυνάμεις, τον αγώνα της να επιβιώσει αλλάζοντας ζωή και πρόσωπα/προσωπεία, συμπεριφορά και στόχους. Κάποιες ενστάσεις μπορεί να διατυπωθούν για τις αρχικές της κινήσεις, παρακολούθηση ερωμένης και προσπάθεια να της μοιάσει, από μια σύγχρονη γυναίκα. Αυτή η “υπερβολή” των αρχικών της κινήσεων καταλήγει στην “υπερβολή” του τέλους, όταν η ηρωίδα επιδιώκει την καταξίωση με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο. Κι όποιος προκαλεί την τύχη του σ’ αυτή τη ζωή, φλερτάροντας με την “ύβριν” υφίσταται τις συνέπειες. Τίποτα δεν χαρίζεται: ο καθένας δημιουργεί τη ζωή του και η Άννα το μοιραίο τέλος της.
Ένα τέλος όμως που συνοδεύεται από μια κατάφαση της ζωής και της ανάγκης να ζούμε όσες στιγμές χαράς και ομορφιάς μας προσφέρει.