Γηρατειά ΙΙ

Τρίτη, 23 Ιούλιος 2024 12:00 | | E-MAIL ΕΚΤΥΠΩΣΗ
Γηρατειά ΙΙ

Γερνάει ολοταχώς η κοινωνία που δεν σέβεται τους γέροντές της
Ελένη Χατζητζάνου - Βαλτχαρντ

Όλος ο πόνος και όλη η αλήθεια της ζωής είναι στα γηρατειά. Όνειρο αυτά που μπορούσαμε να κάνουμε και τώρα αδυνατούμε. Ένας εγκλωβισμός ακόμα και στις σκέψεις και στις ορέξεις και στις ελπίδες. Κομμένα τα φτερά. Όμως, ας σκεφτόμαστε έτσι που να παρηγοριόμαστε, δηλαδή να υπομένουμε τον γελοίο τρόπο ζωής. Άλλωστε το κακό δεν πολεμιέται με την υποχώρηση ούτε με την παραίτηση. Και αυτό ισχύει για όλα τα πράγματα στη ζωή που εμφανίζεται και εξαφανίζεται απρόσμενα. Το όλο ζήτημα είναι να μην χάσουμε τη δύναμη της ψυχής και το φως του μυαλού μας. Αν δεν τον κοσμήσεις εσύ τον κόσμο ανάλογα με τις ανάγκες σου και τον χαρακτήρα σου δεν είναι κόσμος. Ούτε σκέψη είναι τα ωραία λόγια, αλλά εκείνο που μπορεί να σε βοηθήσει. Μπορείς να μην είσαι σκλάβος στις σκέψεις και παντού; Τότε είσαι ελεύθερος.

Είμαστε όμως σήμερα που άλλοι κατευθύνουν τη σκέψη μας και ορίζουν τη ζωή μας; Όμως μπήκαμε στον χορό και θα χορέψουμε. Και ας προσπαθούμε να μην είμαστε σκλάβοι κανενός. Και να μην ξεχνάμε πως είμαστε Έλληνες και υποτίθεται ότι κουβαλάμε κάτι από τον πολιτισμό των προγόνων μας. Δηλαδή σοβαρότητα, σωφροσύνη, ταπεινότητα, ακολουθούμε το μέτρο και προ παντός γνωρίζουμε ότι είμαστε φθαρτοί, και αυτό να μας ενδυναμώνει.

Για τα γηρατειά ξεκινήσαμε να λέμε κι αλαργιέψαμε. (Με το θέμα είχαμε ασχοληθεί και στο παρελθόν, Λακ. Τύπος 4.5.19). Δύσκολα τα γηρατειά. Από μόνα τους μια αρρώστια έλεγαν οι αρχαίοι. Και ακόμα: «Τὸ γῆρας ὅρμον εἶναι τῶν κακῶν» (Τα γηρατειά είναι το λιμάνι που αράζουν όλες οι συμφορές), έλεγε ο Βίας ο Πριηνεύς.

-Τί κάνεις; ρώτησαν δύο γυναίκες που συνάντησα. Τί να κάνω, γεράσαμε, απάντησα και μονομιάς μου επιτέθηκαν κι ας ήσαν στην ηλικία μου και μεγαλύτερες. Αφού ρώτησαν πόσων χρονών είμαι και τους είπα ότι όπου νά ’ναι ζυγώνω τα ογδόντα, «εμείς είμαστε μεγαλύτερες κι εγώ, συμπλήρωσε η μία, ογδόντα εφτά (87) και δεν είμαι γριά. Να μην τα λες λοιπόν αυτά», είπε αυστηρά και επιτακτικά.

Όταν κάπως ηρέμησαν, επέμεινα λέγοντας: Πώς δεν γεράσαμε, αφού γέροι είμαστε; Δεν επείθοντο με τίποτα και έλεγαν, καίτοι γερόντισσες, λόγια σαν εκείνα που βαρδαλίζουν επιπόλαια κοριτσόπουλα. Όταν κάποτε σταμάτησαν τους είπα:
-Θέλετε να σας αποδείξω με μαθηματικά, μιας και δεν πείθεστε αλλιώς ότι γεράσαμε;
-Ναι, είπαν με μια φωνή, πιο ζόρικη της 87χρονης, να μας το αποδείξεις.
-Αν μπορείτε, κυρίες μου, είπα, τρέξτε τριάντα (30) μέτρα ή πηδήξτε μισό μέτρο άλμα εις ύψος. Το κυριότερο όμως, και δεν θέλω να σας προσβάλω – το γύρισα και λίγο στην πλάκα – μπορείτε να ανάψετε τώρα πια ερωτική φωτιά όπως όταν είσαστε νιά; Γεράσαμε λοιπόν και τούτο δεν αλλάζει. Και τα γηρατειά μην τα βλέπετε σαν μειονέκτημα, διότι έχουν κι αυτά τη μεγαλοπρέπειά τους, ιδιαίτερα αν ο γέροντας δεν κάνει νιού καμώματα και δεν ντροπιάζει τα άσπρα του μαλλιά. (Τους μετέφερα στη σημερινή μας γλώσσα τη γνωστή φράση των αρχαίων «καὶ γέρων γενόμενος μὴ φρόνη νεώτερα μήδ’ εἰς ὄνειδος φέρε τὴν σεμνὴν πολιάν»).
Εδώ βουβάθηκαν. Ήταν εκείνη η ερωτική φωτιά που είναι σβησμένη ή τα άσπρα μαλλιά που πρέπει εμείς οι γέροντες να σεβόμαστε και να μην ντροπιάζουμε που τις έκαναν να βουβαθούν;

