
Ι. Τα μάτια.
Είναι κάτι ξεχασμένα που έγραφα πριν χρόνια και γέμιζα τις ώρες μου. Τα βρήκα σκόρπια φύλλα, κακογραμμένα τα περισσότερα. Τώρα που τα ξαναβλέπω με την απόσταση του χρόνου μ’ αρέσουν. Σύντομα κείμενα και γι’ αυτό τα είπα «Λακωνικά». Μερικά τα δίδω αφού τα φρόντισα όσο μπορούσα. Και πρώτα τα μάτια.
Άλλωστε τα μάτια ανοίγει το παιδί όταν γεννιέται και γεννιέται ένα σύμπαν. Και η μάννα, όταν γεννήσει το παιδί της, τα μάτια του κοιτάζει. Χωρίς τα μάτια δεν θα υπήρχε, δεν υπάρχει τίποτα. Το σύμπαν υπάρχει γιατί υπάρχουν τα μάτια του καθενός. Αν αυτά κλείσουν το σύμπαν μονομιάς εξαφανίζεται. Αξίζουν λοιπόν όσο ένα σύμπαν. Και «το σύμπαν ολόκληρο χωράει στον εγκέφαλο ενός παιδιού», λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος και συμπληρώνει: Ποιος είσαι εσύ που το σκοτώνεις;
Ας αφήσουμε όμως τα… φιλοσοφικά και ας έρθουμε σε πιο πεζά. Όπως ότι τον βλέπεις τον άλλον στα μάτια και όλα τα καταλαβαίνεις μέσα από αυτά. Αν είναι λυπημένος, χαρούμενος, πεινασμένος, διψασμένος, οργισμένος, ψυχικά ήρεμος ή αναστατωμένος ή αγανακτισμένος, αν έχει όρεξη, πίστη για δημιουργία. Όλα περνούν από τα μάτια. Είναι ο καθρέφτης του ανθρώπου. Και τον άλλον "να τον κοιτάζεις στα μάτια", είχα διαβάσει κάποτε. "Αν είναι να σου κάνει καλό στο κάνει αμέσως και μάλιστα μεγαλύτερο καλό. Αν είναι να σου κάνει κακό, σου κάνει πάντα μικρότερο κακό. Να κοιτάζεις πάντα στα μάτια". Και η ψυχή τού κάθε ανθρώπου είναι τα μάτια του. Πού αλλού να την δεις; Αυτή δεν φαίνεται παρά μόνο στα μάτια.
Όμως είναι και αχόρταγα, λέει ο λαός. Αυτά είναι που δεν χορταίνουν σε αντίθεση με όλα τα άλλα. Πας πχ στο σούπερ μάρκετ, βλέπεις και λες: να πάρω αυτό κι εκείνο και το άλλο. Βλέπεις ωραία φασολάκια, τρυφερά. Ας τα πάρω. Και τυρί καλαθάκι Λήμνου. Και ψάρια λαχταριστά και ένα κονσερβάκι τόνος να υπάρχει κι αυτό. Μα, οι φακές μού τελειώνουν. Ας έχω και λίγες παστές σαρδέλες, περνάει κανένας φίλος να τον κεράσω ένα ούζο. Ναι, αλλά ούζο δεν έχω, ας πάρω. Και πάει λέγοντας. Και κουβαλάς στο σπίτι το μισό μαγαζί και δεν έχεις πού να τα βάλεις. Και στο σπίτι είσαστε δύο άτομα όλοι κι όλοι. Κι αυτά γιατί το μάτι είναι αχόρταγο.
Παλιά οι άνθρωποι τη βγάζανε με πέντε ελιές. Το κολατσιό των μαστόρων, μολόγαγε ο μακαρίτης ο πατέρας μου ήταν τρεις (3) ελιές ο μάστορης και μιάμιση (1 1/2) το μαστορόπουλο. Πώς τη χώριζαν την ελιά;
Τη βγάζανε, λέω, με πέντε ελιές, λίγο ψωμί, μια ντομάτα αναλόγως της εποχής και λίγο σταφυλάκι που το προσφαΐζανε. Αχόρταγο το μάτι. Και γι’ αυτό ο «εκκλησιαστής» είπε: «Ἂν ὁ ὀφθαλμός σου σὲ σκανδαλίσει ἔκβαλε αὐτόν». Και ενώ όλα τ’ άλλα χορταίνουν μέχρις αηδίας, το μάτι ποτέ.
