Πιστεύαμε ότι η καταγραφή των τσιντζινιώτικων ανεκδότων δεν θα είχε συνέχεια μετά την απώλεια του αγαπημένου σε όλους μας Μοτίβου, του Γιάννη Ανδριτσάκη, του εκδότη της εφημερίδας «Τα Τσίντζινα». Ευχαριστούμε θερμά τον Γιάννη Τριήρη για τη διάψευση. Με χαρά και συγκίνηση κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο του, με τίτλο «Τσίντζινα, μνήμες και χιούμορ» που εξέδωσε ο Σύλλογος Πάρνωνα «Τα Τσίντζινα» και επιμελήθηκε η Αγγελική Βουλουμάνου, η οποία γράφει και τον πρόλογο του βιβλίου.
Κάθε φορά που μαζευόμαστε, με ένα ποτήρι κρασί στα χέρια, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακουστούν οι τσιντζινιώτικες ιστορίες. Οι ιστορίες εμπλουτίζονταν, όχι μόνον από το ύφος της αφήγησης του Γιάννη Τριήρη, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο σχολίαζε ... τα σχόλια των ομοτράπεζών του.
Κάθε φορά καταβάλαμε προσπάθεια να καταγράψουμε κι αυτό κι εκείνο το ευφυολόγημά του. Ποτέ δεν τα καταφέραμε, γιατί η μια ατάκα διαδέχονταν την άλλη κι ήταν αδύνατον να τις συγκρατήσει κανείς. Πολλοί φίλοι, επανειλημμένα, τον είχαν παροτρύνει να γράψει• να μην χαθούν τα λόγια των ανθρώπων• τα λόγια που τους κράτησαν έως τις μέρες μας στη ζωή κι ας έχουν λείψει χρόνια από κοντά μας.
Αυτά τα λόγια «ακούγονται» στις οκτώ ενότητες του βιβλίου, που εξασφαλίζουν στις σύντομες αφηγήσεις ομοιογένεια. Μπορεί να τα έχουμε ξανακούσει, αλλά αυτό σε τίποτα δεν εμποδίζει τον αναγνώστη να τα απολαύσει εκ νέου. Γιατί σημασία έχει το «πώς» γράφονται αυτές οι αφηγήσεις. Και γράφονται με τον τρόπο του Γιάννη Τριήρη• αυθόρμητα, ειλικρινά, σπιρτόζικα, ευθαρσώς, με αυτοσαρκασμό, με αγάπη για πρόσωπα και καταστάσεις• με το δικό του ξέχωρο ύφος που τις καθιστά τελικά πρωτάκουστες.
Οι συνθήκες που γέννησαν αυτές τις αφηγήσεις πηγάζουν από μια συλλογικότητα βίου που απέδιδε με το γέλιο τη δύσκολη καθημερινότητα. Τις διαβάζουμε όχι μόνο με χαμόγελο, αλλά και με κάποια νοσταλγία, γιατί η ζωή αλλάζει• η ζωή άλλαξε και οι ευφυείς άνθρωποι φυσικά δεν λείπουν, αλλά τα ευφυολογήματα δεν αντιπροσωπεύουν την κοινότητα, γι’ αυτό και δεν τα καταγράφει η συλλογική μνήμη.
Μια φράση στο βιβλίο με την οποία αυτοσυστήνεται ο Γιάννης Τριήρης «σε όσους δεν τον ξέρουν» με οδήγησε στη διατύπωση της ερώτησης: όλες αυτές οι καταγεγραμμένες με χιούμορ μνήμες τι έχουν να πουν στους μη Τσιντζινιώτες; Μήπως το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι ο περιορισμένος κύκλος των ανθρώπων του χωριού;
Ακόμη κι αν η απάντηση είναι καταφατική, η αξία της καταγραφής δεν μειώνεται. Πόσο μάλλον, όταν η απάντηση είναι αποφατική. Όταν δηλαδή, όπως νομίζω, το βιβλίο απευθύνεται στον κάθε αναγνώστη, Τσιντζινιώτη και μη Τσιντζινιώτη, αρκεί να εκτιμά το χιούμορ, γιατί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο χιούμορ χρειάζονται δύο, όπως και στο ταγκό: πομπός και δέκτης.
Αλλά πέρα από το χιούμορ ιδιαίτερη σημασία έχει και μια άλλη διάσταση. Αν δούμε λίγο κάτω από την επιφάνεια των αφηγήσεων, έχουμε πολλά να παρατηρήσουμε που αφορούν στην ανθρωπογεωγραφία, στη σχέση δηλαδή των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων με τον χώρο και στην κατανόηση των ανθρώπινων συμπεριφορών, όπως: Η ανάδειξη του εγώ με την μείωση του άλλου, του εσύ. Η αναστάτωση που προκαλούν οι αλλαγές και η δυσκολία των ανθρώπων να προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες• ακόμη και ο αμαξιτός δρόμος ήταν μια τέτοια αλλαγή που δεν βρήκε όλους έτοιμους να την αποδεχτούν. Η διάθεση για προσφορά και η εθελοντική εργασία από την οποία απαλλάσσονταν μόνον τα μικρά παιδιά και οι ηλικιωμένοι. Η λειψανθρωπία που ερήμωσε κυρίως τα, άλλοτε ακμάζοντα, ορεινά χωριά. Η ξενιτιά που όλος της ο καημός συμπυκνώνεται στη φράση: «Και συ, ρε κομπόρελα, ήρθες εδώ να καζαντίσεις; Τι σε ανάγκασε ρε;» (σελ. 24). Τσοπάνηδες, στην κυριολεξία ξωμάχοι, που σπάνια έφθαναν ακόμη και στην εκκλησιά. Η ωραιοποίηση της ζωής της υπαίθρου από εκείνους που δεν χρειάστηκε να δουλέψουν σκληρά τη γη για να ζήσουν. Δικτατορία και η άλλου είδους αντίσταση – αυτή που δεν εξαγοράστηκε ούτε επιβραβεύθηκε – μέσα από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων. Οι αλλαγές στη ζωή του χωριού• το νερό στα σπίτια, η αποχέτευση, το ρεύμα• δεν υπάρχουν πια τουαλέτες «ξηρού τύπου». Καταργούνται τα ανδρικά ουρητήρια• μονοφυλετικά έτσι κι αλλιώς, αφού οι γυναίκες απείχαν από τα καφενεία και τις ταβέρνες. Σύνορα χωριών (Γκοριτσά – Κεφαλάς) που οριοθετούνταν με όσα μαρτυρούσαν οι ασχολίες των κατοίκων τους.
Μαρτυρίες όλες αυτές που μπορεί να σχετίζονται με έναν συγκεκριμένο χώρο, αλλά ενδιαφέρουν όλους μας• και εκείνους που δεν συνδέονται άμεσα με τα Τσίντζινα. Γιατί στις ανθρώπινες αυτές ιστορίες διαφαίνονται οι συνθήκες ζωής σε εποχές δυσκολότερες από τη δική μας και πολλές φορές οι άνθρωποι κατέφευγαν σ’ ένα καταλυτικό χιούμορ ως κάθαρση που την είχαν ανάγκη.
Γράφει ο Γιώργος Σεφέρης:
Όπως τα πεύκα
κρατούνε τη μορφή του αγέρα
ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου
κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί.
Σ’ ευχαριστούμε, Γιάννη Τριήρη, που φύλαξες τη μορφή των ανθρώπων που έφυγαν.