Σαν χωρίσαμε σκέφτηκα: πόσες γερόντισσες σήμερα σέβονται τα άσπρα τους μαλλιά, που σχεδόν όλες τα βάφουν και όχι μόνο τα μαλλιά, κι αν κάποιο παιδάκι πει μια γυναίκα γιαγιά το αποπαίρνουν; Ακόμα, θυμήθηκα τη μάννα μου που μικρός εγώ τη ρωτούσα: Μάννα, γιατί δεν πας εδώ στον δικό μας παπά να εξομολογηθείς, αλλά περιμένεις πότε θα ’ρθεί ο παπάς απ’ τα Ζουλάτικα; Γιατί, παιδάκι μου, μου απαντούσε, ο δικός μας παπάς δεν έχει άσπρα γένια! Ακόμα, σκέφτηκα πώς μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα που ζούμε υπάρχει τόση σιγουριά, τόση βεβαιότητα και λέμε δεν γεράσαμε; Πού τη βρίσκουν; Και ποιος μας έδωσε συμβόλαιο ότι θα ζούμε κι αύριο; Ακούμε για παράδειγμα: Ο τάδε πέθανε, και ο άλλος απαντά: τί λες; Μα, εγώ χθες τον είδα. Ναι, φίλε μου, τον είδες αλλά χθες, γιατί σήμερα άνοιξε πανιά γι’ αλλού. Και μακάρι να ήταν τόσο εύκολο το φευγιό όσο το λέμε. Γιατί συνοδεύεται από πόνους, λύπες και χίλια άλλα κακά, και το μόνο που παρηγορεί είναι ότι υπάρχουν χειρότερα. Αλλά, αυτό το χειρότερα μπορεί να παρηγορεί; Ως τα 50 καλά είναι. Από κει και πέρα είναι δυστυχώς σκληρός συμβιβασμός. Άραγε οι νέοι θα καταλάβουν ποτέ την τραγωδία των γηρατειών; Και η απόλυτη τραγωδία είναι να είσαι γέρος, μόνος, φτωχός και άρρωστος. Και είναι πάρα πολλοί σ’ αυτή την κατάσταση. Και το χειρότερο όλων να μείνεις απροστάτευτος από μυαλό.

Για να μην τα σκέφτομαι, το μαλάκωσα κάπως με τα δίστιχα:
Παλιά μου χρόνια και καιροί πού ’σαστε περασμένα
άραγε θα γυρίσουνε τα νιάτα τα καημένα;
Και η απάντηση:
Όταν ανθίσει ο ξέρακας και βγάλει νιο βλαστάρι
τότε θα γίνεις και συ νιος, θα γίνεις παλληκάρι.
Ή:
Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι
Τότε θα γίνεις και συ νιος, θα βρεις καινούριο ταίρι.

Στην ώρα ήρθε από απέναντι το ραδιόφωνο του γείτονα το τραγούδι «ο Σταμούλης ο λοχίας», που όλοι το ξέρετε. Βρήκα στην Αμφιλοχία τον Σταμούλη το λοχία / παλιό μου συμπολεμιστή με το κεφάλι του σταχτί. / Κάποτε στο Τεπελένι εικοσάχρονα παιδιά / με μια ματωμένη χλαίνη τρέχαμε για λευτεριά. / Τώρα σ’ αυτή την ηλικία πίνουμε αμίλητοι κρασί / πώς καταντήσαμε λοχία, ποιός είμ’ εγώ ποιός είσ’ εσύ;

Όμορφα πράγματα, δυνατά. Κατεβάζουν κάτω όλες τις φιλοσοφίες. Ισοπεδώνουν τα πάντα, προ παντός ο στίχος «ο πιο ανίκητος εχθρός είναι, λοχία, ο καιρός».

