Νατάσα Κονιδιτσιώτη. Μια σοφή Σπαρτιάτισσα παραμυθού

«Κι έζησαν αυτοί δυναμωμένοι κι εμείς πιο μυαλωμένοι ...»
[Οι μαγικοί καθρέφτες, σ. 61]

Τετάρτη, 22 Μάρτιος 2017 21:11 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ

«Και που λες, κορώνα μου, η Αθηνιά μας ...», έτσι, πριν πάω στο σχολείο, έμαθα όλη την «Οδύσσεια» από τη γιαγιά μου. Η Αθηνιά μας, ήταν βέβαια η θεά Αθηνά.
Η αφήγηση της «Οδύσσειας» ακολουθούσε μια αυτοσχέδια ροή (αυτό το διαπίστωσα στα φοιτητικά μου χρόνια) με αυτοτελείς ιστορίες, στις οποίες παρεμβάλλονταν παραμύθια που πηγή έμπνευσής τους είχαν τ’ αστέρια (με τη γιαγιά κοιμάμαστε στη βεράντα) και τις μυρωδιές που έρχονταν από το γιασεμί, το βασιλικό και τα γκρενά γαρύφαλλα που ήταν φυτεμένα σε βαμμένους, με μπλε λαδομπογιά, γκαζοντενεκέδες.
Έκτοτε ποτέ παραμύθι δεν με γήτεψε τόσο, προφανώς γιατί δεν εκπορεύονταν από τον ίδιο αυτό κόσμο που πια έχει εκλείψει οριστικά. Την «παραμυθία», έμαθα να αναζητώ σε άλλους χώρους• όχι στο παραμύθι.
Έτσι, αμήχανα κράτησα στα χέρια μου τους «Μαγικούς καθρέφτες» της Νατάσας Κονιδιτσιώτη και ήταν η περιέργεια που ανυπόμονα φυλλομετρούσε το βιβλίο. Και το βιβλίο δεν ήταν ένα, αλλά τρία. Αναφέρομαι στη δομή του που κτίζεται από κείμενα τριών διαφορετικών ειδών:
Ι. Το πρώτο μέρος είναι η «Εισαγωγή», στην οποία η συγγραφέας αποκρίνεται στα ερωτήματα: α) Τι είναι παραμύθι;, β) Γιατί τα λαϊκά παραμύθια είναι τόσο πολύτιμα στην ανάπτυξη των παιδιών; γ) Γιατί το παραμύθι μιλά τη γλώσσα των παιδιών; δ) Πώς να λέμε παραμύθια στα παιδιά; Η θεραπευτική αξία του παραμυθιού.
Όλα αυτά τα ερωτήματα απαντώνται με πολλές γνώσεις που έχουν αποκτηθεί με μόχθο στα πτυχιακά και μεταπτυχιακά έδρανα. Είναι φανερό ότι η συγγραφέας έχει εγκύψει, και εντρυφήσει, σε μία ευρεία, ενημερωμένη, ελληνική και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Εκείνο, ωστόσο, που έχει σημασία, είναι ότι οι γνώσεις αυτές είναι χωνεμένες, είναι δικές της, γι’ αυτό και αποδίδονται με μία εξαιρετική σαφήνεια και πειστικότητα. Και το σπουδαιότερο, δεν μένουν στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά εφαρμόζονται στην πράξη, στα δικά της δέκα παραμύθια που ακολουθούν.