Να. Τρως και μετά δεν θέλεις άλλο. Το αυτί το ίδιο. Ακούς, ακούς, ακούς το ίδιο πράγμα και λες: μη με ξεκουφαίνεις, μου πήρες πια τ’ αυτιά. Ως και τα Ιταλικά που είναι τόσο μουσική γλώσσα, όταν ακούς Ιταλούς να μιλούν, μετά από λίγο τους βαριέσαι. Στον έρωτα το ίδιο, όσο ελκυστικό και αν είναι το αντικείμενο του πόθου, έρχεται η στιγμή που το χορταίνεις. Πώς λέει ο λαός; Το καλό φαΐ είναι για δυο ώρες το πολύ, ο έρωτας για μια νύχτα το πολύ και να είσαι νέος, ο κήπος για μια ζωή και τα μάτια αχόρταγα.
Να: φεύγεις μπουχτισμένος από έρωτα, βλέπεις στον δρόμο μία με ωραία οπίσθια που κινούνται παράξενα και τρελαίνεσαι. (Πραγματικά τίποτα πιο ωραίο δεν έφτιαξε ο Θεός από τη γυναίκα με ωραία οπίσθια. Και είναι μερικές που ως και ο Φειδίας δεν θα μπορούσε να το σμιλέψει τόσον ωραίον). Και θέλεις κι αυτήν να την κατακτήσεις. Ή άλλη με ωραίο στήθος και πάει λέγοντας γιατί, είπαμε, τα μάτια δεν χορταίνουν. Και αυτά είναι που ερεθίζουν όλες τις λειτουργίες του ανθρώπου. Αυτοκράτειρα των αισθήσεων η όραση. Και πραγματικά τα μάτια αχόρταγα. Και ο λαός, ακράτητος στη γλώσσα, για τους επιδιδόμενους στα ερωτικά λέει πως «βγάνουν τα μάτια τους».
Και τα τραγούδησε ο άνθρωπος τα μάτια όσο τίποτ’ άλλο με χίλιους τρόπους για να παρηγορηθεί. Και ενδεικτικά μόνο, γιατί τί να πρωτοπείς! Είναι τόσο πλούσια η υμνολογία των ματιών ώστε μένεις κατάπληκτος.
Απ’ τα γλυκά τα μάτια σου διπλή σαΐτα βγαίνει
η μια μου παίρνει τη ζωή, η άλλη μ’ ανασταίναι.
Ή…
Μάτια γλυκά, φρύδια σμιχτά και χείλη ζαχαρένια
τα τρία συμφωνήσανε να τυραννούν εμένα.
Ή…
Κι αν έχουν οι βασίλισες μαρμάρινα παλάτια
έχω κι εγώ παλάτια μου τα δυο γλυκά σου μάτια.
Και δεν εξυμνούνται τα μάτια καθαυτά, αλλά και μια ματιά μόνη που «τον νέο μερακλώνει», μεθά (πίνω κρασί δεν με μεθεί, ρακί δε με ζαλίζει / ως με μεθούν τα μάτια της όντε με αντικρύζει), μερώνουν, με τα μάτια της φέγγουν και τα δικά του, τοξεύουν, βλέπουν καινούριο κόσμο, συνεχώς τα θυμάται, σταυρώνουν, γίνονται παραθύρια της καρδιάς, απ’ αυτά ξεκινούν όλα (από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει…), άλλοτε γίνονται αστραπές και κεραυνοί και άλλοτε δροσούλα, βρύσες που δεν μπορούν να σβήσουν τις φωτιές και άλλοτε θάρρος και παρηγοριά… Τί να πεις για τα μάτια !
Και από τα μάτια εκείνα που ξεχωρίζουν στην όμορφη γυναίκα είναι τα μαύρα. Και:
Τα μαύρα μάτια το πρωί δεν πρέπει να κοιμούνται
μον’ πρέπει νά ’ναι ξάγρυπνα και να γλυκοφιλιούνται.
Πραγματικά δεν έχει ωραιότερη ομορφιά από την απαράμιλλη μελαχρινή, με μαύρες ματάρες σαν της αγελάδας που δεν περιγράφονται. Δεν συγκρίνεται με τίποτα η ομορφιά της μελαχρινής. Και η Ανατολή έχει πολύ όμορφες γυναίκες και έτσι τις κάνουν τα υπέροχα μαύρα μάτια τους που σφάζουν. Επειδή δε ακόμη είναι υποταγμένες κατά κάποιο τρόπο, έχουν τη θηλυκότητα που από τις άλλες που βάφονται, είναι γεμάτες τατουάζ, συμπεριφέρονται σαν μαινάδες έλλειψε πια. Και ας είναι μπουμπουλωμένες με τις μαντήλες. (Μπουμπουλώνω = σκεπάζω το κεφάλι κι ολόκληρο το πρόσωπο εκτός απ’ τα μάτια). Πάνω σ’ αυτά ο φίλος συνέθεσε το δίστιχο:
Με πλάνεψε η μελαχρινή, μεγάλα μαύρα μάτια
Μαχαίρια μαυρομάνικα που μ’ έκαναν κομμάτια.