Και πραγματικά δεν πολεμιέται με τίποτα ο άτιμος ο καιρός. Σε πατάει στον λαιμό και δεν μπορείς να κουνηθείς, να αντιδράσεις. Και στα γεράματα δεν είσαι τίποτα. Ούτε σαν επάγγελμα μετρά ο γέρος. Δεν μπορείς πχ να πεις: είμαι γιατρός, δεν μετράς. Και δεν μετράς ούτε σαν άντρας. Δεν υπολογίζεσαι πουθενά. Μόνον αν είσαι πλούσιος, τότε σε βλέπουν σαν το γύπα που περιτριγυρίζει το θύμα του. Έτσι λογαριάζουν τον πλούσιο εκείνοι που τον περιβάλλουν και δήθεν ενδιαφέρονται. Γέρος δεν αξίζεις. Απλώς σε ανέχονται και αυτό από συμφέρον. Για τη σύνταξη, το σπίτι, το χωράφι και επειδή υπάρχει ποινή, που αν δεν υπήρχε θα τους καθαρίζανε τους γέρους με τρόπο έμμεσο, γλυκό. Δυστυχώς έτσι είναι. Δεν έχει πιο τραγικό από τα γηρατειά.

Και μεγάλη διαφορά με τα νιάτα. Εκείνη η πίστη, η δύναμη, η τρέλα που υπήρχαν στα νιάτα δεν υπάρχουν πια. Και τον γέροντα τον παρομοιάζω με γέρο πλάτανο. Βλέπουμε το νιο πλατανάκι των 5, 10, 20 χρονών με την λεία επιδερμίδα του την κρουστή, σχεδόν ζωγραφιστή να πηγαίνει ίσια τον ανήφορο, ολόκληρος θαλερός, και βλέπουμε και τον γέρο πλάτανο με πληγωμένα μέλη, κλώνους σπασμένους από το βάρος και το βοριά, με κορμό ανοιχτό που όλο και κουφαίνει και αρνείται να πεθάνει. Έτσι ένα τέτοιο πράγμα σαν τον πλάτανο και ο άνθρωπος…

Πριν κλείσω το τεράστιο αυτό θέμα λέω ότι η ζωή, που είναι το πιο μεγάλο λάθος, σώζεται με τον θάνατο. Τα νιάτα είναι το λάθος και τα γηρατειά το αληθινό, γι’ αυτό και το πιο σωστό, το πιο γαλήνιο κομμάτι της ζωής. Και γι’ αυτό τα γηρατειά πρέπει να τα σεβόμαστε, αφού το μεγαλείο είναι στο γήρας. Να γίνω σαν πρώτα δεν γίνεται. Όταν όμως αποδέχεσαι τη φύση σου, τα κουσούρια σου, τις αδυναμίες τότε αποκτάς αυτοπεποίθηση, κι αυτό εγκαρδιώνει.

Μα, θα πει κάποιος, είναι και ο πόνος. Ναι, αλλά κι αυτό είναι ωραίο φαινόμενο όταν αντέχεται, ελέγχεται. Ώρες ώρες βρισκόμαστε ανάμεσα σε συμπληγάδες, και με το που έγραψα τη λέξη ταράχτηκα. Συμπληγάδες. Λεξάρα. Το ομορφότερο ρήγμα που πλάσαμε στο χάος. Ζωγραφίζει, τραγουδάει η λέξη συμπληγάς της μεγάλης ελληνικής γλώσσας κι αυτό με λύτρωσε. Όπως επίσης η σκηνή, όπου ο Δίας λέει για τα άλογα του Αχιλλέα που έχουν σκύψει κάτω τα κεφάλια τους και θερμά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια τους, ενώ μέσα οι Αχαιοί θρηνούν τον Πάτροκλο. Τα άλογα που προ ολίγου ωδηγούσαν το άρμα νικηφόρα στη μάχη.

«Άμοιρα, λέει ο Δίας, δεν έπρεπε να σας δώσουμε στους ανθρώπους εσάς που είστε αγέραστα και αθάνατα». (ἀγήρω τ’ ἀθανάτω τε). (Τα άλογα αυτά τα είχαν πάει δώρο οι θεοί στο γάμο της Θέτιδας με τον Πηλέα). Και εδώ ο Όμηρος έπιασε το νόημα της τραγωδίας, διότι τα γηρατειά είναι εκείνα που προκαλούν το θάνατο. Αυτή η σταδιακή κατάπτωση είναι η τραγωδία και όχι ο θάνατος καθεαυτός, αφού εκεί έχουμε το οριστικό κλείσιμο της πόρτας.