Αποσιωπώ για λίγο αυτό το δεύτερο μέρος, τα δέκα παραμύθια της• και στέκομαι στο τρίτο μέρος, στο «Παράθεμα», το οποίο συνθέτουν τρία κείμενα. Στο πρώτο, που τιτλοφορείται «Παραμύθι: Ο μαγικός καθρέφτης της ψυχής μας», η συγγραφέας επιχειρεί μία περιορισμένη ανάγνωση των συμβολισμών του καθρέφτη από τον μυθολογικό Νάρκισσο• από τον καθρέφτη που είναι για μας ο άλλος, τον καθρέφτη, δηλαδή, των ποικίλων προβολών μας, έως τον ψυχαναλυτικό καθρέφτη, για να καταλήξει γενικά στον «μαγικό καθρέφτη» του παραμυθιού και ειδικότερα στα είδωλά μας, θετικά ή αρνητικά, που καθρεφτίζονται στους δικούς της δέκα μαγικούς καθρέφτες, στα δικά της δέκα παραμύθια.
Στο δεύτερο κείμενο του «Παραθέματος», με τίτλο «Όταν τα παιδιά γίνονται παραμυθάδες ...» αναφέρεται στον τρόπο εργασίας της, στο «Θέατρο Σκαλιά» του Δημήτρη Αβούρη• και στο τρίτο, στην τελική έκφραση των δημιουργικών δραστηριοτήτων, στις οποίες συμμετείχαν, υπό την καθοδήγησή της, παιδιά από οκτώ έως δώδεκα ετών, που είναι το παραμύθι «Ο μαγικός καθρέφτης και ο χοντρός βασιλιάς».
Πέρα από την επιστημοσύνη, επισημαίνω εδώ την τόλμη των δύο αυτών μερών που ανοίγουν και κλείνουν το βιβλίο. Γιατί η ίδια η συγγραφέας μάς παρέχει τα μέσα για να ελέγξουμε, εάν αυτό που ισχυρίζεται γενικά ότι επιτυγχάνει το παραμύθι, το επιτυγχάνει και η ίδια με τα δικά της παραμύθια. Τολμά, δηλαδή, και μας παρέχει άμεσα τα κριτήρια ενός τέτοιου ελέγχου.
Η «Εισαγωγή» θεωρώ ότι είναι ένα αρκετά εμπεριστατωμένο δοκίμιο για το παραμύθι και το «Παράθεμα» αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μελέτη περίπτωσης. Κείμενα χρήσιμα για τις παιδαγωγικές μας σχολές και για τους παραμυθάδες σε όποια σχήματα κι αν εντάσσονται• ενδιαφέροντα και για τον αναγνώστη που τον απασχολούν ανάλογα θεωρητικά θέματα. Θα μπορούσαν, ως εκ τούτου, να έχουν τη θέση τους και σε κάποιο επιστημονικό έντυπο.
Με γενναιοδωρία, δηλαδή, να επιτρέψουν στα δέκα παραμύθια να απλώνονται από την αρχή έως το τέλος του βιβλίου και να μην στρυμώχνονται στο δεύτερο μέρος. Τα παραμύθια αυτά συστήνονται από τη συγγραφέα με ένα ποίημά της («Σε καθρέφτη μαγικό ...»)• και απευθύνονται σε όλους μας και στα παιδιά. Αν και θα μου άρεσε να σκέπτομαι το παιδί ως ακροατή, κι όχι ως αναγνώστη. Γιατί το παραμύθι είναι για ν’ ακούγεται. «Να σου πω ένα παραμύθι» ή «πες μου ένα παραμύθι», έτσι δεν λέμε, ή δεν λέγαμε;
Ειδικά, όταν πρόκειται για τα παραμύθια του μαγικού καθρέφτη που έχουν μια ξεχωριστή μουσικότητα. Η μουσικότητα της γλώσσας είναι διττή: Πολύ συχνά ο πεζός λόγος διακόπτεται από τον έμμετρο που εκφέρουν έμψυχα και άψυχα με τον χαρακτηριστικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο του δημοτικού μας τραγουδιού. Ένα παράδειγμα:

Καθρέφτη καθρεφτάκι μου αντί για την αλήθεια,
μάθε πως κάθε αφεντιά κοιτάει τη συνήθεια.
Γιατί όποιος μέσα θενά δει όσα δεν είναι ωραία,
ευθύς τα μάτια κλείνουν του, μην και θωρεί τη θέα (σ. 30).

Κι άλλοτε με το ιδιάζον δίστιχο της ομοιοκατάληκτης μαντινάδας. Δυο παραδείγματα:

Ως κι χοχλιοί εβρίσκουνε σκέπη να τους καλύβει,
μα εγώ δεν έχω καύκαλο τη θλίψη μου να κρύβει (σ. 44).
Και το δεύτερο:
Και ζήσανε αυτές καλά, μα εμείς πολύ καλύτερα,
γιατί συγγνώμη σε δικούς, ζητήσαμε νωρίτερα... (σ. 72).

Αλλά και ο πεζός λόγος, η πρόζα, έχει μια ιδιαίτερη μουσικότητα με τον μικροπερίοδο λόγο και με αφομοιωμένες τις αρετές μιας γλώσσας, που ενώ είναι γραπτή, διατηρεί τη ζωντάνια και την αμεσότητα της προφορικής ομιλίας.
Κλείνοντας το βιβλίο εύκολα δεν μπόρεσα να απομακρυνθώ από τις εντυπώσεις μου. Με ακολουθούσαν και κάθε μια από αυτές το επιζητούσε, και θα μπορούσε, να αποτελέσει αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης σε βάθος και σε πλάτος:
Μια βασίλισσα που καταφέρνει να βρει το αληθινό της πρόσωπο μέσα στον καθρέφτη. Οι ευφάνταστες ανατροπές που καθιστούν το παγώνι - το ματαιόδοξο σύμβολο της Ήρας, όπως μας παραδίδεται από την ελληνική μυθολογία - ένα καλοκάγαθο πλάσμα με παρήγορο λόγο για όλα τα άλλα: «Ό,τι λείπει στον καθένα τό χει ο άλλος μείον ένα», λέει το παγώνι (σ. 37). Το επινοητικό σαλιγκάρι, που καθώς σέρνεται, σχεδιάζει ζωγραφιές ασημένιες. Όνειρα που αποκαλύπτουν αλήθειες και βλέπουν ανάποδα θάλασσες και ουρανούς. Ευρηματικά σύνθετα ονόματα, όπως «λυκοφάντης», τίτλος ενός από τα παραμύθια• το χιούμορ. Ο καλά κρυμμένος διδακτισμός που δεν μειώνει την αναγνωστική απόλαυση του παραμυθιού. Αινίγματα που σε ένα πρώτο επίπεδο καλείται να λύσει ο ήρωας• και σε ένα δεύτερο να αποσαφηνίσει ο αναγνώστης• σημαίνοντα και σημαινόμενα που αντανακλούν ή καλύπτουν ή διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα και προκαλούν μια ανάγνωση του μύθου κατά τον τρόπο του Roland Barthes. Είναι παρούσα και «Η ποιητική του χώρου», κατά το δίδαγμα του Gaston Bachelard. Οι εικόνες του ευτυχισμένου χώρου και η αξία που έχουν για τον άνθρωπο τα προστατευτικά του όρια. Χώρος βιωμένος, όχι μόνον στη θετικότητά του αλλά και με όλες τις μεροληψίες της φαντασίας• χώρος που ο άνθρωπος υπερασπίζεται μπροστά σε αντίξοες δυνάμεις.
Μια σπουδαία παραμυθού που μας ξαφνιάζει για τις αφηγηματικές της ικανότητες και τη σοφία της. Ίσως δεν είμαι ειδική στο να κρίνω ένα παραμύθι• εξάλλου πιστεύω ότι οι καλύτεροι κριτές θα αποδειχθούν τα ίδια τα παιδιά.
Ωστόσο, στα παραμύθια της Νατάσας, για πρώτη φορά, άκουσα τον απόηχο εκείνης της φωνής που έμοιαζε της γιαγιάς μου, αντίκρυσα την ίδια αποξεχασμένη αστροφεγγιά• και θέλετε το πιστεύετε ... δεν θέλετε δεν το πιστεύετε ..., εκείνο το ισχνό αεράκι που δημιουργούσε το γύρισμα των σελίδων του βιβλίου κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, ήταν φορτωμένο με άρωμα γιασεμιού και βασιλικού και γκρενά γαρύφαλλου.
Σημείωση: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Νατάσας Κονιδιτσιώτη που πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη, στις 4 Μαρτίου 2017.

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
Του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
Του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα