Γράφει η Ιωάννα Σταθοπούλου
Πρώτα δύο λόγια για τη συγγραφέα. Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από μικρασιάτες γονείς. Σπούδασε Νομικά. Ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση, φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Εργάστηκε ως σκιτσογράφος και εικονογράφος. Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Ισπανικά, Τουρκικά και Βουλγαρικά. Έχει τιμηθεί δύο φορές με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Έργα της: Συλλογές διηγημάτων: "Η κυρία Κατάκη", "Καιρός σκεπτικός", Μυθιστορήματα: "Μικρά Αγγλία", "Κοστούμι στο χώμα", "Ο Άγιος της μοναξιάς", "Σουέλ", "Τα σακιά", "Το φαράγγι", "Χίλιες ανάσες", "Ψιλά γράμματα".
Το «Κορνιζωμένοι» κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2024. Είναι ένα μυθιστόρημα που θα χαρακτηρίζαμε κοινωνικό δράμα, μελαγχολικό, υπαρξιακό και εν πολλοίς σκοτεινό.
Με φόντο τον κάμπο της Θεσσαλίας και μια επινοημένη επαρχιακή πόλη με το όνομα Κρανιά η συγγραφέας οργανώνει την πλοκή του έργου της και ξετυλίγει τη δράση των ηρώων.
Πρωταγωνιστής ο Στέλιος Σπούγιας, πενηντάρης, κορνιζοποιός, ένας "κλειστός" χαρακτήρας, άνθρωπος χαμηλών τόνων. Χωρισμένος από τη Χιονία, τον έρωτα της ζωής του, ζει μόνος του μέχρι τη στιγμή που έρχεται να ζήσει μαζί του ο Χρόνης, ο μοναχογιός του, φοιτητής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας στην Κρανιά. Ο νέος έχει μεγαλώσει με τη Χιονία και τον επιτυχημένο επαγγελματικά σύζυγό της στη Θεσσαλονίκη.
Γύρω τους ζουν τη ρουτίνα της καθημερινότητας διάφοροι φίλοι και γνωστοί, ο καθένας με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, άνθρωποι ταπεινοί, των κάτω σκαλοπατιών, όπως λέει η συγγραφέας, παγιδευμένοι, άλλος λίγο άλλος πολύ, στη μονοτονία και την ασφάλεια που χαρίζουν οι αργοί ρυθμοί της επαρχίας, κορνιζωμένοι σε ένα ρυθμό, μια στάση ζωής, που πολύ δύσκολα αλλάζει.
Ο Στέλιος, άνθρωπος ηττοπαθής, δεν τολμάει να διεκδικήσει κάτι διαφορετικό για τον εαυτό του, καταπιέζει ανομολόγητες επιθυμίες. Δεν έχει καταφέρει να ξεπέρασε τον χωρισμό από τη Χιονία αλλά και τα βαθιά τραύματα, που άφησε στην ψυχή του η κακοποιητική συμπεριφορά της πατρικής του οικογένειας' όντας ορφανός από μητέρα – εκείνη πέθανε μόλις γεννήθηκε – δεν έχει και δεν θέλει να έχει κανένα δεσμό με το παρελθόν. Νιώθει θύμα, υποτιμημένος από όλους και δεν κάνει ή δεν μπορεί να κάνει το αποφασιστικό βήμα να διεκδικήσει και να αλλάξει τη ζωή του.
Ευχάριστη νότα στη θλιβερή ατμόσφαιρα είναι ο Χρόνης, η σύντροφός του, η Κλέα, και η παρέα τους. Νέοι ζωντανοί, με ανησυχίες για την οικολογία, την πολιτική, την παιδεία. Ο γιος του χαρισματικός, αισιόδοξος, με αγάπη για τους ανθρώπους, με διάθεση προσφοράς, ονειροπόλος, ερωτευμένος, χαίρεται τη ζωή και κάνει όνειρα για το κοινό μέλλον με την αγαπημένη του, που αγαπάει βαθιά.
Η εξαφάνιση του Χρόνη θα ανατρέψει τα πάντα, θα διαρρήξει την ασφάλεια της καθημερινότητας όλων. Οι έρευνες ξεκινούν και η πόλη συμπαραστέκεται στο δράμα της οικογένειας. Ο χρόνος περνάει, οι ελπίδες λιγοστεύουν. Τραγικές φιγούρες ο Στέλιος και η Κλέα.