Δεν έπρεπε λοιπόν να σας δώσουμε να τυραννιέστε με τους ανθρώπους. (Δυστήνοισι μέτ’ ἀνδρᾶσι). Δύστηνος και δύστανος και δυστανότατος. «Γηράσκω δυσανοστάτως» λέει ο Ευριπίδης, δηλαδή ελεεινά, άθλια. Και άλγεα, άλγη μεγάλες λέξεις ! Χάσαμε μου φαίνεται τη δύναμη της ψυχής επειδή αφαιρέσαμε από τη ζωή μας αυτές τις μεγάλες λέξεις που ήσαν όντως λυτρωτικές.

Και για να κλείσουμε με τα γηρατειά - εξαντλούνται ποτέ τέτοια θέματα; - λέω ότι ο γέροντας είναι πολύ ευάλωτος. Σκεφτείτε παρακαλώ τη μεγάλη και παραστατική αυτή λέξη. Από το ίδιο ρήμα, αἱρέω -ῶ η φράση «ἑάλω ἡ Πόλις». Από τον β’ Αόριστο που κάνει εἷλον έχουμε και τον εἵλωτα. Ευάλωτος λοιπόν ο γέροντας δηλαδή εύκολα καταβάλλεται, αλώνεται. Δεν έχει πια ασπίδα ή κοντάρι κι αν έχει αδυνατεί να τα χρησιμοποιήσει. Και είναι άμοιρος δηλαδή δεν υπάρχει γι’ αυτόν μοίρα, κομμάτι στη ζωή.

Συναισθήματα, αγάπες, έρωτες ανεκπλήρωτοι, απρόσιτοι, ξενιτειές, βάσανα, παιδιά που έχασαν, θανάτους που έζησαν…, πρέπει να γεράσει κανείς για να καταλάβει πολλά πράγματα. Πρέπει να υπάρχουν τα γηρατειά για να αντιλαμβάνεσαι αυτό που λέμε ζωή. Μόνο σαν γεράσεις και κάθεσαι σαν θεατής, θεάσαι τη ζωή πίσω σου και τη λίγη μπροστά: Και ο γέροντας είναι ο θεώμενος της ζωής. Πιθανότατα τα γηρατειά να είναι το πιο μεγαλειώδες κομμάτι της, φτάνει να μην έρθουν «σαν άγρια μπόρα», που λέει ο ποιητής.

Τρέξαμε όσο τρέξαμε, τώρα στο τελευταίο κομμάτι, στα γηρατειά, άλλα πράγματα μας τρέφουν και μας ικανοποιούν. Είδαμε τις φιλοδοξίες, τους έρωτες, τις επιτυχίες, τη ματαιότητα. Πώς είναι η ζωή, την είδαμε. Προσπαθούσαμε να κατακτήσουμε μια γυναίκα και το πετυχαίναμε και χαιρόμαστε ότι κάτι κάναμε. Τα σκέφτομαι τώρα και λέω: είναι δυνατόν να θεωρηθεί αυτό κατόρθωμα; Πράγματα που φεύγουν από τα όρια τής ικανοποίησης και πάνε στο γελοίο, ενώ τώρα πρέπει να καμαρώνω για τον τρόπο μου, για την σκέψη μου. Πονάς και είναι βασανιστικό τώρα στα γηρατειά, άμα όμως το δεις από την άλλη πλευρά έχουν τη μεγαλοπρέπειά τους, και η λεβεντιά δεν είναι μόνο στα νιάτα, αλλά και στα γηρατειά. Βλέπεις πολλές φορές κάτι λεβέντες γέροντες να μιλούν, να τραγουδούν, να χορεύουν και τους χαίρεσαι.

Και ο γέροντας τώρα που γέρασε έχει την ανάγκη ενός γέροντα που γνώρισε, όταν ο ίδιος ήταν νέος. (Ο νέος δεν έχει την ανάγκη του γέροντα). Όμως ο γέροντας, εκείνος ο ωραίος που νοσταλγεί, που λαχταρά, έχει πια πεθάνει. Να μη γίνεται νά ’ρθει για πέντε λεπτά και μετά ας πάει πάλι στην ησυχία του! Κρίμα, να μην υπάρχει μια χαραμάδα έστω ότι κείθε κάτι υπάρχει!

ΔΕΙΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΡΘΡΑ
του Ανδρέα Πετρουλάκη
Το κλίκ της ημέρας
του Ανδρέα Πετρουλάκη

Πρόσφατα Νέα

Koutsoviti

Η δική σας είδηση