Αλλά γιατί πάμε μακριά. Το τραγούδι το «μελαχρινάκι» (μελαχρινό με τις ελιές και με τα μαύρα μάτια / έκανες την καρδούλα μου σαράντα δυο κομμάτια), που με τη μουσική του σε απογειώνει τα λέει όλα. Και το δίστιχο:
ο κόσμος είναι του Θεού και ο Θεός του κόσμου
κι εσύ μελαχρινάκι μου είσαι Θεός δικός μου,
έβαλε, μου φαίνεται όλα τα πράγματα στη θέση τους, ιδίως με τον πρώτο στίχο. Και τον Θεό και ποιος έφτιαξε τον Θεό. Και το μελαχρινάκι γίνεται κι αυτό Θεός (θεά).
Είναι τέτοια και τόση η γοητεία των Δημοτικών τραγουδιών που αναφέρονται στα μαύρα μάτια ώστε ο ανώνυμος ποιητής φτάνει μέχρι τον τάφο. Στο τραγούδι πχ «Γιώργη βαρούν τα σήμαντρα» βρίσκουμε τους στίχους:
…κι εβγήκε η κόρη ζωντανή, η κόρη λαβωμένη
στο στήθος της φοράει σταυρό, στα χέρια το βαγγέλιο.
Όλοι φιλάνε το σταυρό κι εγώ τα μαύρα μάτια.
Για τα μάτια όχι μόνο στη Δημοτική μας ποίηση αλλά τη λογοτεχνία γενικότερα θα μπορούσε να μιλάει κανείς όλη του τη ζωή και το θέμα να μην εξαντλείται. Και όταν ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα κλείσουν οριστικά, ο ήλιος, λέει πάλι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, γίνεται απείρως φωτεινότερος.
Μα, πρέπει να κλείσουμε. Είπαμε το θέμα ατελείωτο, και θα κλείσουμε κάπως παράξενα. Τα μάτια (όμματα από τον παρακείμενο β’ του ορώ που κάνει ὄπωπα και ὀπτική και ὄμμα) στα αρχαία ελληνικά ελέγονταν και βλέφαρα. Τα βλέφαρα δηλαδή δεν ήσαν μόνο τα καλύμματα των ματιών, όπως και σήμερα, αλλά κι αυτά τα ίδια τα μάτια. Για παράδειγμα ο Σοφοκλής στον Αίαντα βάζει στο στόμα της θεάς Αθηνάς τον έκτακτον στίχον «σκοτώσω βλέφαρα και δεδορκότα». Δηλαδή θα του σκοτεινιάσω τα μάτια (σκοτόω -ῶ το ρήμα = απόλυτο σκοτάδι) ώστε να βλέπει τα πάντα γύρω του, όλον τον κόσμο, αλλά να μην μπορεί να δει το τρομερό που έχει θολώσει την ψυχή του. Αυτό σημαίνει ο υπέροχος αυτός στίχος του τραγικού ποιητή. Και εδώ τα βλέφαρα ισοδυναμούν με τα ίδια τα μάτια.
Και πιο πέρα ακόμα ο Σοφοκλής πάλι, λέει τον ήλιο "ἁμέρας βλέφαρον", δηλαδή μάτι της ημέρας, ενώ ο Ευριπίδης τη σελήνη "νυκτός βλέφαρον αφεγγές". Πράγμα που αποδεικνύει πως οι αρχαίοι εγνώριζαν ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως (αφεγγής).
Και το βλέφαρον στα δωρικά ήταν γλέφαρον το δε βλέπω γλέπω. Μήπως αυτό το τελευταίο που το έλεγαν οι παλαιότεροι άνθρωποι στα χωριά μας, «δεν γλέπω καλά», έλεγε ο πατέρας μου, δεν είναι το ίδιο που έλεγε και ο αρχαίος πρόγονός μας πριν 2.500 χρόνια; Και όχι μόνον ο πατέρας μου αλλά όλοι της ηλικίας του και πίσω και το ανακαλώ κι εγώ τώρα με θέρμη στην μνήμη των παιδικών μου χρόνων που τόσο ωραία ικανοποιεί και συνταιριάζει. Και βλέπω μέσα στα δωρικά γλέπω και γλέφαρον να κινείται το έθνος ολόκληρο με τη γλώσσα και την ιστορία του. Να διηγούνται τα βάσανα της φυλής με όλη τη δύναμη που ακόμα έχουν. Και ότι έφθασαν ως τις μέρες μας δεν είναι θαύμα; Και αυτά τα έφεραν δώθε απλοί άνθρωποι. Ας τα μελετάμε λοιπόν και ας βρίσκουμε σ’ αυτά το ωραίο. Είναι τα τραγούδια μας τα Δημοτικά, η γλώσσα μας, ο μεγαλύτερος θησαυρός της γης. Και όχι να παπαγαλίζουμε απαίσιες αγγλικούρες. Συγχωρέστε με. Άλλα λακωνικά στο μέλλον.