Ο πρώτος ζει μηχανικά, προσπαθώντας να διαχειριστεί φόβους, αγωνίες, ενοχές, οράματα και σαρκοβόρες τύψεις. Για άλλη μια φορά όμως δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της αλήθειας, να αναλάβει τις ευθύνες του. Δειλός ως το τέλος.
Η Κλέα αγωνιά, απελπίζεται, ελπίζει, υπόσχεται στον αγαπημένο της να μάθει την αλήθεια. Μην έχοντας πια εμπιστοσύνη στην αστυνομία ερευνά μαζί με τους φίλους της, αλλά μάταια.
Το πτώμα του Χρόνη θα βρεθεί. Η αλήθεια σοκάρει τους πάντες και προπαντός τους αναγνώστες.
Η Κλέα σιγά-σιγά καταρρέει νοητικά, συναισθηματικά, σωματικά' η ζωή της διαλύεται.
Το μυθιστόρημα χτίζεται σιγά-σιγά και πολύ προσεκτικά από τη συγγραφέα. Υπάρχει μια αργή εξελικτική πορεία, η ατμόσφαιρα της αφήγησης είναι γεμάτη αμφισημίες, τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών υφέρπουν. Η αλήθεια έρχεται στο φως στο μέσον σχεδόν της πλοκής, μια ανατροπή της γραμμικής αφήγησης, που εκτοξεύει το συναίσθημα. Οι χαρακτήρες σκιαγραφούνται, ειδικά του Σπούγια, σε αντίστιξη με εκείνον του Χρόνη και της Κλέας, με τέτοιο τρόπο που μας προετοιμάζει για την αποκάλυψη. Μετά ξεκινά μια ροή συναισθημάτων, υπαινιγμών, απελπισίας και παράνοιας, που την παρακολουθείς άφωνος.
Χαρακτηριστικό της εξέλιξης είναι η έλλειψη κάθαρσης με την κλασική έννοια του όρου. Υπάρχει όμως η περιγραφή της ψυχικής κατάστασης του φονιά πριν και μετά την ανακάλυψη του πτώματος. Η διάλυση του νου και της ψυχής, η συντριβή του, η βίωση στο έπακρο της οδύνης και της ενοχής και τελικά ο θάνατος του αποτελούν μια κάποια κάθαρση.
Η συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τα κίνητρα της πράξης του φόνου. Δε φωτίζει με καθαρό τρόπο τη σχέση αιτίων και αποτελέσματος. Τα όρια και οι ισορροπίες ξεπερνιούνται και το κακό ξεχύνεται ατόφιο. Ούτε η ύπαρξη της αγάπης το σταματάει. Παραμονεύει στις πιο σκοτεινές γωνιές της ύπαρξής μας. Οι άνθρωποι αντιφατικοί από τη φύση τους είναι ικανοί για τα πάντα και δεν υπάρχουν συμπεριφορές και πράξεις εκτός των ορίων της συλλογικής εμπειρίας.
Να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και πινελιές χιούμορ, αλλά και αλληλεγγύης και ανθρώπινης ζεστασιάς ως το αντίπαλον δέος του κακού. Επίσης αποθεώνεται η αγάπη και προβάλλονται οι νέοι άνθρωποι ως η μόνη ελπίδα να γίνουν τα πράγματα καλύτερα, γιατί αντιμετωπίζουν τη ζωή με πάθος, επιθυμία να προσφέρουν και κυρίως με αγάπη και ανυποκρισία. Για άλλη μια φορά η συγγραφέας μας γοήτευσε με τα ακριβά υλικά της αφηγηματικής της τέχνης, την οξεία παρατηρητικότητα, την αισθαντική και κοφτερή γραφή της, τις υπέροχες εικόνες και την ικανότητά της να δημιουργεί μια ρεαλιστική ανθρωπογεωγραφία πλουτισμένη με συγκλονιστικά συναισθήματα.
Ας κλείσουμε με λόγια της ίδιας της Καρυστιάνη, που εξηγούν και την εξέλιξη της δράσης: «Η Κρανιά είναι μια κοινωνία σύγχρονη... Ο Σπούγιας εκφράζει αυτό που ένιωθα κι εγώ, ότι πλέον, εδώ και χρόνια, η βία σφραγίζει τα πράγματα... Υπάρχει γύρω μας πολλή και ξέφρενη βία, που ασκείται με πολλή άνεση και χωρίς ελαφρυντικά, μερικές φορές και με έπαρση, και δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν τη βλέπουμε…».




